Πιστεύοντας βαθιά ότι οι χώρες πρέπει να έχουν αυτάρκεια και επάρκεια σε πρώτες ύλες τροφίμων και φαρμάκων, η Ιουλία Τσέτη, φαρμακοποιός MSc, πρόεδρος και CEO του Ομίλου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Τσέτη (ΟΦΕΤ), πρόεδρος του UN Global Compact Network Hellas, μέλος ΔΣ του ΣΕΒ και πλέον Επίτιμη Διδάκτωρ του Τμήματος Φαρμακευτικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν κρύφτηκε ποτέ πίσω από τις κρίσεις.
Όταν στα «πέτρινα» χρόνια της ελληνικής οικονομικής κρίσης οι περισσότεροι επιχειρηματίες τράβηξαν «χειρόφρενο» αναπροσαρμόζοντας τα επενδυτικά τους σχέδια, η Ιουλία Τσέτη, αποφάσισε να πάει κόντρα στο ρεύμα και να αποδείξει ότι η Ελλάδα συνεχίζει να παράγει, ολοκληρώνοντας το πιο φιλόδοξο επενδυτικό σχέδιο στη χώρα.
Με άριστο υλικό στα χέρια της (μηδενικός δανεισμός, προοπτικές ανάπτυξης κ.λπ.), κληρονομιά του πατέρα της Κλέωνα Τσέτη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον Μάρτιο του 2010, προχώρησε στη δημιουργία ενός σύγχρονου πράσινου βιοκλιματικού εργοστασίου, ό,τι πιο high-tech είχε να επιδείξει το industrial design, εναρμονισμένο αυστηρά με τα ευρωπαϊκά πρότυπα στον τομέα της παραγωγής.
Στο πλευρό της η αδελφή της Ειρήνη Τσέτη, οικονομική διευθύντρια του ΟΦΕΤ.
Η κατασκευή του Uni-pharma 2, ένα κτίριο που αρχιτεκτονικά συνδυάζει αφαίρεση, γυμνότητα, ανάδειξη του στατικού φορέα και εφαρμογή των κανόνων της στοιχειακής σύνθεσης, διήρκησε από το 2012 – 2014, μεσούσης της χειρότερης ύφεσης που γνώρισε μεταπολεμικά η Ελλάδα.
Tο 2015, τη χρονιά των capital controls, ολοκληρώθηκαν οι απαραίτητες εργασίες validation και η επένδυση των 35 εκατ. ευρώ πήρε μπρος, ενώ ταυτόχρονα αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των εργαζομένων και πραγματοποιήθηκε σοβαρό άνοιγμα προς τις αγορές του εξωτερικού.
Στο μεταξύ είχε ιδρυθεί η εμπορική εταιρεία Pharmabelle στην Κύπρο, ενώ παράλληλα, στην InterMed, την άλλη εταιρεία του ομίλου που ειδικεύεται στην παραγωγή και στην εμπορία δερμοκαλλυντικών, οδοντιατρικών, γυναικολογικών και παιδιατρικών προϊόντων, προστέθηκαν νέες μονάδες υποστήριξης φαρμακοτεχνικών μορφών και προϊόντων υγείας. Συνέχισε με τη συνολική ανακαίνιση του πρώτου ιστορικού εργοστασίου της Uni-pharma.
Το 2020, εν μέσω μιας νέας κρίσης, οικονομικής και υγειονομικής αυτή τη φορά, δημιούργησε μια νέα πρότυπη μονάδα εκχύλισης φαρμακευτικών φυτών στα Οινόφυτα, τη Uni-Herbo, για να συμπληρώσει την καθετοποίηση στην παραγωγή, ενώ ακολούθησε ένα υπερσύγχρονο Logistics Center.
Συνολικά από 2010, που ανέλαβε τα ηνία του ομίλου, μέχρι πέρσι, επενδύθηκαν πάνω από 80 εκατ. ευρώ (μόνο την τριετία 2019-2021 οι επενδύσεις ξεπέρασαν τα 40 εκατ. ευρώ), με τον ΟΦΕΤ να αναδεικνύεται μεταξύ των πρωταγωνιστών της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας.
Εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως οι κρίσεις κρύβουν και ευκαιρίες, με την Ιουλία Τσέτη να δηλώνει σε κάθε τόνο ότι θεωρεί ηθική υποχρέωση της παραγωγικής τάξης να επενδύει στον τόπο της.
Υγιής άμιλλα
Κόρη και εγγόνα φαρμακοποιών η Ιουλία Τσέτη δεν δέχεται την έννοια «ελληνικό φάρμακο».
Υπάρχει το φάρμακο υψηλών προδιαγραφών που παράγεται στην Ελλάδα με τεχνογνωσία και υποδομές εφάμιλλες των ευρωπαϊκών.
Άλλωστε και στις αγορές του εξωτερικού οι επικεφαλής του ΟΦΕΤ Ιουλία και Ειρήνη Τσέτη εξάγουν με τα σήματα των εταιρειών του ομίλου, by Uni-pharma και by InterMed, χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα.
Εξάλλου, η χαρισματική επιχειρηματίας έχει δηλώσει ότι η μεγαλύτερη ανταμοιβή της ήταν τη στιγμή που οι τελειόφοιτοι της Φαρµακευτικής των Βρυξελλών μαζί με τους καθηγητές τους ερχόμενοι στο εργοστάσιο της Κηφισιάς είπαν πως «τέτοιο εργοστάσιο δεν έχουμε στην Κεντρική Ευρώπη».
Καινοτομία και έρευνα
Με brands που γράφουν ιστορία, όπως τα φαρμακευτικά σκευάσματα Τ4, Salospir, Apotel, Algofren, Trebon, αλλά και τη σειρά δερμοκαλλυντικών Eva, η Ιουλία Τσέτη δεν σταματά ποτέ την έρευνα, ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα της.
Επικεφαλής του R&D του ομίλου με μεταπτυχιακά στη Βιοφαρμακευτική, εκτός από βιομήχανος και μάνατζερ, θεωρεί ότι η Ελλάδα πρέπει να γίνει κόμβος καινοτομίας, έρευνας και αριστείας, όπου καταλυτικό ρόλο θα παίξουν οι νέοι Έλληνες επιστήμονες και ερευνητές του εξωτερικού.
Ήταν άλλωστε από τους πρώτους που μίλησε για το brain drain, κάτι που μπορεί να αναστραφεί, μόνο με την σύνδεση της βιομηχανίας με τα Ερευνητικά Κέντρα και τα πανεπιστήμια.
Να σημειωθεί ότι την τετραετία 2018-2021 ο ΟΦΕΤ, με περισσότερους από 570 εργαζομένους, χρηματοδότησε συνολικά με ίδια κεφάλαια 37 ερευνητικές προτάσεις (οι 20 αφορούν υποτροφίες του Ιδρύματος Κλέων Τσέτης), ενώ συμμετέχει ως συνεργαζόμενος φορέας σε 8 συγχρηματοδοτούμενα από τη ΓΓΕΚ ερευνητικά έργα, καθώς και σε 2 διεθνή έργα. Από τα παραπάνω 17 σχετίζονται με την αξιοποίηση της ελληνικής βιοποικιλότητας.
No gender εποχή
Δυναμική και γεμάτη πείσμα, μια γνήσια Ηπειρώτισσα, πιστεύει ότι πλέον ζούμε σε μία no gender εποχή και θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά και δεξιότητες των ανθρώπων χωρίς να μας απασχολεί το φύλο.
Ισότητα, ίσες ευκαιρίες, συμπερίληψη, αποδοχή της διαφορετικότητας, ανθρώπινα δικαιώματα, βιώσιμη ανάπτυξη, αειφορία, κυκλική οικονομία και προστασία του περιβάλλοντος είναι οι τομείς στους οποίους εργάζεται σκληρά, τόσο μέσα από τα θεσμικά όργανα στα οποία συμμετέχει (μέλος ΔΣ του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων και πρόεδρος στο Global Compact Network Hellas) όσο και εσωτερικά στον ΟΦΕΤ.
Παραδέχεται βεβαίως ότι υπάρχουν πολλά ακόμη που πρέπει να γίνουν προκειμένου να φθάσουμε στην πλήρη ισότητα.
Ηθικό επιχειρείν
Υπέρμαχος του ηθικού επιχειρείν, πριν από λίγες ημέρες, η Ιουλία Τσέτη έλαβε από τα χέρια του Πρωθυπουργού το Βραβείο Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης στο πλαίσιο της απονομής των βραβείων του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ).
Το 2020 που η πανδημία του κορωνοϊού είχε αλλάξει τις ζωές όλων μας, ο όμιλος υλοποίησε τέσσερις μεγάλες δωρεές προς το Ελληνικό και Κυπριακό υγειονομικό σύστημα καθώς και προς τις Κινητές Ομάδες Υγείας του ΕΟΔΥ προσφέροντας συνολικά εκατομμύρια δόσεις Unikinon (χλωροκίνη) και χιλιάδες λίτρα αντισηπτικών. Πριν από λίγους μήνες συνεργάστηκε με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ προκειμένου να συντονίσουν από κοινού στοχευμένες δράσεις για τους πρόσφυγες.
«Οι δράσεις αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο, η εξασφάλιση της πρόσβασης ευπαθών κοινωνικών ομάδων σε φαρμακευτικό και υγειονομικό υλικό, καθώς και η προαγωγή της ενημέρωσης του κοινού αποτελούν τον δικό μας Όρκο προς την κοινωνία» τόνισε η ίδια κατά την πρόσφατη αγόρευσή της ως Επίτιμη Διδάκτωρ.
Από το φαρμακείο της Άρτας σε 66 χώρες
Όλα ξεκίνησαν από το όραμα ενός ανήσυχου φαρμακοποιού στην Άρτα, του Κλέωνα Τσέτη, να αναπτύξει καινοτόμα φάρμακα.
Με την παρότρυνση της δυναμικής Σόνιας, της συζύγου του και μητέρα των δύο σημερινών επικεφαλής του ΟΦΕΤ, κατέβηκε στην Αθήνα για να βιομηχανοποιήσει το προϊόν που ο ίδιος παρήγαγε στο φαρμακείο της Άρτας, ο μοναδικός στην Ήπειρο.
Κάπως έτσι προέκυψε το Lumidrops. Ήταν η πρώτη φορά παγκοσμίως που η φαινοβαρβιτάλη παρουσιάστηκε ως πόσιμο διάλυμα.
Η Σόνια «ξαναχτύπησε» ωθώντας τον να δημιουργήσει το δικό του εργοστάσιο με τον Κλέωνα Τσέτη να βάζει τα θεμέλια της Uni-pharma στην εθνική οδό Αθηνών – Λαμίας, στην Κάτω Κηφισιά.
Ακολούθησε το Novalumin, ένας συνδυασμός φαινοβαρβιτάλης και οματροπίνης. Η στιγμή της μεγάλης δικαίωσης ήταν ωστόσο το Salospir, το 1977, που ήταν το πρώτο προϊόν ακετυλοσαλικυλικού οξέος που κυκλοφόρησε στην Ευρώπη σε μορφή δισκίων με εντεροδιαλυτή επικάλυψη, σε δοσολογικές μορφές που κυμαίνονται από 80-1.000 mg.
Το 1990 η εταιρεία λαμβάνει εξειδίκευση στην θεραπεία των παθήσεων του θυροειδούς αδένα με το Τ4, ενώ δύο χρόνια αργότερα μπαίνει δυναμικά στην αγορά το Apotel, το πρώτο παγκοσμίως ενέσιμο σκεύασμα παρακεταμόλης, βάσει μεθόδου διαλυτοποίησης της παρακεταμόλης.
Το 1996 ιδρύεται η Ιntermed με στόχο να φέρει στην αγορά προϊόντα καθημερινής χρήσης όπως οδοντιατρικά, δερμοκαλλυντικά, γυναικολογικά, παιδιατρικά κ.λπ. To αποτέλεσμα είναι η καθιέρωση της InterMed στην ελληνική και διεθνή αγορά με brands όπως τα Unisept, Chlorhexil, Eva, Reval και πολλά άλλα.
Το 1998 η Uni-pharma αποκτά το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας για τα ενέσιμα διαλύματα παρακεταμόλης και παρακεταμόλης σε συνδυασμό με άλλες δραστικές ουσίες.
Αυτή τη στιγμή η Uni-pharma, η ναυαρχίδα του ομίλου, έχει καταφέρει να εξελιχθεί από μια μικρή, προσωπική εταιρεία σε μια μεγάλη και δυναμική βιομηχανία φαρμακευτικών προϊόντων, συμπληρωμάτων διατροφής και ιατροτεχνολογικών προϊόντων, που κατέχει την πρώτη θέση σε πωλήσεις (τεμάχια) της ελληνικής φαρμακευτικής αγοράς, μεταξύ των αμιγώς ελληνικών εταιρειών, και που επεκτείνει συνεχώς το portfolio των προϊόντων της και τις αγορές στις οποίες δραστηριοποιείται.
Με κύκλο εργασιών στα 74,65 εκατ. ευρώ το 2020 (μετά τη μείωση του clawback και rebate), αυξημένο κατά 8,19% έναντι του 2019, τα κέρδη προ φόρων της Uni-pharma ανήλθαν στα 8,38 εκατ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη σε 6,99 εκατ. ευρώ. Τα προϊόντα της εξάγονται αυτή τη στιγμή σε περισσότερες από 66 χώρες του κόσμου.
Σε ό,τι αφορά την InterMed, ο κύκλος εργασιών της το 2020 ήταν 34,08 εκατ. ευρώ μετά την αφαίρεση του clawback και rebate, αυξημένος κατά 20,51%. Να σημειωθεί ότι η επιχείρηση ευνοήθηκε έντονα από την πανδημία, διαθέτοντας ήδη στην αγορά τη σειρά αντισηπτικών Reval, ενώ προχώρησε και σε επενδύσεις νέων γραμμών για την παραγωγή των συγκεκριμένων προϊόντων προκειμένου να καλύψει τη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση.