Η «μερική επιστράτευση» που κήρυξε ο Βλαντιμίρ Πούτιν αποτελεί, αναμφίβολα, βήμα προς την κατεύθυνση της κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία. Ταυτόχρονα, είναι μια απόδειξη για το γεγονός ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονται καλά για τη Ρωσία, καθώς συμπληρώνονται ήδη επτά μήνες από την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου.
Το πιο τρομακτικό, ωστόσο, είναι ότι ο Πούτιν εμφάνισε για μια ακόμη φορά στο τραπέζι το «χαρτί» των πυρηνικών και μάλιστα ακόμη πιο απειλητικά και αποφασιστικά.
- Διαβάστε επίσης: Έτοιμος για ολοκληρωτικό πόλεμο ο Πούτιν
Ακόμη και στην περίπτωση που το έκανε για να τρομάξει τους αντιπάλους του, το Κίεβο και κυρίως τη Δύση, δεν μπορεί πια κανείς παρά να βάλει στην εξίσωση αυτή την παράμετρο. Έστω κι αν οι περισσότεροι, μέχρι πρόσφατα, πίστευαν ότι είχε «θαφτεί» πολύ βαθιά.
Τι είπε ο Πούτιν
Η πιθανότητα, βεβαίως, να γίνει χρήση πυρηνικών όπλων στον συγκεκριμένο πόλεμο παραμένει εξαιρετικά μικρή – αν και μεγαλύτερη από ό,τι στην αρχή του. Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει και σταδιακά θα αρχίσει να στοιχειώνει τις ζωές μας: Μπορεί σήμερα να ξαναζήσουμε μια Χιροσίμα και ένα Ναγκασάκι ή και κάτι πολύ χειρότερο και καταστροφικό;
- Διαβάστε επίσης: Economist – Πώς θα κερδίσει τον πόλεμο η Ουκρανία
Προτού προχωρήσουμε σε οποιεσδήποτε εκτιμήσεις, που αναγκαστικά θα έχουν και συναισθηματική διάσταση, ας διαπιστώσουμε πώς έχουν τα γεγονότα. Και πρώτα από όλα, τι είπε ο ίδιος ο Πούτιν στο διάγγελμά του.
«Εάν η εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας απειληθεί, τότε θα χρησιμοποιήσουμε όλα τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας για να προστατεύσουμε τον λαό μας», τόνισε, αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι αναφέρεται στα πυρηνικά. Για να προσθέσει, μάλιστα, αμέσως μετά, ότι «δεν πρόκειται για μπλόφα».
Τι προβλέπει το ρωσικό πυρηνικό δόγμα
Ας θυμηθούμε, τώρα, τι περιλαμβάνει το πυρηνικό δόγμα της Ρωσίας, όπως διατυπώθηκε στην πιο σύγχρονη εκδοχή του, τον Ιούνιο του 2020, σε ένα κείμενο με τίτλο «Για τις βασικές αρχές της κρατικής πολιτικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας αναφορικά με την πυρηνική αποτροπή».
Σε αυτό, λοιπόν, αφού ξεκαθαρίζεται ότι η Ρωσία «θεωρεί τα πυρηνικά όπλα ως μέσο αποκλειστικά για την αποτροπή», περιγράφονται τέσσερις περιπτώσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη χρήση τους – ή, όπως έχει επικρατήσει, το πάτημα του «κόκκινου κουμπιού».
Η πρώτη περίπτωση είναι να έχει λάβει «αξιόπιστα δεδομένα αναφορικά με την εκτόξευση βαλλιστικών πυραύλων με στόχο το έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας και/ή των συμμάχων της». Η δεύτερη είναι ως απάντηση «στη χρήση πυρηνικών όπλων ή άλλων όπλων μαζικής καταστροφής από ένα αντίπαλο κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας και/ή των συμμάχων της».
Η τρίτη περίπτωση έχει να κάνει με την «επίθεση από έναν αντίπαλο κατά κρίσιμων κυβερνητικών ή στρατιωτικών υποδομών της Ρωσικής Ομοσπονδίας, η διατάραξη των οποίων θα μπορούσε να υπονομεύσει τις ενέργειες στο πλαίσιο της απάντησης των πυρηνικών δυνάμεων». Τέλος, χρήση πυρηνικών θα μπορούσε να αιτιολογηθεί εάν εκδηλωνόταν «επίθεση κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας με τη χρήση συμβατικών όπλων, όταν απειλείται η ίδια η ύπαρξη του κράτους».
Τα απίθανα σενάρια
Μια «διασταύρωση», λοιπόν, της κατάστασης που επικρατεί, των όσων είπε ο Πούτιν (και έχει ξαναπεί, έστω και όχι σε αυτόν τον τόνο) και των άρθρων του πυρηνικού δόγματος της Ρωσίας μπορεί να βοηθήσει ώστε να εξαχθούν ορισμένα συμπεράσματα.
Το πρώτο αφορά στην κατάσταση που επικρατεί. Εδώ, είναι μάλλον φανερό ότι ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες ούτε κάποια άλλη χώρα της Δύσης έχει πρόθεση, σε αυτή τη συγκυρία, να εκτοξεύσει πρώτη πυρηνικά κατά της Ρωσίας. Πολύ περισσότερο καθώς σε καμία περίπτωση δεν απειλείται έδαφος κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ.
Έτσι, καθώς και η Ρωσία είναι σαφής ότι δεν προτίθεται να κάνει «προληπτική» χρήση τέτοιων όπλων, τα δύο πρώτα σενάρια θα πρέπει – λογικά, τουλάχιστον – να αποκλειστούν. Τι συμβαίνει, όμως, με τα επόμενα δύο;
Η κυβερνοεπίθεση και η προβοκάτσια
Εδώ η αλήθεια είναι πως τα πράγματα αλλάζουν κάπως, καθώς πολλά επαφίενται στις «εκτιμήσεις» και αξιολογήσεις που θα κάνουν τα επιτελεία και το Κρεμλίνο απέναντι στις όποιες απειλές. Στο τρίτο, για παράδειγμα, δεν είναι απίθανο να έρθει η στιγμή που «κρίσιμες κυβερνητικές και στρατιωτικές υποδομές» θα δεχθούν πλήγματα, φυσικά ή ψηφιακά, στο πλαίσιο μιας κυβερνοεπίθεσης.
Αυτό είναι κάτι που η Δύση έχει τη δυνατότητα να κάνει, αναβαθμίζοντας την παρέμβασή της στον πόλεμο που μέχρι στιγμής περιορίζεται στις κυρώσεις και τον διαρκή εξοπλισμό των Ουκρανών. Σε ακραία περίπτωση δε, θα μπορούσε να είναι και αποτέλεσμα προβοκάτσιας, εάν η απόφαση για χρήση πυρηνικών είχε ήδη ληφθεί και έμενε η δικαιολογία.
Με πυρηνικά όπλα απέναντι σε συμβατικά
Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα στο τέταρτο σενάριο. Εδώ, πρακτικά, μοναδική προϋπόθεση για τη χρήση πυρηνικών είναι μια επίθεση κατά του εδάφους της Ρωσίας με συμβατικά όπλα, που θα μπορούσε να θεωρηθεί απειλή για το μέλλον της και την ύπαρξή της. Όπως είπε και ο Πούτιν στο διάγγελμά του, «εάν η εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας απειληθεί»…
Μπορεί, όμως, κάτι τέτοιο να ισχύσει με αφορμή μια ουκρανική επίθεση στο Ντονμπάς ή τη Χερσώνα και τη Ζαπορίζιε; Προφανώς και ναι, από τη στιγμή που διεξαχθούν τα δημοψηφίσματα και προσαρτηθούν στη Ρωσία, όπως η Κριμαία το 2014. Διότι τότε, πολύ απλά, η επίθεση αυτή θα μπορεί να ερμηνευθεί ως επίθεση κατά της ίδιας της Ρωσίας και, έστω και «τραβηγμένα», ως υπαρξιακή απειλή.
Τα τρία συμπεράσματα
Συμπέρασμα πρώτο, λοιπόν: Ναι, ο συνδυασμός εξελίξεων στα μέτωπα του πολέμου, δημοψηφισμάτων, μερικής επιστράτευσης και διαγγέλματος Πούτιν αυξάνει τον κίνδυνο χρήσης πυρηνικών όπλων, καθώς μοιάζει να στήνεται το αναγκαίο πλαίσιο και να απομένει μόνο η πολιτική απόφαση.
Συμπέρασμα δεύτερο – με αρκετή δόση ρίσκου: Η μοναδική χρήση πυρηνικών όπλων στον πλανήτη έγινε το 1945, επιταχύνοντας την έκβαση ενός πολέμου και τη διαμόρφωση μιας νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Εάν το ζητούμενο είναι και σήμερα κάτι ανάλογο, καθώς ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα δύο βασικά στρατόπεδα εντείνεται διαρκώς, τότε οι πιθανότητες για κάτι ανάλογο αυξάνονται.
Συμπέρασμα τρίτο – με μεγάλη δόση ελπίδας: Σε αντίθεση με το 1945, σήμερα υπάρχουν περισσότερες από μία χώρες με τέτοιο οπλοστάσιο. Έτσι, ένας πυρηνικός πόλεμος θα οδηγούσε πιθανότατα στην ερημοποίηση μεγάλου μέρους του πλανήτη, επιδεινώνοντας δραματικά τους όρους επιβίωσης της ανθρωπότητας. Πιθανώς, λοιπόν, το ένστικτο επιβίωσης να επικρατήσει τελικώς, όπως συνέβη και το 1962, στην Κρίση των Πυραύλων της Κούβας.