Το κρακ που ακούγεται από τις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν είναι ένα απλό παροδικό ράγισμα, όπου η μία ή η άλλη κατηγορία περιουσιακών στοιχείων σπάει και υποχωρεί, αλλά ο ήχος του σπασίματος της εποχής του φθηνού χρήματος. Το αφήγημα των τελευταίων 14 χρόνων, από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ως την πρώτη αύξηση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ είχε ως εξής: Η Fed διατηρεί τα επιτόκια χαμηλά και η Wall Street απολαμβάνει τους καρπούς του φθηνού χρήματος.

Την αυλαία της εποχής κλείνουν οι αξιωματούχοι της Federal Reserve που αν και είναι διχασμένοι αν θα προχωρήσουν σε μια περαίτερω αύξηση των επιτοκίων ή θα τα διατηρήσουν αμετάβλητα συμφωνούν όμως ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν υψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε ανάλυση του o δημοσιογράφος του CNBC, Τζεφ Κοξ, καταγράφει τις επιπτώσεις των υψηλών επιτοκίων για μεγάλο χρονικό διάστημα, της εποχής του ακριβού χρήματος.

Ομόλογα ΗΠΑ: Το τέλος της εποχής του φθηνού χρήματος

Ο πόνος της αναγνώρισης ήταν έντονος για τη Wall Street την Τρίτη, με τους κύριους δείκτες να υποχωρούν απότομα σε όλους τους τομείς και τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων να εκτοξεύονται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 16 ετών.  Ο Dow Jones έχασε τα κέρδη του 2023, περνώντας έστω και οριακά σε αρνητικά εδάφη.

«Όταν έχεις μια οικονομία που βασίζεται σε μηδενικά επιτόκια, αυτή η γρήγορη κίνηση της απόδοσης του 10ετούς κρατικού ομολόγου προς το 5%, πρέπει να αλλάξει ο υπολογισμός, διότι οι επιπτώσεις θα αλλάξουν», εξηγεί ο επικεφαλής παγκόσμιος στρατηγικός αναλυτής της LPL Financial, Κουίνσκι Κρόσμπι. «Το κόστος κεφαλαίου αυξάνεται, οι εταιρείες θα πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν με υψηλότερο επιτόκιο».

Η άνοδος των επιτοκίων είναι ιδιαίτερα δυσοίωνη καθώς πλησιάζει η εποχή που οι εισηγμένες επιχειρήσεις θα ανακοινώσουν τα οικονομικά αποτελέσματα του τρίτου τριμήνου.

Ανησυχίες για την οικονομία και τον πληθωρισμό

Η χθεσινή ανακοίνωση των κενών θέσεων εργασίας τον Αύγουστο, που δείχνει μια ισχυρή εργασίας, πυροδότησε τις εντολές πωλήσεων στη Wall Street που οριακά κινήθηκαν στα όρια του sell off. Οι traders άρχισαν να ανησυχούν ότι η κεντρική τράπεζα θα αναγκαστεί να διατηρήσει τη νομισματική πολιτική σφιχτή. Tο συναίσθημα ενισχύθηκε και άρχισε να εμπεδώνεται αυτή την εβδομάδα, όταν τουλάχιστον τέσσερις κεντρικοί τραπεζίτες τόνισαν ότι τα υψηλότερα επιτόκια θα παραμείνουν σε ισχύ για παρατεταμένο χρονικό διάστημα.

Παράλληλα με την πτώση των μετοχών, η απόδοση των 10ετών και 30ετών ομολόγων έφθασε σε υψηλά επίπεδα που είχαν παρατηρηθεί για τελευταία φορά όταν η οικονομία όδευε προς τη χρηματοπιστωτική κρίση.

«Ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας έχει αναπτυχθεί λόγω των χαμηλών επιτοκίων και των αρνητικών επιτοκίων», σημειώνει ο Κρόσμπι. «Τώρα προσαρμόζεται σε αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ιστορικά πιο φυσιολογικό καθεστώς επιτοκίων».

Το να συνηθίσει κανείς σε μια πιο τυπική δομή τιμών, παρατηρεί ο Τζεφ Κόξ, δεν ακούγεται και τόσο τρομερό πράγμα. Άλλωστε, πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου είχε κατά μέσο όρο γύρω στο 7%, αν και αυτό ήταν επίσης διαστρεβλωμένο από τις ιστορικές αυξήσεις των επιτοκίων στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Αλλά μετά από 15 χρόνια διαβίωσης σε ένα αφύσικα χαμηλό καθεστώς επιτοκίων, το φυσιολογικό ακούγεται, λοιπόν, αφύσικο.

Καμπανάκι για τις τράπεζες

Πολλαπλά τμήματα της οικονομίας αντιμετωπίζουν σημαντικό κίνδυνο επιτοκίου, αλλά κανένα περισσότερο από τις τράπεζες. Οι αμερικανικές τράπεζες κλονίστηκαν νωρίτερα φέτος από την πολύκροτη χρεοκοπία περιφερειακών τραπεζών, οι οποίες είχαν συσσωρεύσει υπερβολικά μεγάλο δημόσιο χρέος μακράς διάρκειας και στη συνέχεια αναγκάστηκαν να το πουλήσουν με ζημία μετά από καταθέσεις.

Το δεύτερο τρίμηνο, οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες στους τραπεζικούς ισολογισμούς ανήλθαν σε 558,4 δισ. δολάρια, σημειώνοντας άλμα 8,3% από την προηγούμενη περίοδο, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Εταιρεία Ασφάλισης Καταθέσεων. Από το σύνολο αυτό, τα κρατούμενα μέχρι τη λήξη τους ομόλογα, τα οποία προκάλεσαν μεγάλο μέρος της αναταραχής φέτος, ανήλθαν σε 309,6 δισ. δολάρια.

Ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί, εξηγεί ο βετεράνος της Wall Street Λάρι Μακ Ντόναλντ, ιδρυτής της The Bear Traps Report. «Το πρόβλημα είναι ότι, όταν το βασικό σας κεφάλαιο είναι αδύναμο, οποιαδήποτε αδυναμία στην άλλη πλευρά είναι εκθετικά χειρότερη», είπε. «Αλλά αν οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων ανέβουν στο 6 και  7% , τότε η μόχλευση αυξάνεται εκθετικά, σωστά; Αυτό είναι το βασικό σας κεφάλαιο. Αυτά είναι τα χρήματα όταν πηγαίνετε στο καζίνο που πρέπει να βάλετε στο τραπέζι».

Σε περίπτωση που οι τράπεζες πρέπει να καλύψουν τις ζημίες τους, μπορεί να αναγκαστούν να εκδώσουν μετοχές, συνεχίζει. Αυτό, με τη σειρά του, θα αποδυνάμωνε την τιμή των μετοχών, μια κατάσταση που πιθανόν να συνέβαλε στην απώλεια της Τρίτης άνω του 2% στις τραπεζικές μετοχές, όπως μετράται από το SPDR S&P Bank ETF.

Οι επιπτώσεις στους καταναλωτές και στην αγορά κατοικίας

Οι καταναλωτές, για παράδειγμα, αισθάνονται τη συμπίεση των υψηλότερων επιτοκίων για τα πάντα, από τα στεγαστικά δάνεια έως τις πιστωτικές κάρτες και τα προσωπικά δάνεια. Πάνω από το 36% των τραπεζών ανέφεραν ότι αυστηροποίησαν τα πρότυπα δανεισμού το τρίτο τρίμηνο,  επίπεδο που στο παρελθόν σημειωνόταν σε περιόδους ύφεσης.

Η αγορά ακινήτων έχει υποστεί το βάρος των επιθετικών αυξήσεων των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ από τις αρχές του περασμένου έτους.

Το συμβατικό επιτόκιο για ένα 30ετές σταθερό στεγαστικό δάνειο αυξήθηκε κατά 12 μονάδες βάσης, το μεγαλύτερο από τα μέσα Αυγούστου, στο 7,53% την εβδομάδα που έληξε στις 29 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Τραπεζών Υποθηκών που δημοσιεύθηκαν την Τετάρτη. Ο δείκτης των αιτήσεων αγοράς κατοικίας μειώθηκε κατά 5,7% στο 136,6, το χαμηλότερο επίπεδο από το 1995. Η συνολική μέτρηση των αιτήσεων υποθηκών, η οποία περιλαμβάνει τη δραστηριότητα αναχρηματοδότησης, διολίσθησε κατά 6% στην ασθενέστερη μέτρηση από το 1996.

Το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ

Ταυτόχρονα, η δυσλειτουργία της Ουάσιγκτον έχει κάνει τους αγοραστές ομολόγων να ανησυχούν για το δημοσιονομική κατάσταση της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη, με το δημόσιο χρέος να ανέρχεται σχεδόν στο 120% του ΑΕΠ  και το καθαρό κόστος χρηματοδότησης να οδεύει, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, προς 745 δισ. δολάρια το 2024, αφού φέτος ανήλθε σε 663 δισ. δολάρια.

Επιπλέον, οι ξένοι αγοραστές έχουν απομακρυνθεί από τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ, με τις συμμετοχές της Κίνας να έχουν μειωθεί κατά περίπου 17%, ή 175 δισεκατομμύρια δολάρια, το τελευταίο έτος, σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών. Το ίδιο κάνει και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, μειώνοντας το χαρτοφυλάκιο των ομολόγων κατά περισσότερα από 800 δισ. δολάρια από τότε που σταμάτησε να επανεπενδύει τα έσοδα από τους τίτλους που λήγουν τον Ιούνιο του 2022.

Πιθανή κορύφωση των επιτοκίων

Ωστόσο παραμένουν και οι εκτιμήσεις ότι σύντομα θα υπάρχει κορύφωση. Οι ταχείες κινήσεις στις αγορές, όπως η πορεία των αποδόσεων των ομολόγων αυτή τη στιγμή, έχουν προκαλέσει στο παρελθόν μερικές φορές προβλήματα στα hedge funds που βρέθηκαν στην άλλη πλευρά της συναλλαγής.

Και υπάρχει αυτή η συνειδητοποίηση ότι αν δεν αλλάξει κάτι γρήγορα, μια ύφεση είναι σχεδόν αναπόφευκτη. «Δεν μπορούν να αυξήσουν άλλη μία μονάδα βάσης»,εκτιμά ο Μακ Ντόναλντ για την κεντρική τράπεζα. «Είναι πολύ μεγάλος πόνος. Αυτού του είδους η δράση φέρνει τον πόνο στην επιφάνεια και η Fed έχει πλέον μεγαλύτερη επίγνωση των πτωμάτων που είναι θαμμένα».

Πράγματι, ο πρώην οικονομολόγος του Λευκού Οίκου Τζόζεφ Λαβόργκνα, ο οποίος ήταν επικεφαλής οικονομολόγος του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου υπό τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τώρα κατέχει τον ίδιο τίτλο στην SMBC Nikko Securities, πιστεύει ότι η άνοδος των αποδόσεων είναι μάλλον πολύ κοντά στο να τελειώσει. Οι πιθανές επιπτώσεις περιλαμβάνουν μια ύφεση και την αναγκαστική επιστροφή της Fed στην αγορά ομολόγων. «Οι πωλήσεις δεν εξηγούνται από θεμελιώδεις παράγοντες», τονίζει  «Τώρα, κάποια στιγμή, η εκτίμησή μου είναι ότι οι αγορές θα φτάσουν τελικά σε αρκετά φθηνά επίπεδα όπου θα φέρουν αγοραστές. Δεδομένου ότι απέχουμε πολλές τυπικές αποκλίσεις από το σημείο όπου θα έπρεπε να βρίσκονται τα επιτόκια, μου υποδηλώνει ότι είμαστε πιο κοντά σε αυτό το σημείο».

Μια αδύναμη αγορά εργασίας ή κάποια άλλα σημάδια ρωγμών στην οικονομία θα μπορούσαν να αποτρέψουν τη Fed από περαιτέρω αυξήσεις και να θέσουν τις βάσεις για χαμηλότερα επιτόκια.

«Ο ασθενής, δηλαδή οι χρηματοπιστωτικές αγορές, δεν είναι ιδιαίτερα υγιής», προσθέτει. «Η Fed, όπως έχω υποστηρίξει πολλές φορές, για ίσως υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, έχει κινηθεί πολύ μακριά, πολύ γρήγορα. Τελικά θα αντιστρέψουν την πορεία τους».

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Αγορές