Το έντονο ενδιαφέρον για την καινοτομία στην υγεία οδηγεί τα τελευταία χρόνια σε αύξηση των κλινικών μελετών στη χώρα μας, παρά το γεγονός ότι οι πολύπλοκες και γραφειοκρατικές διαδικασίες, η έλλειψη εξειδικευμένου και εκπαιδευμένου προσωπικού και η έλλειψη κινήτρων οδηγούν σε μεγάλες καθυστερήσεις στη διεξαγωγή των μελετών, αλλά και σε χαμένες πιστώσεις.
Η συνολική αναβάθμιση και επικαιροποίηση του θεσμικού, ρυθμιστικού και νομικού πλαισίου των κλινικών μελετών στη χώρα είναι απαραίτητη, κατ΄ αρχήν για να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του Νέου Ευρωπαϊκού Κανονισμού, αλλά και για να οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου, σταθερού και φιλικού περιβάλλοντος διεξαγωγής κλινικών μελετών.
Τα παραπάνω τονίζει η πρόεδρος του Συλλόγου Επιχειρήσεων Διεξαγωγής Κλινικών Μελετών Ελλάδας – HACRO Ευαγγελία Κοράκη μιλώντας στο in.gr για την πορεία των κλινικών μελετών στη χώρα μας, τονίζοντας ότι η νομοθεσία χρειάζεται να επικαιροποιηθεί όχι μόνο σε ότι αφορά τις κλινικές μελέτες για το φάρμακο, αλλά και για τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα, την επέκταση της νοσηλείας κατ’ οίκον, καθώς επίσης και σε ότι αφορά τα πρότυπα των συμβάσεων οικονομικής διαχείρισης.
Το ύψος των επενδύσεων της φαρμακευτικής βιομηχανίας για Έρευνα και Ανάπτυξη στην Ευρώπη, από 18 δις το 2000, υπερδιπλασιάστηκε φτάνοντας τα 44,5 δις ευρώ το 2022
1. Πόσες κλινικές μελέτες και τι φάσης πραγματοποιούνται στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια;
Την τελευταία πενταετία, έχουν εγκριθεί συνολικά περίπου 950 νέες κλινικές μελέτες στη χώρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΦ, το 2022 εγκρίθηκαν 262 κλινικές μελέτες – 232 που αφορούν σε φάρμακα και 30 σε ιατροτεχνολογικά και διαγνωστικά προϊόντα – παρουσιάζοντας αύξηση 14,85% από το 2021. Η συνολική αύξησή τους από το 2019, φτάνει το 50,6%.
Ο συνολικός προϋπολογισμός των εγκεκριμένων κλινικών μελετών το 2022 υπολογίζεται στα 128 εκατ. ευρώ από τα 55 εκατ. ευρώ το 2019.
Για το τρέχον έτος, μέχρι την 1/11/2023 είχαν υποβληθεί 227 νέες αιτήσεις για έγκριση κλινικών μελετών με φάρμακο και επιπλέον 25 αιτήσεις που αφορούν σε ιατροτεχνολογικά και διαγνωστικά προϊόντα. Από τις αιτήσεις που αφορούν σε φάρμακο, οι 129 έλαβαν έγκριση διεξαγωγής μέχρι την 1/11/2023.
Στην πλειονότητά τους οι κλινικές μελέτες που διενεργούνται στη χώρα μας είναι συνήθως φάσης ΙΙ και ΙΙΙ και αφορούν διάφορες θεραπευτικές κατηγορίες, όπως ογκολογικές, αιματολογικές, καρδιολογικές, νευρολογικές, κατά λοιμώξεων κλπ.
2. Σε τι οφείλεται η αυξητική τους τάση;
Η αύξηση των κλινικών μελετών στη χώρα μας έχει οπωσδήποτε άμεση συνάρτηση με την άνθηση του ενδιαφέροντος για τη φαρμακευτική καινοτομία και την κλινική έρευνα τα τελευταία χρόνια, διεθνώς. Το ύψος των επενδύσεων της φαρμακευτικής βιομηχανίας για Έρευνα και Ανάπτυξη στην Ευρώπη, από 18 δις το 2000, υπερδιπλασιάστηκε φτάνοντας τα 44,5 δις ευρώ το 2022, ενώ σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA), σήμερα στην Ευρώπη εγκρίνονται πάνω από 4.000 νέες κλινικές δοκιμές κάθε χρόνο.
Την πρώτη θέση σε επενδύσεις Έρευνας και Ανάπτυξης την τελευταία εικοσαετία κατέχουν οι ΗΠΑ, με το ύψος των αντίστοιχων επενδύσεων σήμερα να ξεπερνά τα 70 δις ευρώ. Η Κίνα, επίσης, φαίνεται να μπαίνει δυναμικά στο τοπίο της κλινικής έρευνας και την τριετία 2018-2021 κατάφερε να βρίσκεται στην 3η θέση διεθνώς σε επενδύσεις έρευνας, αλλά και στην ανακάλυψη νέων μορίων.
Ο ισχυρός αυτός ανταγωνισμός για την προσέλκυση των παγκόσμιων επενδυτικών κεφαλαίων που είναι διαθέσιμα, αλλά και η απώλεια της ηγετικής θέσης που παραδοσιακά κατείχε η Ευρώπη στην έρευνα και ανάπτυξη νέων, καινοτόμων φαρμάκων, οδήγησε τα Ευρωπαϊκά θεσμικά και κανονιστικά όργανα στην θεσμοθέτηση του νέου Ευρωπαϊκού Κανονισμού 536/2014, με στόχο να προσφέρει ένα ελκυστικό και ευνοϊκό περιβάλλον για τη διεξαγωγή κλινικής έρευνας σε μεγάλη κλίμακα, με υψηλά πρότυπα δημόσιας διαφάνειας και ασφάλειας.
Η προετοιμασία των κρατών μελών για την εφαρμογή και την ορθή μετάβαση στον Κανονισμό, καθώς και η δημόσια πληροφόρηση για τους υψηλούς στόχους που αναμένεται να επιτευχθούν από την εφαρμογή του, συνέβαλλαν σίγουρα στην αναθέρμανση του επενδυτικού ενδιαφέροντος στην Ευρώπη και έδωσε μια νέα ορμή στον κλάδο για τα ευρωπαϊκά κράτη μέλη.
Στη χώρα μας, κατά την μεταβατική περίοδο από το 2019 μέχρι σήμερα, έγιναν αρκετά βήματα με στόχο την περαιτέρω ανάπτυξη της κλινικής έρευνας στη χώρα.
Σημείο εκκίνησης αποτέλεσε η ανοιχτή διαβούλευση όλων των εμπλεκόμενων στην κλινική έρευνα φορέων, που οδήγησε στη θεσμοθέτηση της επίσημης Ομάδας Εργασίας και σε υποβολή προτάσεων που συνέθεσαν το στρατηγικό σχεδιασμό για την ανάπτυξη των κλινικών μελετών στη χώρα. Επιπλέον, πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις καθώς και η θέσπιση επενδυτικών κινήτρων προς τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις, εκτιμούμε πως συνέβαλλαν σε ένα βαθμό στην αυξητική τάση που παρατηρείται από το 2019 έως και σήμερα.
Αυτή τη δυναμική όμως, πρέπει να τη διατηρήσουμε και να την ενισχύσουμε. Σε αυτό το κομβικό χρονικό σημείο, είναι κρίσιμο να προχωρήσουμε άμεσα στην υλοποίηση των επόμενων δράσεων που έχουν τεθεί στο στρατηγικό σχέδιο, να προχωρήσουμε σε διορθωτικές κινήσεις όπου απαιτείται, να διατηρήσουμε τον ανοιχτό διάλογο μεταξύ πολιτείας, δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, και να δεσμευθούμε σε ένα σταθερό, μακρόπνοο σχέδιο, προσανατολισμένο στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου, ελκυστικού, ανταγωνιστικού περιβάλλοντος για την διεξαγωγή κλινικής έρευνας στη χώρα.
3. Πόσο εύκολα εγκρίνονται οι κλινικές μελέτες στην Ελλάδα;
Μετά την πλήρη ενεργοποίηση της εφαρμογής του Νέου Κανονισμού της Ε.Ε. 536/2014, τα χρονοδιαγράμματα της διαδικασίας αξιολόγησης και έγκρισης μιας κλινικής μελέτης από τις ρυθμιστικές αρχές είναι πλέον κοινά και δεσμευτικά για όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Πιο συγκεκριμένα, από τις 31 Ιανουαρίου 2023, οι χορηγοί κλινικών δοκιμών υποβάλουν τις αιτήσεις τους αποκλειστικά μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος Κλινικών Δοκιμών (CTIS), το οποίο αποτελεί πλέον το μοναδικό, ενιαίο σημείο εισόδου υποβολής και εγκρίσεων όλων των νέων κλινικών δοκιμών που διεξάγονται στην Ε.Ε. Επιπλέον, οι χορηγοί έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν μια μόνο αίτηση μέσω του CTIS για διεξαγωγή μιας κλινικής δοκιμής ταυτόχρονα σε πολλά κράτη-μέλη, και σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού, η διαδικασία των εγκρίσεων θα πρέπει να ολοκληρώνεται εντός 60 ημερών από την υποβολή της αρχικής αίτησης.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, πως ο ρόλος των ρυθμιστικών αρχών ΕΟΦ και Εθνικής Επιτροπής Δεοντολογίας (ΕΕΔ) για την ορθή εφαρμογή του Κανονισμού στη χώρα είναι εξαιρετικά σημαντικός, και για την τήρηση των αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων και των απαιτήσεών του, είναι απαραίτητη η άμεση στελέχωση των δυο φορέων με επαρκές και κατάλληλα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό.
Πρέπει εδώ να αναφέρουμε πως, ενώ η διαδικασία της έγκρισης ορίζεται πλέον σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, η έναρξη της μελέτης σε ένα ερευνητικό κέντρο αφορά την κάθε χώρα ανεξάρτητα.
Η διαδικασία αυτή για τα Νοσοκομεία της χώρας αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα μεγάλο «αγκάθι» και η εκρίζωσή του μια μεγάλη πρόκληση. Οι πολύπλοκες και γραφειοκρατικές διαδικασίες, η εμπλοκή πολλών και διαφορετικών φορέων κατά την υλοποίηση και διαχείριση της μελέτης, τόσο στο επιστημονικό όσο και στο οικονομικό σκέλος της, η έλλειψη εξειδικευμένου και εκπαιδευμένου προσωπικού, οι συχνές αλλαγές των Διοικήσεων των νοσοκομείων, αλλά και η έλλειψη κινήτρων προς τις Διοικήσεις για την διενέργεια κλινικών μελετών, είναι παράγοντες που οδηγούν όχι μόνο σε μεγάλες καθυστερήσεις στη διεξαγωγή των μελετών, αλλά και σε χαμένες πιστώσεις για τα Νοσοκομεία.
Σημαντικό βήμα προς την επίλυση αυτών των ζητημάτων, ωστόσο, αποτελεί η δυνατότητα σύστασης αυτοτελούς τμήματος Κλινικών Μελετών στα Νοσοκομεία του ΕΣΥ που θεσμοθετήθηκε πρόσφατα με τον Ν. 5041/2023, θεσμοθέτηση η οποία αναμένεται να βοηθήσει ουσιαστικά στο στόχο της απλοποίησης και προτυποποίησης των διαδικασιών, στη μείωση της γραφειοκρατίας και στην επιτάχυνση των εγκρίσεων, ειδικά αν καταφέρουμε να δημιουργήσουμε ένα οικοσύστημα από νοσοκομεία «πιλότους» στην κλινική έρευνα, που θα αποτελέσουν και τον πυρήνα για την προτυποποίηση των σχετικών διαδικασιών.
Επιπλέον, η πρόσφατη ρύθμιση που αφορά τη δυνατότητα των νοσοκομείων του ΕΣΥ (ν. 4950/2022) να έχουν έσοδα από τη διεξαγωγή βιοϊατρικής έρευνας, καθ’ υπέρβαση του κρατικού προϋπολογισμού, αποτελεί ένα κίνητρο για τα νοσοκομεία να διεξάγουν κλινικές μελέτες. Τα νοσοκομεία θα μπορούν να διαθέσουν τους πόρους αυτούς για την προμήθεια νέου ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού ή την αναβάθμιση των υποδομών τους.
4. Τι νομοθετικές ρυθμίσεις πιστεύετε ότι πρέπει να γίνουν για τη διευκόλυνση των κλινικών μελετών και την εισροή πόρων, αλλά και την ενίσχυση του τομέα έρευνας στη χώρα;
Θα ξεκινήσω λέγοντας πως είναι απαραίτητη η συνολική αναβάθμιση και επικαιροποίηση του θεσμικού, ρυθμιστικού και νομικού πλαισίου των κλινικών μελετών στη χώρα, προκειμένου αφενός να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του Νέου Κανονισμού και αφετέρου να επιτρέψει τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου, σταθερού περιβάλλοντος διεξαγωγής κλινικών μελετών απαλλαγμένο από χρονοβόρες και γραφειοκρατικές διαδικασίες. Ένα τέτοιο σύγχρονο πλαίσιο θα διευκολύνει την γρήγορη και ομαλή διεξαγωγή των μελετών, θα βελτιώσει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και ασφαλώς θα ευνοήσει την προσέλκυση ξένων επενδύσεων για κλινική έρευνα στη χώρα.
Σχετικά με τις νομοθετικές παρεμβάσεις που εκκρεμούν και πρέπει να ολοκληρωθούν, θα αναφέρω την ανάγκη επικαιροποίησης της υπουργικής απόφασης περί διενέργειας κλινικών μελετών που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 2015/Β’/3-6-2019, με νέα υπουργική απόφαση η οποία θα ενσωματώνει την ολοκληρωμένη πρόταση της Ομάδας Εργασίας για την επίλυση των θεμάτων που προέκυψαν εθνικά στην εφαρμογή του Νέου Κανονισμού.
Εκκρεμεί και θα πρέπει να ολοκληρωθεί μέσω δημοσίευσης σχετικής υπουργικής απόφασης, η πρόταση που εξειδικεύει τις αρμοδιότητες και ρυθμίζει την οργάνωση και λειτουργία του Αυτοτελούς Τμήματος Κλινικών Μελετών, όπως ορίζεται στο άρθρο 83 του ν.5041/2023.
Τέλος, θα πρέπει να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση για την τροποποίηση της υπουργικής απόφασης για τις κλινικές μελέτες που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 4131/Β’ /22-12-2016 με σκοπό την αναθεώρηση και επικαιροποίησή του με θέματα όπως η διευθέτηση της κλινικής έρευνας ιατροτεχνολογικών προϊόντων, η επικαιροποίηση των προτύπων των συμβάσεων οικονομικής διαχείρισης, η επέκταση της νοσηλείας κατ’ οίκον και στην κλινική έρευνα και η ενσωμάτωση άρθρων για τη ρύθμιση του πλαισίου διεξαγωγής αποκεντρωμένων κλινικών μελετών στην Ελλάδα.
5. Με ποιες διαδικασίες προστατεύονται οι ασθενείς που μετέχουν σε κλινικές μελέτες;
Η ασφάλεια και η προστασία των ασθενών που συμμετέχουν σε κλινικές μελέτες είναι απολύτως διασφαλισμένη, από ένα πλέγμα αυστηρών κανόνων, νόμων και προτύπων που ισχύουν σε όλη την ΕΕ, και ρυθμίζουν τη διεξαγωγή αξιόπιστων και έγκυρων κλινικών δοκιμών, με πρώτιστο μέλημα την προστασία και το σεβασμό των δικαιωμάτων, της ασφάλειας, της αξιοπρέπειας και της ποιότητας ζωής των ασθενών που συμμετέχουν σε αυτές.
Για να ξεκινήσει μια κλινική δοκιμή, απαιτείται καταρχάς η θετική γνωμοδότηση από την ανεξάρτητη Εθνική Επιτροπή Δεοντολογίας της χώρας στην οποία διεξάγεται, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η μελέτη είναι επιστημονικά έγκυρη, ηθικά και δεοντολογικά ορθή και ότι τηρούνται οι κατάλληλες διαδικασίες για την προστασία των δικαιωμάτων των ασθενών. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Εθνική Επιτροπή Δεοντολογίας συμμετέχει εκπρόσωπος των ασθενών, ενώ η εθνική ρυθμιστική αρχή κάθε χώρας χορηγεί την άδεια διεξαγωγής της κλινικής δοκιμής μόνο κατόπιν θετικής γνωμοδότησης της Επιτροπής Δεοντολογίας.
Επιπλέον, οι ασθενείς που συμμετέχουν σε μια κλινική δοκιμή, πρέπει να ενημερωθούν αναλυτικά, πριν δώσουν την έγγραφή συγκατάθεσή τους για την ένταξή τους σε αυτή. Πρέπει να λάβουν λεπτομερείς πληροφορίες σε σχέση με το σκοπό της μελέτης, τις διαδικασίες που θα ακολουθήσουν, τους πιθανούς κινδύνους και τα οφέλη, αλλά και τα δικαιώματά τους.
Φυσικά, η συμμετοχή σε μια κλινική μελέτη είναι εντελώς εθελοντική, οι ασθενείς έχουν το δικαίωμα να κάνουν ερωτήσεις και μπορούν να αποχωρήσουν ανά πάσα στιγμή, χωρίς να επηρεάζεται σε τίποτα η τακτική ιατρική τους περίθαλψη.
Σε σχέση με την προστασία της υγείας και της ποιότητας ζωής τους, που είναι και το πλέον κρίσιμο ζητούμενο, οι συμμετέχοντες λαμβάνουν στενή ιατρική παρακολούθηση καθ’ όλη τη διάρκεια της δοκιμής. Για το λόγο αυτό εξάλλου, υπογράφεται και σχετική σύμβαση ασφάλισης πριν την έναρξη της μελέτης, η οποία κοινοποιείται στον ΕΟΦ στο πλαίσιο της εγκριτικής διαδικασίας. Ταυτόχρονα, οι ερευνητές έχουν σε στενή επιτήρηση τους ασθενείς που συμμετέχουν σε κλινική μελέτη, κάνουν συνεχείς αξιολογήσεις για την πορεία της υγείας τους και παρακολουθούν στενά τυχόν παρενέργειες ή αλλαγές στην κατάσταση της υγείας τους.