Ακούω και διαβάζω με πολύ ενδιαφέρον τις συζητήσεις σχετικά με τις βάσεις εισαγωγής σε σχολές των Ελληνικών Πανεπιστημίων, και βέβαια την κοινή παρατήρηση ότι ίδιες σχολές σε διαφορετικά Πανεπιστήμια διαφέρουν ριζικά ως προς τα μόρια με τα οποία εισάγονται οι υποψήφιοι. Μου θυμίζει παλαιότερα χρόνια, τη δεκαετία του 1990, όταν ήμουν λέκτορας νομικής σε δύο Πανεπιστήμια της Μ. Βρετανίας. Η εμπειρία μου αυτή μου έμαθε ότι τέτοιου είδους «ευτράπελα» χρειάζονται πολιτική και όχι εκπαιδευτική λύση.
Αυτό που παρατηρήθηκε στην Αγγλία κατά την δεκαετία του 1990 ήταν ότι πρωτοετείς φοιτητές σε τμήματα που δίδασκα, είχαν πολύ χαμηλό εκπαιδευτικά επίπεδό, πράγμα που οδηγούσε σε αποτυχία να προαχθούν που έφτανε το 50% στις εξετάσεις των σχετικών πρωτοετών τμημάτων: κάτι ανήκουστο για Αγγλικά Πανεπιστήμια και ιδιαίτερα για την Νομική Σχολή όπου και δίδασκα. Καθώς υπήρχε ποιοτικός έλεγχος και Πανεπιστημιακή αξιολόγηση τμημάτων και διδασκόντων, η αντίδραση και η έρευνα της Ακαδημαϊκής κοινότητας για το φαινόμενο ήταν σχετικά άμεσες. Αυτό που συνέβαινε ήταν ότι η Βρετανική κυβέρνηση της εποχής εκείνης, είχε αρχίσει ένα καινούργιο σύστημα χρηματοδότησης των δημοσίων Πανεπιστημίων (δηλαδή όλων, καθώς δεν υπήρχαν «ιδιωτικά» Πανεπιστήμια στην Αγγλία) βασισμένο στον αριθμό εισακτέων φοιτητών κάθε σχολής/τμήματος, και όχι φοιτούντων ή/και αποφοιτούντων!
Πολλά Πανεπιστήμια, από την άλλη, λόγω της χαμηλής χρηματοδότησής τους στο παρελθόν, είδαν σαν «ευκαιρία» το καινούργιο σύστημα, απαιτώντας χαμηλότερη βαθμολογία στις Εθνικές Βρετανικές Εξετάσεις (A’ Levels) για εισαγωγή σε σχολές/τμήματα που δεν είχαν υψηλή ζήτηση, ή ακόμη δημιουργώντας καινούργια τμήματα, με σκοπό την υψηλή χρηματοδότησή τους στο πολύ εγγύς μέλλον!
Βλέπετε λοιπόν, ότι αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα, και εννοώ τις διαφοροποιήσεις μεταξύ ιδίων σχολών σε διαφορετικά Πανεπιστήμια, δεν είναι ένα αποκλειστικά Ελληνικό φαινόμενο, παρότι υπάρχουν ορισμένες ιδιαιτερότητες (και απλουστεύσεις) στην σύγκριση που μόλις έκανα.
Η παρέμβαση της Πολιτείας χρειάστηκε τότε ώστε να αποφευχθεί επανάληψη του φαινομένου.
Το ίδιο θα πρέπει να συμβεί και στο Ελληνικό σύστημα εισαγωγής, δηλαδή η παρέμβαση της Πολιτείας. Απλή κοινή λογική πρέπει να διέπει τις αλλαγές.
Βεβαίως υπάρχουν πολλές πτυχές και πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν μία τέτοια παρέμβαση, όπως η ακαδημαϊκή/πανεπιστημιακή αριστεία, η μελλοντική επαγγελματική αποκατάσταση, η οικονομική ενίσχυση των φοιτητών που προτιμούν σχολές εκτός των μεγαλουπόλεων, κλπ.
Ακόμη και αν το Μαθηματικό Τμήμα Σάμου υπερτερούσε ακαδημαϊκά των άλλων Μαθηματικών Σχολών της Ελλάδος, χωρίς μία οικονομική ενίσχυση προς τους φοιτητές που θα το προτιμούσαν, το μέλλον της Σχολής θα ήταν προδιαγεγραμμένο, καθώς για οικονομικούς λόγους οι περισσότεροι υποψήφιοι, και ιδιαιτέρως οι αριστούχοι υποψήφιοι, δεν θα το προτιμούσαν. Το ίδιο ισχύει και για άλλες Σχολές/Τμήματα που υπάρχουν στην επαρχία.
Δεδομένου ότι οι περισσότεροι υποψήφιοι κατοικούν στα δύο-τρία μεγάλα αστικά κέντρα, θα πρέπει:
(α) οι Σχολές/Τμήματα να βρίσκονται μέσα σε αυτά τα αστικά κέντρα, πράγμα όχι τόσο εφικτό, ή
(β) οι υποψήφιοι φοιτητές που κατοικούν στα αστικά αυτά κέντρα και επιλέγουν Σχολές/Τμήματα σε άλλες τοποθεσίες να ενισχύονται οικονομικά για την μετακίνηση, διαμονή και επισίτισή τους κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.
Η πρόταση (β) συνάδει και με την ψυχολογία των νέων ενηλίκων, οι οποίοι θέλουν να ανοίξουν τα φτερά τους μακριά από το οικογενειακό «έλεγχο» και περιβάλλον. Κάτι δεδομένο στις χώρες της Ευρώπης, όπως η Αγγλία, όπου και έχει διαπιστωθεί ότι οι νέοι προτιμούν να εισαχθούν σε Πανεπιστήμια σε άλλες πόλεις απ’ όπου μεγάλωσαν και κατοικούν.
Περαιτέρω, η πρόταση (β) θα είναι πολύ πιο δίκαιη για την ακαδημαϊκή αξιολόγηση των Ελληνικών Πανεπιστημίων, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, καθώς θα συνεπάγεται μία πιο ισορροπημένη κατανομή των φοιτητών και των οικονομικών πόρων.
Για όλα τα παραπάνω αναφερόμενα, χρειάζεται παρέμβαση της Πολιτείας, και όχι μεμονωμένες ενέργειες είτε των τοπικών Πανεπιστημίων, είτε των τοπικών κοινωνιών της Ελληνικής επαρχίας, είτε θυσίες των οικογενειών των υποψηφίων……
Ο Νικόλαος Σ. Κουλάδης είναι Δικηγόρος (solicitor) Αγγλίας, διδάκτωρ Εμπορικού Δικαίου Πανεπιστημίου Southampton Μ. Βρετανίας. Καθηγητής Αστικού και Εμπορικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Southampton Solent από το 1999 μέχρι το 2005.
Latest News
Ψηφιακή έκδοση και διαβίβαση παραστατικών διακίνησης (ΣΤ’ Μέρος)
Τύποι παραστατικών ψηφιακής παρακολούθησης διακίνησης αγαθών
Οι διεθνείς οργανισμοί απέναντι στο «America First 2.0»
Οι νέες συνθήκες και το δόγμα America First
Αθλητές της παραγωγής Redux
Τι αφορά το αντικίνητρο της υψηλής φορολογίας της ειδικευμένης μισθωτής εργασίας
Η αναγκαιότητα της Ελεγκτικής του Δημοσίου και τα σύγχρονα εργαλεία ορθολογικής διαχείρισης του δημοσίου χρήματος
Η Ελεγκτική του Δημοσίου αποτελεί «θεμέλιο λίθο» στο πλαίσιο της σύγχρονης δημοσιονομικής διαχείρισης,
Τα ελληνικά ομόλογα... αλλάζουν πίστα - Η αναβάθμιση της Scope και η απόδοση του 10ετούς
Πώς φθάσαμε στην αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου από τη Scope Ratings - Τα ελληνικά ομόλογα αλλάζουν επίπεδο
Πότε θα καταβληθεί το δώρο Χριστουγέννων - Πόσα χρήματα θα πάρετε [παραδείγματα]
Το δώρο Χριστουγέννων πρέπει να καταβληθεί μέχρι 21 Δεκεμβρίου 2024 και η μη καταβολή του διώκεται ποινικά
Η προφητεία των 100 χιλιάδων δολαρίων στο Bitcoin ανοίγει την όρεξη για το Ethereum
Το επενδυτικό κλίμα παραμένει καλό σε παγκόσμιο επίπεδο και επιτρέπει ανάληψη πιο ριψοκίνδυνων θέσεων, όπως σε διάφορα κρυπτονομίσματα.
Ψηφιακή πλατφόρμα για τα οχήματα myCAR – Άρση ακινησίας
Προϋποθέσεις – Τέλη Κυκλοφορίας και Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο
Κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις και συντάξεις
Mε διαφορετικούς όρους κρατικής παρέμβασης παρατείνεται η μνημονιακή κατάργηση (Φεβρουάριος 2012) της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) που καθόριζε στην Ελλάδα επί δεκαετίες τον κατώτατο μισθό
Η Συμβολή του Daniel Kahneman στη Συμπεριφορική Χρηματοοικονομική
Ο Daniel Kahneman, μαζί με τον Amos Tversky, θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της συμπεριφορικής χρηματοοικονομικής