Για μια περίπου 10ετία και βάλε οι ελληνικές επιχειρήσεις είχαν χάσει κάθε επαφή με το τραπεζικό σύστημα. Ούτε αυτές είχαν τις δυνατότητες ούτε το τραπεζικό σύστημα τις δυνάμεις να τις στηρίξει. Η κύρια σχέση μεταξύ των δύο πλευρών και οι μόνες δουλειές που γίνονταν ήταν οι αναδιαρθρώσεις δανείων. Τα θεμελιώδη των περισσότερων εταιρειών δεν βοηθούσαν. Αλλοι παράγοντες, όπως τα πολύ χαμηλά επιτόκια, βελτίωναν την συνθήκη συνεργασίας μεταξύ τους.

Την τελευταία τετραετία η τάση άλλαξε. Οι επιχειρήσεις πλέον, ειδικά οι μεσαίες και οι μεγάλες, έχουν αφήσει πίσω τους τις αναδιαρθρώσεις, έχουν βάλει σε τάξη τα οικονομικά τους και άρχισαν να κάνουν σχέδια για το μέλλον, βελτίωσης ή επέκτασης των δραστηριοτήτων τους. Αρχισαν να αναζητούν κάποιο «προγραμματάκι», μια χρηματοδότηση από έναν νέο επενδυτή, κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις χρειάστηκε να περάσουν ξανά από τις τράπεζες προκειμένου να καλύψουν την δική τους συμμετοχή, αυτή τη φορά όχι από το τμήμα αναδιαρθρώσεων, αλλά αυτό των νέων χορηγήσεων. Ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης, αυτό που λέμε «τα νέα δάνεια προς τις επιχειρήσεις», τρέχει με ρυθμό άνω του 10%.

Το νέο πρόβλημα, ωστόσο, είναι αυτό που βοήθησε τις αναδιαρθρώσεις της προηγούμενης δεκαετίας. Η ραγδαία επιδείνωση του κόστους χρήματος αλλάζει όλα τα δεδομένα της νέας περιόδου, φορτώνοντας με κρυφό κόστος όλες τις επιχειρηματικές προσπάθειες και αποκλείοντας πολλές από νέο δανεισμό. Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, μια εταιρεία θεωρείται υπερδανεισμένη εάν το χρέος της ξεπερνάει 6 φορές το EBITDA, εάν όμως το κόστος δανεισμού έχει πάει 3 φορές πάνω, τότε αυτό το κριτήριο δυσκολεύει την πρόσβαση στη χρηματοδότηση από σημαντική μερίδα επιχειρήσεων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το μέσο κόστος νέου δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις αυξήθηκε για όγδοο συνεχόμενο μήνα τον Μάρτιο στο 5,6%. Για τις μικρότερες επιχειρήσεις τα επιτόκια ξεκινούν από το 8%. Οι επιπτώσεις φαίνονται ήδη από τη μείωση της ζήτησης για νέα επιχειρηματικά δάνεια.

Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που επικαλείται σε χθεσινή ανάλυσή του το ΙΟΒΕ δείχνουν ότι την ίδια ώρα, σε σχέση με το μέσο επιτόκιο νέων επιχειρηματικών δανείων στην ευρωζώνη, η διαφορά με την Ελλάδα είναι στις 137 μονάδες βάσης, τη στιγμή ωστόσο που ο μέσος όρος των επιτοκίων των ίδιων δανείων σε Πορτογαλία, Κύπρο, Ιταλία και Ισπανία απέχουν από το μέσο επιτόκιο της ευρωζώνης λιγότερο από τις 100 μονάδες βάσης. Εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα από αυτή την απόκλιση και είναι πρόβλημα ανταγωνιστικότητας. Στις περισσότερες αγορές ομοειδών προϊόντων η Ελλάδα συναγωνίζεται με τις επιχειρήσεις αυτών των χωρών. Τι είδους ανταγωνιστικότητα έχουμε με αυτές και σε ποια θέση μπορούν να είναι οι δικές μας με τη συγκεκριμένη διαφορά του κόστους του χρήματος;

Κι όμως σε αυτό το περιβάλλον τα στοιχεία δείχνουν ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να προσλαμβάνουν με αυξανόμενους ρυθμούς, οι αμοιβές επίσης ανεβαίνουν, το έλλειμμα στο εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο δείχνει να διορθώνεται μετά την ακραία διόγκωση που προκάλεσε η ενεργειακή κρίση, οι επενδύσεις συνεχίζουν την διψήφια άνοδο. Το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί οπωσδήποτε μετεκλογικά είναι αν με τα υπάρχοντα επίπεδα επιτοκίων αυτή η καλή εικόνα σε βασικούς τομείς της οικονομίας μπορεί να συνεχιστεί ή θα βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα απότομο επιχειρηματικό φρένο.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion