Ο Γενς Βάιντμαν, επικεφαλής της γερμανικής Bundesbank, ήταν, εδώ και μία δεκαετία, ο μόνος από τους τραπεζίτες που εξέφραζε τις ανησυχίες του για κάθε οικονομική πολιτική.

Το 2012, λίγο μετά τη δέσμευση του τότε επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, να κάνει «ό,τι χρειάζεται για τη διατήρηση του ευρώ» – όπως, π.χ. να προβεί στην έκδοση μεγάλων ποσών χρημάτων για την αγορά κρατικών ομολόγων – ο Βάιντμαν εξέφρασε τις ανησυχίες του ότι «δεν πρέπει να υποτιμάται ο κίνδυνος “εθισμού” στη χρηματοδότηση από την ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα».

Από εκείνη τη στιγμή, η ΕΚΤ άρχισε να έρχεται σε συχνά σε ρήξη με την Bundesbank, η οποία έχει επανειλημμένα εκφράσει την αντίθεσή της κατά των ολοένα και περισσότερο αντισυμβατικών πολιτικών που γέμισαν τις χρηματοοικονομικές αγορές της Ευρώπης με φθηνό χρήμα.

Οι εντάσεις αυτές βρέθηκαν στο επίκεντρο αυτής της εβδομάδας, όταν Βάιντμαν, ο μεγαλύτερος σε ηλικία από 25 μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, ανακοίνωσε ότι θα παραιτηθεί από πρόεδρος της Bundesbank, έξι χρόνια πριν λήξει επισήμως η θητεία του.

Ο 53χρονος επικαλέστηκε «προσωπικούς λόγους» για την απόφασή του να παραιτηθεί από το αξίωμά του. Εντούτοις, συνάδελφοί του αναφέρουν ότι ο επικεφαλής της Bundesbank κουράστηκε να δίνει μόνος του μάχη ενάντια στην αγορά ομολόγων της ΕΚΤ και τις αρνητικές πολιτικές επιτοκίων της, όπως και να εκφράζει συνεχώς τους φόβους του για ενδεχόμενη μελλοντική κλιμάκωση της αντιπαράθεσης των δύο θεσμών.

Η απόφασή του να παραιτηθεί, μερικές εβδομάδες πριν η ΕΚΤ λάβει τις κρίσιμες αποφάσεις για τα μέτρα ενίσχυσης που θα παράσχει, οδήγησε ορισμένους Γερμανούς οικονομολόγους να προβούν σε δηλώσεις προειδοποιώντας ότι η χώρα χάνει ένα από τα πιο σημαντικά της προπύργια κατά των δημοσιονομικών και νομισματικών υπερβολών.

Με τις πολιτικές του να απορρίπτονται από τον Ντράγκι ως Nein zu allem -«Όχι σε όλα» στα Γερμανικά- ο Βάιντμαν πέρασε τα πρώτα του χρόνια ως επικεφαλής της Bundesbank, επικρίνοντας ανοιχτά τις υπερβολικά χαλαρές νομισματικές πολιτικές της ΕΚΤ, ενώ, πολλές φορές, εξέφραζε τις ανησυχίες του για τις εν λόγω πολιτικές ενώπιον του συνταγματικού δικαστηρίου.

Ο Βάιντμαν εκπροσωπούσε τους φόβους πολλών στη χώρα που υποψιάζονταν ότι η νομισματική ένωση της Ευρώπης κινδύνευε να αποτελέσει μία μεταβατική ένωση, στην οποία οι φορολογούμενοι των πλούσιων χωρών του βορρά πληρώνουν για να διασώσουν τις σπάταλες των κυβερνήσεων του νότου.

Ο Γιούργκεν Σταρκ, ο οποίος, επίσης, εγκατέλειψε με δική του απόφαση τη θέση του επικεφαλής οικονομολόγου της ΕΚΤ, το 2011, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τις αγορές κρατικών ομολόγων, εξέφρασε την πλήρη συμπαράστασή του στην απόφαση του Βάιντμαν. «Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει μια πολιτική που έρχεται ενάντια στα δικά του πιστεύω για περισσότερο από μία δεκαετία», δήλωσε ο Σταρκ στην εφημερίδα Börsen-Zeitung.

Οι δύο θεσμοί, παλαιότερα, διατηρούσαν καλύτερες σχέσεις. Όταν δημιουργήθηκε η ΕΚΤ, το 1998, δεν είναι μόνο ότι η έδρα της βρισκόταν λίγα τετράγωνα μακριά από τα γραφεία της Bundesbank στη Φρανκφούρτη, αλλά βασίστηκε, και στο πρότυπο της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, η οποία, τότε, έχαιρε ιδιαίτερου σεβασμού, καθώς είχε καταφέρει να αποφύγει τα διψήφια ποσοστά πληθωρισμού, που ταλαιπωρούσαν τις περισσότερες χώρες, κατά την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970.

Τα εύσημα για τη διαμόρφωση της ΕΚΤ, ήδη από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της, αποδίδονται στον Ότμαρ Ίσινγκ, καθηγητή οικονομικών, που χαίρει μεγάλης εκτίμησης, ο οποίος είχε προβεί στη λήψη μέτρων προσφοράς χρήματος για τον καθορισμό της πολιτικής των επιτοκίων και την καταπολέμηση του πληθωρισμού.

Η Λουκρητία Ρέιχλιν, καθηγήτρια στη Σχολή Επιχειρήσεων του Λονδίνου (London Business School) και επικεφαλής έρευνας στην ΕΚΤ από το 2005-2008, δήλωσε ότι: «Όταν ήμουν στην ΕΚΤ, την χαρακτηρίζαμε ως ένα πολύ γερμανικό ίδρυμα. Αυτό, όμως, άλλαξε υπό τον Ντράγκι και, σήμερα, είναι ένα πολύ πιο ανεξάρτητο ίδρυμα».

Πολλοί αναλυτές θεώρησαν ότι ο ορθολογισμός της Bundesbank για την καταπολέμηση του πληθωρισμού ευθυνόταν για την αδικαιολόγητη απόφαση της ΕΚΤ να διπλασιάσει τα επιτόκια, ώστε να αντιμετωπισθεί η βραχυχρόνια περίοδος υψηλού πληθωρισμού, το 2011, και όλα αυτά, ενώ, παράλληλα, ξεδιπλωνόταν η κρίση χρέους.

«Κατά τη θητεία του Ντράγκι [2011 έως 2019], η ΕΚΤ, ουσιαστικά, χειραφετήθηκε από την Bundesbank», δήλωσε ο Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής μακροοικονομικής έρευνας στην ολλανδική τράπεζα ING. Συνεχίζοντας, ο ίδιος προσέθεσε ότι οι σχέσεις της με τη γερμανική κεντρική τράπεζα βελτιώθηκαν προσωρινά, μετά την ανάληψη καθηκόντων από την Κριστίν Λαγκάρντ στην ΕΚΤ, το 2019.

Με το ξέσπασμα της πανδημίας, ο Βάιντμαν υποστήριξε ακόμη και τη δημιουργία ενός αμοιβαίου κεφαλαίου αγοράς ομολόγων ύψους 1,85 τρισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ υπερασπίστηκε και τη νέα στρατηγική της ΕΚΤ να αποδεχθεί τη δυνατότητα υπέρβασης του πληθωρισμού – τακτική στην οποία είχε αντιταχθεί στο παρελθόν.

Ωστόσο, τα προβλήματα αναζωπυρώθηκαν, όταν η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει από την πανδημία και ο πληθωρισμός ξεπέρασε τον στόχο του 2% της ΕΚΤ. Ο Βάιντμαν ήταν ένα από τα δύο μέλη του συμβουλίου της ΕΚΤ που εξέφρασαν, τον Ιούλιο, τις ανησυχίες τους ενάντια στις νέες οδηγίες σχετικά με το πότε θα ξεκινήσει η αύξηση των επιτοκίων.

Ο Βάιντμαν θα αποχωρήσει αμέσως μετά τη συνεδρίαση του συμβουλίου της ΕΚΤ, τον Δεκέμβριο, όπου θα προβεί σε δηλώσεις σχετικά με το πώς θα ολοκληρωθεί σταδιακά το πρόγραμμα πανδημίας (PEPP) ύψους 1,85 τρισεκατομμυρίων ευρώ και το κίνητρο που θα παράσχει μετά από αυτό.

Οι αξιωματούχοι της Bundesbank έχουν ενοχληθεί από τις εκκλήσεις ορισμένων μελών του συμβουλίου της ΕΚΤ να διατηρήσει ένα σημαντικό σχέδιο αγοράς ομολόγων μετά τη λήξη του PEPP και να χαλαρώσει μερικούς από τους περιορισμούς που έχουν επιβληθεί στις αγορές περιουσιακών στοιχείων.

Το επόμενο έτος «θα μπορούσε να φανεί εάν η ΕΚΤ παίρνει πιο σοβαρά τον στόχο της καταπολέμησης του πληθωρισμού σε σχέση με τους υπουργούς Οικονομικών που επικεντρώνονται στα χαμηλά επιτόκια και τις αγορές ομολόγων», δήλωσε ο Φρίντριχ Χάινεμαν, οικονομολόγος στο Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας Λάιμπνιτς (Leibniz Center for European Economic Research). «Στον τομέα αυτό, η απουσία του Βάιντμαν θα γίνει αισθητή».

Η διαχείριση των συνεπειών αυτών των μέτρων θα εναπόκειται σε όποιον επιλεγεί από τη γερμανική κυβέρνηση να αντικαταστήσει τον Βάιντμαν, μόλις ολοκληρωθούν οι συνομιλίες για τη δημιουργία ενός νέου τριμερούς κυβερνητικού συνασπισμού- δημιουργώντας μία νέα ευκαιρία ανοικοδόμησης των γεφυρών με την ΕΚΤ.

«Ο διάδοχός του θα πρέπει να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο της αποκατάστασης των σχέσεων», δήλωσε ο  Κλάους Άνταμ, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μανχάιμ. «Ωστόσο, εάν η πλειοψηφία στο συμβούλιο της ΕΚΤ επιθυμήσει να συνεχίσει τις αγορές περιουσιακών στοιχείων και ο πληθωρισμός συνεχίσει να αυξάνεται, τότε σίγουρα θα έρθουμε αντιμέτωποι με νέα προβλήματα».