Μια από τις πρώτες κινήσεις που είχε κάνει ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του το καλοκαίρι του 2019, ήταν να ανοίξει το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων. Ενα μήνα μετά τις εκλογές είχε αποστείλει επιστολή στον τότε επίτροπο Πιερ Μοσκοβισί ζητώντας να ανοίξει το θέμα με αφορμή τη βελτίωση της αγοράς ομολόγων που άλλαζε προς το καλύτερο τους υπολογισμούς για το χρέος. Το ελληνικό επιχείρημα ήταν ότι η πορεία των ομολόγων στις νέες εκδόσεις του 2019 ήταν πολύ καλύτερη από αυτή που είχε υπολογιστεί το 2017-2018, στην τότε ανάλυση (που φτάνει έως το 2060). Το τότε ελληνικό αίτημα δεν πρόλαβε να εξετασθεί από τη νέα Κομισιόν και παραπέμφθηκε στις… πανδημικές καλένδες.

Το τότε ελληνικό επιχείρημα, σήμερα όμως είναι ακόμα πιο δυνατό και ακόμα πιο επίκαιρο. Τα ομόλογα έχουν υποχωρήσει σε αρνητικά πλέον επίπεδα. Η στρατηγική του 2019 παραμένει ζωντανή. Επιπλέον, μπορεί να υπήρξε το πισωγύρισμα της πανδημίας ωστόσο οι ρυθμοί ανάπτυξης που προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Πολιτικής είναι σε βάθος 4ετίας υψηλότεροι από αυτούς του 2019, παρά το γεγονός ότι για το 2021 η κυβέρνηση επιμένει στο συντηρητικό 3,6% (έναντι άνω του 5% που προβλέπουν όλοι οι οίκοι). Σε αυτή την συζήτηση πρέπει να προστεθεί ότι σχεδόν με τη λήξη της πανδημικής περιόδου χάριτος που έχει δοθεί σε όλες τις χώρες έως τα τέλη του 2022, λήγει και η 4ετής περίοδος μεταμνημονιακής εποπτείας και των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξεως του 3,5%. Η πρόβλεψη του 2018, ήταν ότι από το 2023 και μετά τα πρωτογενή πλεονάσματα έπρεπε να φτάνουν ετησίως στο 2,2%. Πλέον ακόμα και το 2,2% δείχνει διαπραγματεύσιμο προς τα κάτω, ειδικά όσο ενισχύεται η συζήτηση για αναθεώρηση του συμφώνου σταθερότητας.

Τι σημαίνει αυτό το νέο σκηνικό που διαμορφώνεται; Πρώτα από όλα, η Ελλάδα θα μπορεί μέσα στην επόμενη διετία να αφήσει πίσω της όσα την κρατούσαν δέσμια. Ενα πολύ κακό μείγμα περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκε για χρόνια και επιχειρείται να ανατραπεί την τελευταία διετία, αλλά και τις αυθαίρετες γραφειοκρατικές τριμηνιαίες εκτιμήσεις και ελέγχους.

Το ακόμα σημαντικότερο είναι ότι θα επιτρέψει στην ελληνική οικονομία να «αλλάξει» τον τρόπο που δουλεύει. Από μια οικονομία πολλών φόρων και εισφορών σε μια οικονομία όπου η φορολογική πολιτική θα δίνει κίνητρα για νέες επενδύσεις, για καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.

Το Μεσοπρόθεσμο που κατέθεσε στη Βουλή η κυβέρνηση έδειξε τις προθέσεις της. Φανέρωσε και τη στρατηγική που κινείται στο πλαίσιο της επιστολής του 2019. Τι λέει εμμέσως στην Κομισιόν, «μπορώ να πετύχω πρωτογενές πλεόνασμα 2% το 2023, 2,8% το 2024 και 3,7% το 2025, αλλά το σχέδιό μου είναι να τα χρησιμοποιήσω σε φοροελαφρύνσεις». Δεν το κρύβουν στο οικονομικό επιτελείο ότι θέλουν να μειώσουν όσο γίνεται το κρατικό βάρος στη μισθωτή εργασία, αλλά κοιτούν και άλλους φόρους. Οπως τη μείωση του ΦΠΑ κατά 2 μονάδες, στην κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και την περαιτέρω μείωση κατά 8% του ΕΝΦΙΑ και βέβαια τη μονιμοποίηση της μηδενικής εισφοράς αλληλεγγύης.

Με αυτά τα επιχειρήματα θέλει να προσέλθει η κυβέρνηση στη νέα συζήτηση που εκ των πραγμάτων έχει ανοίξει για το χρέος και μαζί ξεκλειδώνει ένα μέλλον με λιγότερους φόρους και μεγαλύτερο καθαρό όφελος τόσο από την εργασία όσο και από την επιχειρηματική δραστηριότητα.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion