Η νίκη για την ιταλική δεξιά στις βουλευτικές εκλογές της Κυριακής είναι, κατά μία έννοια, στιγμή ορόσημο για την Ιταλία και την ευρωπαϊκή δημοκρατία. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να αμφισβητηθεί η άποψη, που εκφράστηκε περιστασιακά εκτός Ιταλίας κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ότι το αποτέλεσμα προμηνύει απότομη στροφή προς τον εξτρεμισμό.

Υπό τους Χριστιανοδημοκράτες, η δεξιά κυριάρχησε στις κυβερνήσεις της Ιταλίας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Από τη δεκαετία του 1990, συνέχισε να κρατά το πάνω χέρι πολλές φορές, χάρη κυρίως στο κόμμα Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Αλλά αυτές είναι οι πρώτες εκλογές στις οποίες ένα κόμμα με νεοφασιστικές ρίζες, οι Αδελφοί της Ιταλίας, αναδείχθηκε ως η ισχυρότερη δύναμη εντός της δεξιάς και της Ιταλίας συνολικά.

Παρά τις όποιες εκλογικές επιτυχίες παρόμοιων κομμάτων σε χώρες της δυτικής Ευρώπης, όπως στην Αυστρία και τη Σουηδία, η νίκη των Αδελφών της Ιταλίας είναι κάτι διαφορετικό. Φαίνεται βέβαιο ότι η Τζόρτζια Μελόνι, η αρχηγός του κόμματος, θα γίνει πρωθυπουργός, καθιστώντας την πρώτη γυναίκα που κατέχει το αξίωμα από την ιταλική ενοποίηση το 1861.

Ωστόσο, το γεγονός παραμένει ότι η Μελόνι πέτυχε τον θρίαμβό της χρησιμοποιώντας μια συντηρητική εθνικιστική πλατφόρμα που όφειλε πολύ περισσότερα στις συνταγές που πέτυχαν για τους συνασπισμούς του Μπερλουσκόνι παρά σε οποιεσδήποτε πολιτικές που συνδέονται με το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα, το νεοφασιστικό κόμμα στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και της δεκαετίας του 1950, απ’ όπου έμμεσα έλκουν την καταγωγή τους οι Αδελφοί της Ιταλίας. «Το να μιλάμε για φασισμό είναι εντελώς λάθος», λέει ο Λορένζο Κοντόνιο, πρώην γενικός διευθυντής του ιταλικού υπουργείου Οικονομικών.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δυσκολίες. Η Μελόνι έχει ελάχιστη εμπειρία διακυβέρνησης και οι συνάδελφοί της στο κόμμα έχουν ακόμη λιγότερη. Η διεθνής φήμη του Μάριο Ντράγκι, του απερχόμενου τεχνοκράτη πρωθυπουργού, ενίσχυσε τη φωνή της Ιταλίας στα τραπέζια του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να παλέψει για να κερδίσει τον ίδιο σεβασμό.

Ωστόσο, η Μελόνι έχει τοποθετηθεί ως σταθερή υποστηρικτής της στάσης της Δύσης ενάντια στην επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία – πιο σταθερή, στην πραγματικότητα, από τον Μπερλουσκόνι ή τον Ματέο Σαλβίνι, ηγέτη της Λέγκας, των συμμάχων της στον δεξιό συνασπισμό. Το εκλογικό πρόγραμμα των Αδελφών της Ιταλίας εγκατέλειψε επίσης αμφιλεγόμενες προτάσεις που είχαν παλαιότερα υιοθετηθεί από το κόμμα, όπως η διεκδίκηση της υπεροχής του εθνικού έναντι του κοινοτικού δικαίου.

Γενικότερα, η σταθερότητα της ιταλικής πολιτικής διασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό από ισχυρούς θεσμούς με τη μορφή της προεδρίας, του συνταγματικού δικαστηρίου, των δύο σωμάτων του κοινοβουλίου, της κεντρικής τράπεζας και του υπουργείου Οικονομικών. Εν μέρει ως απάντηση στη φασιστική εμπειρία του 1922-1943, η μεταπολεμική Ιταλία κατανέμει προσεκτικά την εξουσία σε διάφορα κέντρα με τρόπους που δυσκολεύουν την εκτελεστική εξουσία από το να ενεργήσει με επικίνδυνα ριζοσπαστικό τρόπο.

Από τη σκοπιά των χρηματοπιστωτικών αγορών, σημαντική δοκιμασία για την νέα κυβέρνηση θα αποτελέσει ο ετήσιος προϋπολογισμός που θα πρέπει να ετοιμάσει μέχρι το τέλος του έτους. Το προεκλογικό πρόγραμμα του συνασπισμού καλούσε για περικοπές φόρων για ιδιώτες και επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με υψηλότερες δαπάνες για συντάξεις και οικογενειακά επιδόματα.

Οποιαδήποτε προσπάθεια για πλήρη εφαρμογή τέτοιων πολιτικών θα κινδύνευε να προκαλέσει σοβαρή αντίδραση από τις αγορές που ανησυχούν για το δημόσιο χρέος της Ιταλίας το οποίο φτάνει σε περίπου 150 τοις εκατό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Φαίνεται πιθανό ότι, για να κατευνάσει τέτοιους φόβους, η Μελόνι θα επιλέξει ένα αξιοσέβαστο ανεξάρτητο δημόσιο πρόσωπο ως υπουργό Οικονομικών – όπως έκαναν τα τελευταία 30 χρόνια οι προηγούμενες ιταλικές κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων.

Οι Αδελφοί της Ιταλίας υποστηρίζουν κάποιο βαθμό κρατικής οικονομικής παρέμβασης και εθνικού προστατευτισμού που κινδυνεύει να αποξενώσει τους συμμάχους της Ρώμης στην ΕΕ καθώς και τις αγορές. Η Μελόνι εξέφρασε επίσης την ιδέα της επαναδιαπραγμάτευσης των όρων με τους οποίους η Ιταλία έχει πρόσβαση σε περίπου 200 δισεκατομμύρια ευρώ από τα ταμεία ανάκαμψης της ΕΕ μετά την πανδημία.

Το μεγαλύτερο ερώτημα είναι εάν η νέα κυβέρνηση θα έχει την ικανότητα και την αποφασιστικότητα να συνεχίσει τις οικονομικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησε ο Ντράγκι. Αυτές αποτελούν προϋπόθεση για τη συνέχιση της αποδέσμευσης των κονδυλίων της ΕΕ.

Τα κίνητρα για τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας είναι σαφή. Αλλά είναι επίσης προφανής και η πιθανότητα τα δεξιά κόμματα – που δεν έχουν την ίδια θεώρηση σε όλα τα οικονομικά ζητήματα – να καταλήξουν σε εσωτερικές διαμάχες που θα εμποδίσουν τη μεταρρύθμιση. Το θλιβερό ιστορικό των κυβερνήσεων του Μπερλουσκόνι σχετικά με την οικονομική μεταρρύθμιση χρησιμεύει ως υπενθύμιση ότι ακόμη και μια στιβαρή δεξιά κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν αποτελεί εγγύηση προόδου για την Ιταλία.

Η ευκαιρία δόθηκε στη Μελόνι επειδή διεξήγαγε μια αποτελεσματική εκστρατεία και ξεχώρισε ως η μόνη σημαντική ηγέτης του κόμματος που δεν εντάχθηκε στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Ντράγκι. Αλλά μάλλον γνωρίζει ότι οι περισσότεροι Ιταλοί πρωθυπουργοί από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά δεν έφτασαν καν κοντά στο να ολοκληρώσουν πλήρη πενταετή θητεία, πέφτοντας θύματα πολιτικής ίντριγκας και απώλειας εξουσίας. Αν τα πράγματα εξελιχθούν διαφορετικά για την δική της πρωθυπουργία, αυτό μπορεί να είναι το μεγαλύτερο από όλα τα επιτεύγματά της.

Πρόσφατα Άρθρα