Στην καθιερωμένη ενημέρωση των πολιτικών συντακτών ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου αναφέρθηκε στο άνοιγμα των σχολείων, το οποίο, όπως τόνισε, έγινε με γνώμονα τους αυστηρούς ελέγχους, επαναλαμβάνοντας όμως και τη γνωστή σε αυτές τις περιπτώσεις ανακοίνωση για προσλήψεις 850 εκπαιδευτικών. Οι προσλήψεις αυτές έγιναν διότι, όπως τόνισε, αναμένεται να υπάρξουν κενά στους εκπαιδευτικούς, τα οποία εμφανίστηκαν από την πρώτη μέρα επαναλειτουργίας. Και για αυτόν τον λόγο, όπως επεσήμανε, θα γίνουν αναδιατάξεις και αναδιαμορφώσεις στο πρόγραμμα ,αλλά και προσλήψεις για τις περιπτώσεις εκπαιδευτικών που θα βρίσκονται σε καραντίνα λόγω νόσησης, ανακοινώνοντας ότι βγήκαν θετικοί στο self test 2.500 εκπαιδευτικοί με τα κενά να είναι, πιθανόν, πολύ περισσότερα καθώς αρκετοί είναι και αυτοί που νοσούν, όπως είπε.

Δηλαδή, τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου. Πονάει κεφάλι, κόψει κεφάλι, με τη μανία να ανακοινώνονται σε κάθε ευκαιρία νέες προσλήψεις εκπαιδευτικών και μάλιστα σε μια κρίσιμη δημοσιονομική περίοδο κατά την οποία, λόγω πανδημίας, διατέθηκαν στα δύο τελευταία χρόνια 43 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα τη διόγκωση του ελλείμματος στα 10 περίπου δισ. ευρώ! Κάνω αυτή την ενοχλητική επισήμανση διότι, από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία για την ελληνική εκπαίδευση προκύπτει ότι, για μια χώρα υπερχρεωμένη, δεν υπάρχουν μεγάλα κενά εκπαιδευτικών στα σχολεία, αλλά μόνο τεράστιες απουσίες (αποσπάσεις!. Κι αυτό για τους ακόλουθους λόγους:

Πρώτον, η σχέση δασκάλων προς μαθητές είναι η καλύτερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (σε κάθε δάσκαλο αντιστοιχούν 11 μαθητές!).

Δεύτερον, το σχολικό έτος 2018/2019 οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου μειώθηκαν κατά 10.000 περίπού ή κατά 1,6%, ενώ οι δάσκαλοι αυξήθηκαν κατά 1,6% κι έφτασαν στους 73.712!

Τρίτον, οι αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ανέρχονταν το ίδιο σχολικό έτος σε 8.000 περίπου! Δηλαδή, το 10% περίπου των δασκάλων είναι εκτός των σχολικών αιθουσών! Αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε, όπως θα έκανε ένας συνετός διαχειριστής οικογενειών εισοδημάτων, να ανακοινωνόταν η επιστροφή στις αίθουσες των δασκάλων που είναι αποσπασμένοι και όχι νέες προσλήψεις.

5,5 δισ. ευρώ η ετήσια επιβάρυνση φορολογουμένων και νοικοκυριών

Η διαπίστωση αυτή γίνεται μελαγχολικότερη αν αναφερθεί ότι σύμφωνα με στοιχεία τεκμηριωμένων μελετών γενικώς η ετήσια επιβάρυννση των φορολογουμένων για τηξ λειτουργία της δημόσιας εκπαίδευσης ανέρχεται σε 4 δισ. ευρώ και των νοικοκυριών (ιδιωτική δαπάνη) σε άλλα 1,5 δισ. ευρώ. Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία μελέτης του «Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών – Μάρκος Δραγούμης» (ΚΕΦίΜ), γενικώς η μέση ετήσια δημόσια δαπάνη ανά μαθητή ανέρχεται στην Ελλάδα σε πάνω από 3.000 ευρώ και τα νοικοκυριά πάνω από 1.600 ευρώ ετησίως ανά μαθητή. Αν σ΄αυτά προσθέσουμε και τα δίδακτρα, τότε η ετήσια ιδιωτική δαπάνη ανά μαθητή πλησιάζει το ποσό των 5.000 ευρώ. Απογοητευτική είναι ακόμα η διαπίστωση ότι η ιδιωτική δαπάνη για την εκπαίδευση των παιδιών αντιπροσωπεύει το … 60% των συνολικών ιδιωτικών δαπανών!!!

Απογοητευτικά και τα αποτελέσματα της χρηματοδότησης!

Να έπιαναν τουλάχιστον τόπο και οι θυσίες αυτές; Όχι, βεβαίως! Διότι, όπως προκύπτει από μελέτες, αλλά και διεθνείς διαγωνισμούς, η διαχείριση της δημόσιας χρηματοδότησης στην Ελλάδα απέχει περισσότερο από το βέλτιστο σε σχέση με άλλες χώρες χωρίς να απαιτείται αύξηση του ύψους της δημόσιας δαπάνης και, συνεπώς, αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών. Υπενθυμίζω ότι από πρόσφατη μελέτη της

Ευρωπαϊκής Επιτροπή προκύπτει ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με σημαντικά περιθώρια βελτίωσης όσον αφορά τη διάσταση της ποιότητας (όπως αποτιμάται από τα αποτελέσματα PISA) αλλά και τη διάσταση της ένταξης/συμμετοχικότητας.

Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα των τελευταίων Πανελλαδικών Εξετάσεων. Συνολικά γύρω στα 25.000 άτομα μπήκαν στα ΑΕΙ (σε 184 τμήματα) με βαθμούς κάτω από τη βαθμολογική βάση, ενώ στο δεύτερο επιστημονικό πεδίο δεν υπήρξε καν διαγωνισμός καθώς εισήχθησαν… όλοι. Θρίαμβος! Επίσης, η ίδια διαπίστωση επιβεβαιώνεται και από τα απογοτευτικά αποτελεσματα της συμμετοχής των Ελλήνων μαθητών στους διαγωνισμούς PISA και, συγκεκριμένα, στον τελευταίο του 2018, όπου η χώρα μας υποχώρησε κι άλλο προς τον πάτο!

Τα ίδια και χειρότερα στον διαγωνισμό PISA και το 2018

Στον διαγωνισμό αυτό του προγράμματος PISA (Programme for International Student Assessment) του ΟΟΣΑ, ο οποίος οργανώνεται ανά τριετία, η βαθμολογία της Ελλάδας στις τρεις δεξιότητες – στην κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες – που πρέπει να έχουν οι μαθητές ολοκληρώνοντας την υποχρεωτική εκπαίδευση, δηλαδή έως τας 16 τους, υποχώρησε σε σχέση με το διαγωνισμό του 2015, ενώ μαθητές από τις μεγάλες περιοχές της Κίνας βρέθηκαν στις πρώτες θέσεις και από την Ευρώπη ξεχώρισε η Εσθονία!

Ειδικότερα, με βάση τα αποτελέσματα, για την Ελλάδα προκύπτουν τα ακόλουθα σε σύνολο 78 χωρών (μέλη του ΟΟΣΑ και μη):

– Στην κατανόηση κειμένου, δεξιότητα στην οποία εστίασε ο διαγωνισμός του 2018, οι Έλληνες μαθητές συγκέντρωσαν 457 μονάδες, ενώ στο διαγωνισμό του 2015 είχαν συγκεντρώσει 467 μονάδες. Το 2018 η Ελλάδα κατετάγη 42η σε 77 χώρες (στα αποτελέσματα για την κατανόηση κειμένου απουσιάζει η Ισπανία, για την οποία δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία), ενώ το 2015 ‘ηταν στην 1η. Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 487 βαθμοί.

– Στα μαθηματικά η Ελλάδα συγκέντρωσε 451 βαθμούς όπως και η Κύπρος, και μοιράστηκαν την 43η θέση σε 78 χώρες. Το 2015 η Ελλάδα συγκέντρωσε 454 βαθμούς και κατετάγη επίσης 43η. Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ στα μαθηματικά είναι 489 βαθμοί.

– Στις φυσικές επιστήμες η Ελλάδα στον διαγωνισμό του 2018 συγκέντρωσε 452 βαθμούς και βρέθηκε στην 44η θέση σε 78 χώρες. Στο διαγωνισμό του 2015, οι Έλληνες βαθμολογήθηκαν με 455 βαθμούς, οι οποίοι έφεραν τη χώρα μας στην 43η θέση. Ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ στο διαγωνισμό του 2018 ήταν 489 βαθμοί.

Για την ποιοτική αξιολόγηση των στοιχείων του διαγωνισμού, ο PISA έχει ορίσει έξι επίπεδα εγγραμματισμού για τις δεξιότητες που πρέπει να έχουν οι μαθητές στην κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Το πρώτο επίπεδο είναι το χαμηλότερο και το έκτο το υψηλότερο. Σύμφωνα με τα ποιοτικά στοιχεία του διαγωνισμού, το 2018 το 69% των Ελλήνων μαθητών βρίσκεται από το επίπεδο 2 και πάνω, ενώ το 2015 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 72,7%. Αρα καταγράφεται μία ποιοτική υποχώρηση των επιδόσεων των Ελλήνων μαθητών.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion