Γεμάτο προκλήσεις έχει ξεκινήσει για την Κίνα το 2024 για την Κίνα, όπου συσσωρεύονται συνεχώς προβλήματα από εσωγενείς και εξωγενείς παράγοντες. Οι προκλήσεις αυτές εκδηλώνονται περισσότερο το τελευταίο διάστημα με έντονη πτώση στα μεγάλα χρηματιστήρια της χώρας, αυξάνοντας κι άλλο τις προκλήσεις για τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ και το επιτελείο του.

Βασικό πρόβλημα είναι ότι οι συνεχώς αυξανόμενες ανησυχίες προκαλούν βουτιά σε καταναλωτική και επιχειρηματική εμπιστοσύνη, που σε συνδυασμό με τα συνεχιζόμενα προβλήματα στην αγορά ακινήτων προκαλούν ντόμινο και σε άλλους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας.

Κίνα: Χρονιά εδραίωσης της οικονομικής ανάκαμψης το 2024, λέει ο Σι Τζινπίνγκ

Το άνοιγμα της οικονομίας μετά την πανδημία Covid19 δεν πήγε όπως το περίμενε το Πεκίνο, με την κατανάλωση και την εμπιστοσύνη ιδιωτών κι επιχειρήσεων να δοκιμάζονται συνεχώς από σειρά παραγόντων:

-Η αγορά των ακινήτων εξακολουθεί να περνά κρίση μετά τις προσπάθειες εξορθολογισμού του άκρατου δανεισμού από την κυβέρνηση που οδήγησε πολλές εταιρείες του κλάδου βαθιά στο κόκκινο. Πολλές από τις τιμές κατοικιών κι εμπορικών ακινήτων καταγράφουν πτώση.

-Όλο το σύστημα αυτό των ακινήτων χρηματοδοτούνταν μέχρι τώρα από ένα αναποτελεσματικό τραπεζικό σύστημα, όπως το χαρακτηρίζουν αναλυτές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου όπως ο Eswar Prasad, καθηγητής στο Dyson School του Cornell University και στέλεχος του Brookings Institution.

-Τα εσωτερικά επίπεδα χρέους έχουν αυξηθεί σημαντικά και συνεχίζονται να αυξάνονται αναγκάζοντας την κυβέρνηση να στρέφεται προς μέτρα στήριξης.

-Η παγκόσμιες γεωπολιτικές συνθήκες έχουν ανεβάσει σημαντικά (και) το κόστος της ενέργειας σε μια χώρα με τεράστια βιομηχανία και ανάλογες ανάγκες.

-Το εργατικό δυναμικό μειώνεται και το Πεκίνο καταβάλλει προσπάθεια να πείσει περισσότερες οικογένειες να κάνουν περισσότερα παιδιά –στόχος που είναι αμφίβολο εάν θα επιτευχθεί εν μέσω της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης.

-Η ανεργία και ειδικά η ανεργία των νέων αυξάνεται. Τα επίσημα στοιχεία κάνουν λόγο για ανεργία 5% στα αστικά κέντρα. Τον Ιούνιο η ανεργία των νέων είχε φτάσει το 21,3%, ποσό πολύ υψηλό για οικονομία που αναπτύσσεται με ρυθμούς της τάξης του 5% περίπου σε ετήσια βάση. Τον προηγούμενο μήνα η κυβέρνηση άλλαξε τη μεθοδολογία μέτρησης της ανεργίας των νέων, εξαιρώντας τους φοιτητές. Για τους νέους με ηλικία από 16 έως 24 η ανεργία που ανακοινώθηκε το Δεκέμβριο έφτανε το 14,9%.

-Τα χρηματιστήρια στη Σαγκάη, το Σενζέν και το Χονγκ Κονγκ έχουν κάνει βουτιά χάνοντας 6 τρις δολάρια σε κεφαλαιοποίηση το τελευταίο διάστημα με αποτέλεσμα να έχουν επιτρέψει πίσω στα επίπεδα του 2020. Το ξεπούλημα στις αγορές δημιουργεί τον κίνδυνο για νέο φρένο στις καταναλωτικές δαπάνες και τις επενδύσεις, αυξάνοντας κι άλλο τα προβλήματα της οικονομίας.

-Η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε μεγάλη εμπορική κόντρα με χώρες της Δύσης, ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον φοβάται την αύξηση της επιρροής της Κίνας σε παγκόσμιο επίπεδο και έχει επιβάλλει μεγάλους περιορισμούς σε μεταφορά τεχνολογίας, αν και το Πεκίνο έχει λάβει τα δικά του ισχυρά μέτρα για να πετύχει αυτάρκεια σε πολλούς κλάδους.

Το Πεκίνο πάντως δεν κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια και ιστορικά έχει δείξει ότι είναι έτοιμο να αναλάβει άμεσα δράση εάν αυτό κριθεί απαραίτητο. Επίσης η χώρα έχει τεράστια συναλλαγματικά και άλλα αποθέματα που μπορεί να χρησιμοποιήσει για την τόνωση της οικονομίας.

Όπως σχολιάζει ο Eswar Prasad σε σχόλιό του στην ιστοσελίδα του ΔΝΤ, «η κινεζική κυβέρνηση έχει επιδείξει μια απίστευτη ικανότητα να διαχειρίζεται τις σοβαρές οικονομικές και χρηματοοικονομικές πιέσεις που έχουν δημιουργηθεί από το εξαιρετικά αναποτελεσματικό και επικίνδυνο μοντέλο ανάπτυξης που είχε υιοθετήσει». Η αναφορά στο μοντέλο ανάπτυξης αφορά τις προσπάθειες του Πεκίνο να βασίζει την ανάπτυξη στην εσωτερική κατανάλωση και όχι στις εξαγωγές όπως γινόταν παλιότερα.

Σε πολλές περιπτώσεις, η κυβέρνηση έχει οδηγήσει την οικονομία μακριά από -φαινομενικά αναπόφευκτες- προοπτικές τραπεζικής κρίσης, υποτίμησης του νομίσματος και κατάρρευσης της αγοράς κατοικίας, εκτιμά ο ίδιος.

«Ωστόσο, καθεμία από αυτές τις παρ’ ολίγον αστοχίες έχει απαιτήσει ένα τίμημα: τεράστια συσσώρευση εσωτερικού χρέους, απώλεια 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων σε συναλλαγματικά αποθέματα κατά την περίοδο 2015–16 και εξαιρετικά ασταθείς τιμές μετοχών, ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων», σημειώνει.

Ο Prasard εκτιμά ότι το Πεκίνο αντιμετωπίζει τώρα σειρά από διλήμματα πολιτικής: πώς να συνεχίσει να μειώνει το χρέος διατηρώντας παράλληλα την ανάπτυξη. Πώς να μειώσει την ενεργοβόρα παραγωγή την ώρα η οικονομία συνεχίζει να βασίζεται στη βαριά βιομηχανία. Πώς να κάνει τις αγορές να έχουν χρηματοοικονομική πειθαρχία την ώρα που η κυβέρνηση θέλει να διατηρεί κρατικό έλεγχο. Πώς να περιοριστεί η ανισότητα πλούτου την ώρα που η χώρα βασίζεται στον ιδιωτικό τομέα για τη δημιουργία περισσότερου πλούτου. Πως να ενθαρρυνθεί η καινοτομία στον ιδιωτικού τομέα, με παράλληλους αυστηρούς ελέγχους στο επιχειρείν και ειδικά στην τεχνολογία.

Εάν όμως το Πεκίνο παίξει σωστά τα χαρτιά του, σχολιάζει ο ίδιος, θα μπορούσε να οραματιστεί ένα πιο ευνοϊκό μέλλον για την κινεζική οικονομία – με πιο χαμηλή μεν ανάπτυξη, που θα είναι όμως πιο βιώσιμη από οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική προοπτική.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή