Η απελθούσα Μνημονιακή δεκαετία (2009-2019) στην Ελλάδα επέφερε δυστυχώς, μεταξύ άλλων, παραγωγική και κοινωνική καθίζηση, ιδιωτικοποιήσεις, και κατά ορισμένους αναλυτές, δωροδοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων που οδήγησαν, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, σε λειτουργική απομείωση τους, προς όφελος της κερδοφορίας τους και σε βάρος της εξυπηρέτησης των πολιτών.

Επιπλέον, οι ασκούμενες μνημονιακές πολιτικές επέφεραν εξάρτηση και έλεγχο της ελληνικής οικονομίας, απομείωση της εργασίας, των εισοδημάτων, των συντάξεων και του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας του πληθυσμού, με στόχο, σύμφωνα με τους δανειστές και τις ελληνικές κυβερνήσεις, την δημοσιονομική εξυγίανση και την αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Όμως ποια δημοσιονομική εξυγίανση και ποια αναπτυξιακή προοπτική;

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα: Αντίδραση στον πληθωρισμό και πρόκληση συνθηκών ύφεσης

Στα ερωτήματα αυτά η οικονομική πολιτική των πρώτων ετών της τρέχουσας δεκαετίας (2020) απαντά από άποψη στρατηγικής και μεθοδολογικής αντίληψης, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, με την υποταγή του αντικειμενικού (πραγματικές αναπτυξιακές, τεχνολογικές και κοινωνικές ανάγκες) στο υποκειμενικό (ιδεολογικό-πολιτική επιλογή, ευρωπαϊκά κονδύλια και προσανατολισμοί, επίκληση ξένου κεφαλαίου, κ.λ.π.).

Έτσι, σε όρους εφαρμοσμένης πολιτικής η στρατηγική αυτή εισήγαγε, κατά βάση, στην αγορά των επιχειρήσεων συνθήκες ανταγωνιστικότητας-κόστους και όχι ανταγωνιστικότητας-τιμής και ως εκ τούτου περαιτέρω ευελιξίας της αγοράς εργασίας και των εργασιακών σχέσεων καθώς και αποδιάρθρωσης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (Ν.4826/2021 για την κεφαλαιοποίηση και την οργάνωση της αγοράς της επικουρικής ασφάλισης), θεωρούμενα ως κατεξοχήν μέτρα ενίσχυσης της αναπτυξιακής προοπτικής της ελληνικής οικονομίας.

Οι επιλογές αυτές οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής συναντώνται στα τέλη της δεκαετίας του 2010 με την μερική απασχόληση της μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα στο επίπεδο του 29,8% από 11,05% (2002), καταγράφοντας μία αύξηση 18,75 ποσοστιαίων μονάδων ή 267%. Ταυτόχρονα συναντήθηκαν με την μείωση της πλήρους απασχόλησης στο επίπεδο του 70,2% στα τέλη της δεκαετίας του 2010 από 88,95% (2002).

Παράλληλα, κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2020 η ποσοτική επέκταση όλων των μορφών ευελιξιών (αμοιβών, χρόνου εργασίας, συλλογικών συμβάσεων εργασίας, απασχόλησης) που συντελείται από τις ασκούμενες πολιτικές αποκτά ταυτόχρονα και ποιοτική διάσταση, με την έννοια ότι η ευελιξία στην αγορά εργασίας συμβάλλει στην «μείωση» του πραγματικού επιπέδου της ανεργίας, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την μείωση των αμοιβών, την αύξηση των ανισοτήτων και την διάβρωση της κοινωνικής συνοχής. Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το ΑΕΠ το 2022 στην χώρα μας αυξήθηκε κατά 5,9% με αποτέλεσμα, όπως υποστηρίζεται, να συμβάλλει στην μείωση της ανεργίας στο 12,4% τον Δεκέμβριο του 2022 από 12,9% τον Δεκέμβριο του 2021.

Συγκεκριμένα, τον Δεκέμβριο του 2021 υπήρχαν 4,082 εκατομ. απασχολούμενοι, 606.000 άνεργοι και 3,157 εκατομ. μη ενεργοί. Τον Δεκέμβριο του 2022 υπήρχαν 4,171 εκατομ. απασχολούμενοι, 589.000 άνεργοι και 3,055 εκατομ. μη ενεργοί. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μείωση της ανεργίας που εμφανίζεται τον Ιανουάριο του 2023 στο επίπεδο του 10,8% του εργατικού δυναμικού δεν οφείλεται στην αύξηση της απασχόλησης αλλά στην μεγάλη μείωση των ανέργων οι οποίοι μεταφέρθηκαν στον μη ενεργό πληθυσμό.

Συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 2023 η απασχόληση μειώθηκε δεδομένου ότι οι απασχολούμενοι ήταν 4,145 εκατομ. άτομα. Με άλλα λόγια η απασχόληση μειώθηκε κατά περίπου 26.000 άτομα, ενώ οι άνεργοι ήταν 502.000 άτομα, μειωμένοι δηλαδή κατά 88.000 άτομα σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2022 και οι μη ενεργοί παρουσιάζονται αυξημένοι κατά 110 χιλ. άτομα, από 3,055 εκατομ. άτομα τον Δεκέμβριο του 2022 σε 3,165 εκατομ. άτομα τον Ιανουάριο του 2023. Αυτές οι εξελίξεις περισσότερο της αύξησης των ευελιξιών και λιγότερο σε πραγματικούς όρους της μείωσης της ανεργίας επαληθεύονται και από την έναρξη λειτουργίας του ταμείου επικουρικής κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης (ΤΕΚΑ), στο οποίο σύμφωνα με τα στοιχεία του 2022, εγράφησαν σε αυτό περίπου 150.000 νέοι πρωτοασφαλισμένοι εργαζόμενοι (Οικονομικός Ταχυδρόμος, 18/12/2022) σε χαμηλής ποιότητας και αμοιβών θέσεων εργασίας οι οποίες κατά 50% είναι θέσεις ημιαπασχόλησης με μέσο μηνιαίο μισθό 360 ευρώ.

Στις συνθήκες αυτές, μεταξύ άλλων, των ευελιξιών στην αγορά εργασίας και των χαμηλών αμοιβών στην ελληνική οικονομία, η επιστροφή στην δημοσιονομική πειθαρχία με την καθοδήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μετά το τέλος της περιόδου αναστολής της ενισχυμένης εποπτείας (ρήτρα διαφυγής), σηματοδοτεί την απαίτηση της Επιτροπής για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 2% του ΑΕΠ για το 2024 και μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό που ΑΕΠ κατά (1/20 ή 5%) κάθε έτος. Κι’ αυτό γιατί, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής, «οι δημοσιονομικές πολιτικές το 2024 θα πρέπει να διασφαλίζουν τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους και να προωθούν τη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη σε όλα τα κράτη-μέλη».

Όμως, οι απαιτήσεις αυτές της Επιτροπής σημαίνουν περικοπές των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2024 κατά τέσσερα δις ευρώ και μείωση του δημόσιου χρέους κατά 40% μέχρι το 2032, γεγονός που σημαίνει ότι σε οκτώ χρόνια το δημόσιο χρέος από 188% του ΑΕΠ (2022) θα πρέπει να μειωθεί στο 120% του ΑΕΠ το 2032. Με άλλα λόγια, αν θεωρήσουμε ότι το δημόσιο χρέος ως ποσό 410 δις ευρώ (188% του ΑΕΠ) παραμείνει σταθερό και δεν αυξηθεί περαιτέρω θα πρέπει το ΑΕΠ στην Ελλάδα να αυξάνεται 5% κάθε χρόνο μέχρι το 2032.

Αν λάβουμε υπόψη στους υπολογισμούς μας και το κόστος μετάβασης (78 δις ευρώ μέχρι το 2070) του ΤΕΚΑ, το οποίο όσο θα περνούν τα χρόνια και θα μειώνονται οι νέοι που θα εισφέρουν στο υπάρχον διανεμητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης, τότε το ΑΕΠ θα πρέπει να αυξάνεται κατά 5,25% τον χρόνο. Στη προοπτική αυτή αναδεικνύεται ότι τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και στα κράτη-μέλη η μακροοικονομική και δημοσιονομική αβεβαιότητα και πειθαρχία δεν αφορά μόνο τη παρούσα συγκυρία.

Αφορά, όπως προκύπτει από τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία της εργασίας μας, την Ελλάδα και άλλα κράτη-μέλη, τουλάχιστον κατά τα επόμενα 2023-2032 χρόνια. Ειδικότερα για την χώρα μας επιφυλάσσεται μία τέτοια δυσοίωνη προοπτική μετά τη προσαρμογή (λιτότητα) των 185 δις ευρώ που επιβλήθηκε στις συντάξεις και τους μισθούς, καθώς και στις κοινωνικές δαπάνες, την δημόσια περιουσία, τα δημόσια αγαθά, τις υποδομές, την αγορά εργασίας, τις εργασιακές σχέσεις, κ.λ.π κατά την απελθούσα δεκαετία 2010-2019.

* Σάββας Γ. Ρομπόλης, Ομότ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου – Βασίλειος Γ. Μπέτσης, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts