Σημαντική παραμένει η απόσταση της Ελλάδας σε σχέση με την Ευρώπη αναφορικά με τις επενδύσεις. Σύμφωνα με ειδική ανάλυση του ΙΟΒΕ, η οποία αναφέρεται στο επενδυτικό κενό της ελληνικής οικονομίας δείχνει ότι έχει υπάρξει μια σχετική βελτίωση, τονίζοντας, ωστόσο, πως πρέπει να υπάρξει επιτάχυνση προκειμένου να καλυφθεί αυτή η απόσταση. Παράλληλα, προκύπτει ότι η χώρα μας έχει κάνει περισσότερα βήματα αναφορικά με τις επενδύσεις πλην αυτών που αφορούν τα ακίνητα.
Ουσιαστικά, το μερίδιο του μηχανολογικού και μεταφορικού εξοπλισμού ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει ανακάμψει ταχύτερα σε σύγκριση με το αντίστοιχο το οποίο αφορά τις κατασκευές. Ακόμη, το 2023 το ποσοστό επενδύσεων αναλογικά με την Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία κάθε τομέα, είναι υψηλότερο στις δημόσιες υπηρεσίες, ακολουθούμενο από τη Βιομηχανία, τους επαγγελματίες και τέλος υπηρεσίες όπως το εμπόριο, οι μεταφορές και ο τουρισμός.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας εξέφρασε τον προβληματισμό για την πορεία των επενδύσεων. Όπως ο ίδιος εξήγησε, κατά το πρώτο τρίμηνο σημειώθηκε ρυθμός ανάπτυξης 2,2%, ωστόσο, αυτό που είναι ανησυχητικό αφορά τη μεταβολή από τρίμηνο σε τρίμηνο, η οποία είναι μηδενική. Παράλληλα, ο ίδιος εκδήλωσε την ανησυχία του και σε σχέση με τη μείωση κατά 3,2% των παγίων επενδύσεων, η οποία καταγράφηκε το πρώτο τρίμηνο του 2025. «Αν αυτή είναι τάση, τότε είναι πολύ ανησυχητικό. Αλλιώς θα πρέπει να το δούμε που οφείλεται», σημείωσε ο ίδιος.
Όπως δείχνει η ειδική μελέτη του ΙΟΒΕ, η Ελλάδα κατέγραφε συνολικό ποσοστό παγίων επενδύσεων (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου προς ΑΕΠ) εφάμιλλο του μέσου όρου της ΕΕ την περίοδο 1995-2009.
Σε αντίθεση, κατά την περίοδο 2010-2024, το ποσοστό αυτό υπολείπεται συστηματικά, συσσωρεύοντας «επενδυτικό κενό», το οποίο σταδιακά συρρικνώνεται στην μετά την πανδημία εποχή.
Το επενδυτικό κενό
Μελετώντας τη διάρθρωση των επενδύσεων αναδεικνύεται ότι το κενό μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης και η τάση ανάκτησής του διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τομέα και τον τύπο των επενδύσεων.
Μετά την πανδημία, η Ελλάδα ανέκτησε μέρος του επενδυτικού κενού που καταγράφηκε την περίοδο της κρίσης, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου των παγίων επενδύσεων κατά 12% την περίοδο 2021-2024.
Ο λόγος των παγίων επενδύσεων προς ΑΕΠ ξεπέρασε το 15% το 2024, από 11% το 2019 και στην περιοχή του 25% πριν την κρίση (με κορύφωση το 2000). Το ποσοστό αυτό παραμένει σημαντικά χαμηλότερο, σε σύγκριση με τον μέσο όρο στην Ευρώπη, που κυμαίνεται συστηματικά μεταξύ 21% και 22% στην μετά-πανδημίας εποχή.

Ο ρόλος των ακινήτων
Το υψηλό επενδυτικό ποσοστό της ελληνικής οικονομίας στην προ-κρίσης εποχή στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στο υψηλό ποσοστό επενδύσεων σε κατασκευές (περί το 15%), συμπεριλαμβανομένων των νέων κατοικιών (περί το 9%), συστηματικά υψηλότερα από τον μέσο όρο στην ΕΕ27 (περί το 12% και 6% αντίστοιχα). Αντιθέτως, το ποσοστό επενδύσεων χωρίς τις κατασκευές (περί το 8%) υπολειπόταν συστηματικά του μέσου όρου στην ΕΕ (περί το 10%).
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ως προς την εξέλιξη στα μερίδια των συνιστωσών των επενδύσεων, παρατηρείται ότι οι κατοικίες και κατασκευές παραδοσιακά απάρτιζαν το μεγαλύτερο μερίδιο των παγίων επενδύσεων, άνω του 50% συστηματικά για την περίοδο έως και το 2013, με το μερίδιο να μειώνεται την περίοδο της κρίσης, έως και το 1/3 το 2020, με μικρή ανάκαμψη την τελευταία διετία, στο 37% το 2024.

Παράλληλα, το μερίδιο του μηχανολογικού και μεταφορικού εξοπλισμού ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει ανακάμψει ταχύτερα ήδη κοντά στα πρό-κρίσης επίπεδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε 7,3% το 2024, από το ιστορικά χαμηλό 3,3% το 2013 και κοντά στο ιστορικά υψηλό 8% το 2008.
Οι επιμέρους τομείς
Εστιάζοντας σε επιλεγμένους τομείς δραστηριότητας που έχουν ειδικό βάρος στην ελληνική οικονομία, παρατηρείται για το 2023 (πλέον πρόσφατο έτος με διαθέσιμα στοιχεία) ότι το ποσοστό επενδύσεων αναλογικά με την Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) κάθε τομέα, είναι υψηλότερο στις δημόσιες υπηρεσίες, ακολουθούμενο από τη Βιομηχανία, τους επαγγελματίες και τέλος υπηρεσίες όπως το εμπόριο, οι μεταφορές και ο τουρισμός.

Σε σύγκριση με τον μέσο όρο στην Ευρώπη, παρατηρείται ότι το ετήσιο κενό επενδύσεων παραμένει σημαντικό στη Βιομηχανία και τις υπηρεσίες εμπορίου-μεταφορών-τουρισμού, περί τις 5 π.μ. της ΑΠΑ κάθε τομέα, ενώ έχει εξαλειφθεί στις δημόσιες υπηρεσίες, όπου καταγράφεται και υψηλότερη ετήσια επίδοση.
Συμπερασματικά, το επενδυτικό κενό στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας σε σύγκριση με την Ευρωπαϊκή ξεκίνησε μεν να συσσωρεύεται το 2010, ωστόσο προϋπήρχε από πριν την ένταξη στο ευρώ, στους περισσότερους τομείς της οικονομίας εξαιρώντας τον κλάδο των κατασκευών.
Η ανάκτηση του επενδυτικού κενού της ελληνικής οικονομίας γίνεται σταδιακά και με αυξανόμενη συνεισφορά του κλάδου της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, για τους οποίους ωστόσο η απόσταση από τον μέσο όρο στην Ευρώπη παραμένει σημαντική και η ταχύτερη σύγκλιση επιτακτική.