Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το ερώτημα είναι πόσο θα κρατήσει η πολεμική επιχείρηση, έως πού θα φτάσει και τι καταστροφές θα προκαλέσει είτε στις εμπόλεμες χώρες είτε γενικότερα στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή οικονομία. Ανεξάρτητα από την έκβαση, την έκταση και τη διάρκεια της αναμέτρησης, είναι σίγουρο ότι και να κατακαθίσει σύντομα ο κουρνιαχτός θα προκαλέσει παρατεταμένες αλλαγές σε αρκετές χώρες και σε πολλά επίπεδα: πρώτα και κύρια σε όλες τις χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία, γιατί μπορεί να βρει και για αυτές παρόμοια προσχήματα να τις πλήξει.

Δεύτερον, σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση, γιατί μπορεί πλέον να χτυπηθούν μέλη της, οπότε δεν θα μπορεί να μένει αμέτοχη. Τρίτον, γιατί αλλάζει το status quo σε διεθνές επίπεδο δεδομένου του ρόλου της Ρωσίας και των σχέσεών της με άλλες δυνάμεις, είτε συμμαχικές είτε ανταγωνιστικές.

Κατά συνέπεια, η εισβολή στην Ουκρανία σηματοδοτεί την απαρχή μιας νέας περιόδου αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Η κλασική αντιμετώπιση στην οποία καταφεύγουν τα κράτη σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η αύξηση των εξοπλισμών για να βελτιώσουν την άμυνά τους στην πιθανότητα πολεμικής εμπλοκής, μικρής ή μεγάλης, ατομικής ή συλλογικής. Και αυτό με τη σειρά του θέτει σε κίνηση έναν άλλον μηχανισμό επίσης δυσάρεστο και επίφοβο: την αύξηση του δημόσιου χρέους για να χρηματοδοτηθούν οι αμυντικές δαπάνες.

Στη σημερινή συγκυρία, όλες οι χώρες του πλανήτη – και ακόμα περισσότερο οι ανεπτυγμένες – έχουν ήδη συσσωρεύσει υπερβολικό δημόσιο χρέος που φτάνει τα 87 τρισ. δολάρια. Αρχικά για να μετριάσουν την ύφεση από την παγκόσμια κρίση του 2008 και μετά για να χρηματοδοτήσουν τις κλειστές επιχειρήσεις λόγω της πανδημίας την τελευταία τριετία. Αποτέλεσμα είναι τα περιθώρια περαιτέρω δανεισμού για εξοπλισμούς να είναι πλέον πολύ περιορισμένα και οι πιθανότητες το χρέος να ξεφύγει από τον έλεγχο να μεγαλώνουν.

Το πλησιέστερο παράδειγμα ενός τέτοιου κινδύνου είναι το ελληνικό δημόσιο χρέος, το οποίο ήδη άρχισε να συγκεντρώνει προειδοποιήσεις για τη μελλοντική του ευστάθεια.

Ο μηχανισμός του πληθωρισμού έχει όμως τεθεί σε κίνηση και στις άλλες χώρες της ΕΕ με την εκτόξευση στις τιμές των καυσίμων, ενώ ταυτόχρονα προστίθεται περισσότερο δημόσιο χρέος, καθώς οι κυβερνήσεις τους προσπαθούν όλο και πιο απεγνωσμένα να ενισχύουν το οικογενειακό εισόδημα για να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια.

Αν τώρα παράλληλα αρχίσουν και εξοπλισμούς είτε σε εθνικό επίπεδο είτε μέσω του ΝΑΤΟ για να αντιμετωπίσουν τις παρενέργειες της ρωσικής εισβολής, τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα αναγκαστούν να αυξήσουν περαιτέρω το χρέος τους και έτσι θα πιεστούν ακόμα περισσότερο δημοσιονομικά. Μην ξεχνάμε ότι σε επίπεδο ευρωζώνης το συνολικό δημόσιο χρέος ήταν πέρυσι στο 100% του ΑΕΠ, δραματικά υψηλότερο από τις (υποτιθέμενες) προδιαγραφές ασφαλείας του 60%.

Και τότε τι άραγε θα γίνει, ιδιαίτερα μετά το τέλος των υπερχαμηλών επιτοκίων που έχουν διακηρύξει οι κεντρικές τράπεζες στην ΕΕ και τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες; Η Ιστορία μάς διδάσκει ότι στις περιπτώσεις αυτές από μηχανής θεός είναι πάντα ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κύμα πληθωρισμού, που οδηγεί σε υπερέκδοση χρήματος για να καλύψει τα ομόλογα του κρατικού χρέους.

Για να χρηματοδοτήσουν το νέο χρέος πρέπει να εκδίδεται νέο χρήμα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία για ένα διάστημα πρέπει να ζήσει με τον πληθωρισμό που τόσα χρόνια εξόρκιζε.  Κάποια στιγμή, όταν τα γεωπολιτικά ηρεμήσουν, ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στα χαμηλά επίπεδα αλλά και το χρέος στο μεταξύ θα έχει μειωθεί, όχι βέβαια ονομαστικά αλλά ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αλλο ένα μάθημα Ιστορίας σε επανάληψη.

Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός Οικονομικών, καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts