Η απόφαση για την εισβολή στην Ουκρανία δεν αποτελεί ένα ορόσημο της ηγεσίας Πούτιν, αλλά μάλλον την πλέον αρνητική παρακαταθήκη της στον σύγχρονο κόσμο, αρνητική και για τον ίδιο τον ρωσικό λαό. Η εικοσαετής και πλέον πολιτική κυριαρχία Πούτιν συνοδεύτηκε από μία δικαιολογημένη θετική αποτίμηση. Γιατί κατόρθωσε, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του Γέλτσιν, να αποκαταστήσει την σταθερότητα στη δύσκολη φάση της μετάβασης από την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος σε ένα καθεστώς στο οποίο οι μηχανισμοί του κράτους ανέκτησαν τη λειτουργική τους σημασία για την κοινωνία και την οικονομία.

Η εποχή Πούτιν κρίνεται ευεργετική από την πλειονότητα του ρωσικού πληθυσμού. Γιατί δημιούργησε συνθήκες διαβίωσης σαφέστατα βελτιωμένες σε σύγκριση με την δύσκολη δεκαετία 1990. Επίσης, γιατί ανέκτησε μέρος της εθνικής υπερηφάνειας για την άλλοτε εικαζόμενη παντοδυναμία της σοβιετικής εποχής, μέσω της διατήρησης του ρόλου της περιφερειακής δύναμης, και των πόρων οι οποίοι εισέρρευσαν από την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της χώρας.

Στην πράξη το καθεστώς Πούτιν νομιμοποιήθηκε με όρους κράτους-Λεβιάθαν (κατά τον Hobbes), δηλαδή οδήγησε στην αποδοχή των περιορισμών στην ελευθερία με αντάλλαγμα την ομαλή λειτουργία του κράτους, την ασφάλεια και την προοπτική της συλλογικής ευημερίας. Το πραγματικό τίμημα ήταν η εδραίωση ενός συστήματος το οποίο επιτρέπει μεν τις εκλογικές διαδικασίες και τη λειτουργία του κοινοβουλίου, αλλά υπό την κυριαρχική επιρροή του κηδεμόνα Πούτιν. Ο τελευταίος δημιούργησε ένα εξαιρετικά προσωποκεντρικό σύστημα εξουσίας, και ένα εξίσου κλειστό σύστημα λήψης αποφάσεων.

Αυτό εξηγεί και τις δυσκολίες για την κατανόηση και την πρόβλεψη της τακτικής του στα θέματα διεθνούς διπλωματίας και ασφάλειας. Σε αντίθεση με τις θεσμικές προϋποθέσεις για την εξωτερική πολιτική στις χώρες του ΝΑΤΟ (με την εξαίρεση της Τουρκίας), η ρωσική ηγεσία λειτουργεί σχεδόν αυτόνομα. Το κοινοβούλιο, τα κόμματα, οι ομάδες πίεσης και η κοινή γνώμη εν γένει δεν μπορούν να ασκήσουν ουσιαστική επίδραση, όπως διαφαίνεται και από την παθητική στάση τους στο μείζονος σημασίας εγχείρημα της κήρυξης πολέμου εναντίον άλλου κράτους.

Ο Πούτιν θα περάσει στην ιστορία ως ο ηγέτης ο οποίος κατόρθωσε να επιβιώσει και να κυριαρχήσει σε μία εξαιρετικά δύσκολη χώρα. Διαμόρφωσε κατά το δοκούν τους όρους εξουσίας με πολιτικά και συνταγματικά μέσα αποφεύγοντας τις πλέον ουσιαστικές θεσμικές εγγυήσεις του κράτους δικαίου και ενός λειτουργικού δημοκρατικού συστήματος. Διατήρησε την πολιτική επιρροή του με τη χρήση απαράδεκτων κατασταλτικών μέσων, αλλά και της συναλλαγής με τμήματα του πληθυσμού τα οποία του εμπιστεύτηκαν την οικονομική ισχύ τους (οι ολιγάρχες), ή την συλλογική μοίρα τους (τα πιο αδύναμα στρώματα).

Ωστόσο, η ασυμμετρία μεταξύ στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος είναι η αχίλλειος πτέρνα του καθεστώτος Πούτιν. Η Ρωσία εξακολουθεί να υπολείπεται σε όρους ΑΕΠ ακόμη και έναντι ορισμένων μεμονωμένων κρατών-μελών της ΕΕ, όπως η Ιταλία. Για μία χώρα με την εκτεταμένη επικράτεια και τα πληθυσμιακά μεγέθη της Ρωσίας αυτό συνεπάγεται όρους φτώχειας και ανέχειας για μεγάλο μέρος του πληθυσμού της.

Οι λεονταρισμοί, λοιπόν, κατά της Γεωργίας, της Μολδαβίας και της Ουκρανίας δεν πρόκειται να αναιρέσουν το βασικό πρόβλημα της οικονομικής υστέρησης της χώρας. Ακόμη χειρότερα θα δημιουργήσουν ακόμη δυσμενέστερους όρους για τις επόμενες γενιές Ρώσων, οι οποίοι θα αντιμετωπίσουν τη δυσπιστία των Ευρωπαίων και άλλων δυτικών στην προσπάθειά τους να συμμετάσχουν στο παγκόσμιο οικονομικό, τεχνολογικό και εν γένει επαγγελματικό γίγνεσθαι. Ακόμη και αν δημιουργήσει μία ασφαλή ζώνη με κηδεμονευόμενα καθεστώτα, τύπου Λευκορωσίας, η Ρωσία μεσοπρόθεσμα θα έχει υποστεί ένα βαρύτατο πλήγμα από την απομάκρυνσή της από τη Δύση, και θα παραμένει ακόμη πιο εσωστρεφής από την Κίνα, η οποία θα αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο την παγκόσμια οικονομική ισχύ της.

Η περίπτωση Πούτιν καθιερώνει μία νέα κόκκινη γραμμή μεταξύ των φιλελεύθερων δημοκρατιών δυτικού τύπου και των υβριδικών καθεστώτων κυρίαρχων ηγετών, οι οποίοι λειτουργούν ως κηδεμόνες του λαού. Παρά τα προβλήματα και τις αντιφάσεις των πρώτων, διατηρείται, ωστόσο, ένας ουσιαστικός βαθμός θεσμικού και πολιτικού ελέγχου, ο οποίος αποτρέπει την πολιτική κυριαρχία και τις δονκιχωτικές φαντασιώσεις της ηγεσίας όταν αυτές λειτουργούν εις βάρος του κράτους δικαίου και της βιωσιμότητας του κράτους.

Είναι πράγματι λυπηρό για την ευρωπαϊκή ιστορία ότι προκύπτουν στο ανατολικό άκρο της καθεστώτα και ηγεσίες, όπως ο Πούτιν και ο Ερντογάν, οι οποίοι αμφισβητούν τα θεμέλια της ειρήνης, της πολιτικής συνεργασίας και της ισχύος του διεθνούς τα οποία επικράτησαν στη γηραιά ήπειρο στη μεταπολεμική περίοδο. Προκύπτει, κατά συνέπεια, η ανάγκη της περιχαράκωσης της Ευρώπης και η αναθεώρηση της στρατηγικής ασφάλειας, της διασφάλισης των ενεργειακών πόρων, αλλά και των οικονομικών συναλλαγών με κράτη τα οποία δεν έχουν εδραιώσει το κράτος δικαίου και τις διεθνείς επιταγές της ειρήνης. Στην περίπτωση των ελληνικών συμφερόντων, ενδεχομένως η ουκρανική κρίση να στερεί από τον Ερντογάν τη χρήση παραπλανητικών και ανυπόστατων ιστορικά αφηγήσεων περί εθνικών συμφερόντων, τα οποία θα του επέτρεπαν να διοχετεύσει τον εθνικιστικό οίστρο στη χώρα του σε μία επιχειρησιακή αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Ωστόσο, απουσιάζουν τα ισχυρά θεσμικά και πολιτικά αντίβαρα στην Τουρκία, τα οποία θα μπορούσαν ουσιαστικά να ακυρώσουν ένα τέτοιο απονενοημένο εγχείρημα.

Ο Μάνος Παπάζογλου Επίκουρος είναι Καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts
Ο υπολογιστής του Αλιέντε στην εποχή των δεδομένων
Experts |

Ο υπολογιστής του Αλιέντε στην εποχή των δεδομένων

Στην εποχή της Σοβιετικής Ένωσης ωστόσο οξύνοες οικονομολόγοι του ανατολικού μπλοκ κωδικοποίησαν μεθόδους για τη πρακτική εφαρμογή μίας οικονομίας που βασίζεται στο κεντρικό σχεδιασμό μίας γραφειοκρατικής κυβέρνησης.