Κάθε χώρα έχει τις στιγμές που σφραγίζουν την ιστορία της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση. Στην περίπτωσή τους, μάλιστα, καθώς είναι μια – η μοναδική – παγκόσμια υπερδύναμη, αυτές οι στιγμές σφραγίζουν ολόκληρο τον πλανήτη.

Έτσι, η είσοδός τους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η απόβαση στην κατεχόμενη Ευρώπη και το διπλό πυρηνικό πλήγμα στην Ιαπωνία κατέστησαν τις ΗΠΑ μια αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη, που έπαιρνε τη σκυτάλη της ηγεσίας της Δύσης από την παρακμάζουσα Βρετανική Αυτοκρατορία.

Ψυχρός Πόλεμος και Pax Americana

Πολύ αργότερα, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το οποίο ολοκληρώθηκε με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ στις 25-26 Δεκεμβρίου 1991, σηματοδοτήθηκε η αρχή μιας περιόδου παγκόσμιας παντοδυναμίας των ΗΠΑ, σε όλα τα επίπεδα: Την οικονομία και την πολιτική, την ιδεολογία και τον πολιτισμό.

Η τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους και το Πεντάγωνο, σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, σήμανε την έναρξη της εποχής του φόβου στη χώρα, καθώς αποδείχθηκε ότι δεν είναι άτρωτη, ούτε καν στην «καρδιά» της.

Οι στρατιωτικές εισβολές στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, το 2001 και το 2003, αποτέλεσαν λιγότερο μια αναγκαία απάντηση απέναντι σε αυτές τις επιθέσεις και περισσότερο την κορύφωση της προσπάθειας να κατοχυρωθεί δια της βίας η Pax Americana στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη.

Οι μύθοι του αήττητου και των αέναων κερδών

Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, τον Αύγουστο του 2021, η άτακτη αποχώρηση των τελευταίων αμερικανικών στρατευμάτων από την Καμπούλ και η άνευ όρων παράδοσή της στους Ταλιμπάν σφράγισε το τέλος της παγκόσμιας στρατιωτικής ηγεμονίας των ΗΠΑ και κατέρριψε τον μύθο του αήττητου που είχε οικοδομηθεί.

Στην οικονομία, επίσης, το σκάσιμο της «φούσκας» των αποκαλούμενων dot.com, δηλαδή των μετοχών των εταιρειών νέας τεχνολογίας, το 2000, αποτέλεσε το πρελούδιο για τα όσα θα ακολουθούσαν, αναδεικνύοντας τους κινδύνους του καπιταλισμού-καζίνο που είχε κυριαρχήσει στις ΗΠΑ και πολλές άλλες αγορές.

Το Σεπτέμβριο του 2008, με την κατάρρευση της Lehman Brothers και το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, με αφορμή το «κραχ» στα ενυπόθηκα δάνεια, έκανε πολλούς να κάνουν ευθέως συγκρίσεις με το 1929 και την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης και των πολέμων που ακολούθησε.

Κατά τον ίδιο τρόπο, τα πρωτόγνωρα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021, με την εισβολή στον «ναό» της αμερικανικής δημοκρατίας, το Καπιτώλιο, έδωσαν ένα δραματικό τέλος στην πιο αμφιλεγόμενη προεδρική θητεία στην ιστορία της χώρας, αυτή του Ντόναλντ Τραμπ.

Ο εχθρός μέσα τους

Σήμερα, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ενός έτους από εκείνη την «αποφράδα ημέρα», όλα δείχνουν ότι ενώ το Καπιτώλιο δύσκολα πια θα απειληθεί από εξωτερικούς εισβολείς όπως ο «σαμάνος του QAnon», δεν αποκλείεται να απειληθεί με άλωση εκ των έσω. Άλλωστε, ολοένα περισσότεροι παραδέχονται πως αυτό που πραγματικά κινδυνεύει σήμερα στις ΗΠΑ δεν είναι το σύμβολο της δημοκρατίας τους, αλλά η ίδια η δημοκρατία!

«Οι Αμερικανοί είναι ανήσυχοι για τη σταθερότητα της δημοκρατίας τους. Σχεδόν το 40% των πολιτικά ενεργών δηλώνει πως τα μέλη του αντίπαλου στρατοπέδου είναι διαβολικά. Το 60% πιστεύει πως συνιστούν απειλή για τη χώρα. Πάνω από το 80% θεωρεί ότι το σύστημα χρειάζεται σημαντικές αλλαγές ή πλήρη μεταρρύθμιση», γράφει χαρακτηριστικά ο Economist στο πρώτο τεύχος της νέας χρονιάς.

«Στον χρόνο που μεσολάβησε από τις ταραχές της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο, η Αμερική δείχνει αν έχει χάσει τις άγκυρές της. Δεν υπάρχει ενιαία εμπιστοσύνη στους θεσμούς ή τον αρχιστράτηγό της. Ή μήπως δεν σημαίνει τίποτα το γεγονός ότι το 71% των ψηφοφόρων των Ρεπουμπλικάνων, σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση των YouGov/UMass, πιστεύει πως συντελέστηκε κλοπή στις εκλογές και ο Μπάιντεν είναι ένας παράνομος πρόεδρος;», σημείωνε η Σάρα Μπάξτερ στους Times.

Η απειλή μιας (ακρο)δεξιάς δικτατορίας

Όσο για τον έμπειρο Καναδό καθηγητή Τόμας Χάμερ-Ντίξον, δεν δίστασε να πάει ένα βήμα πιο πέρα: «Ως το 2025, η αμερικανική δημοκρατία ενδέχεται να καταρρεύσει, προκαλώντας ακραία εσωτερική πολιτική αστάθεια, που θα περιλαμβάνει και εκτεταμένη κοινωνική βία. Ως το 2030 δε, η χώρα θα μπορούσε να κυβερνάται από μια δεξιά δικτατορία», έγραψε στην Globe and Mail, καλώντας την κυβέρνηση της χώρας του να προετοιμαστεί καταλλήλως.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο Τραμπ όχι απλώς συνεχίζει να ελέγχει ασφυκτικά τους Ρεπουμπλικάνους, αλλά έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να διεκδικήσει ξανά την προεδρία – και τη μεγάλη ρεβάνς – στις προεδρικές του 2024. Με σταθμό, βεβαίως, τις ενδιάμεσες που θα γίνουν τον ερχόμενο Νοέμβριο, στις οποίες ελπίζει να ανακτήσει τουλάχιστον τον έλεγχο της Γερουσίας – αν όχι και της Βουλής.

Τα όπλα του είναι δύο: Από τη μία, η αποτυχία της κυβέρνησης Μπάιντεν και Δημοκρατικών να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους και να ικανοποιήσουν τις ελπίδες που εκατομμύρια Αμερικανοί πόνταραν πάνω τους για να σωθούν από τον Τραμπ.

Η πόλωση που οξύνεται

Από την άλλη, στην τεράστια πόλωση η οποία εξακολουθεί να σφραγίζει την αμερικανική κοινωνία, η οποία δείχνει να μεγαλώνει αντί να αμβλύνεται. Η πόλωση αυτή, άλλωστε, αποτυπώθηκε και στη μεγάλη αύξηση της συμμετοχής στις προεδρικές εκλογές του 2020, όταν ο νυν πρόεδρος συγκέντρωσε εκατομμύρια παραπάνω ψήφους σε σύγκριση με τη Χίλαρι Κλίντον το 2016, ενώ και ο αντίπαλός του είδε τη δική του δύναμη να ενισχύεται σημαντικά.

Το πρόβλημα της αμερικανικής δημοκρατίας δεν είναι, φυσικά, ο Τραμπ, αλλά αυτά που εκφράζει ή επιχειρεί να εκφράσει. Η ανάδειξή του στην εξουσία, άλλωστε, δεν αποτέλεσε ένα «λάθος της ιστορίας», αλλά μια – σε μεγάλο βαθμό – αντικειμενική εξέλιξη.

Η πραγματική αιτία βρίσκεται στην κρίση ταυτότητας που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ. Μια κρίση που εκφράζεται τόσο στο εσωτερικό τους, όπου οι αντιθέσεις και τα αδιέξοδα οξύνονται διαρκώς (παρά τη φρενήρη πορεία της Wall Street) όσο και στο εξωτερικό, όπου προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους σε ένα κόσμο που αλλάζει ραγδαία.

Η αμφισβήτηση των συμβόλων

Σε αυτό το φόντο, τα όσα δραματικά συνέβησαν πριν ένα χρόνο στην Ουάσιγκτον και το Καπιτώλιο δεν αποτελούν παρά τον αναγκαίο συμβολισμό της απαξίωσης του αμερικανικού οικοδομήματος και των συμβόλων του, πρώτα από όλα από τους ίδιους τους Αμερικανούς – ή, τουλάχιστον, από ένα πολύ μεγάλο μέρος τους.

Γι’ αυτό και έχουν δίκιο όσοι κάνουν λόγο για κρίση της δημοκρατίας και για ανάγκη επαναπροσδιορισμού του περιεχομένου και των μορφών της. Οι διεθνείς «Σύνοδοι για τη Δημοκρατία» δεν μπορούν και δεν πρόκειται να δώσουν λύσεις.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή