Η είδηση ότι η αμερικανική ειδησεογραφική ιστοσελίδα Vice κατέθεσε αίτηση για πτώχευση έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στους κύκλους των μέσων ενημέρωσης ανά τον κόσμο.

Μια ιστοσελίδα η οποία πρότασσε την εναλλακτική, αλλά κυρίως την ερευνητική δημοσιογραφία, εν τέλει δεν κατάφερε να επιβιώσει υπό το βάρος των οικονομικών αναγκών.

Vice: Από το Πούλιτζερ στην πτώχευση και στην εξαγορά από τους πιστωτές

Με άρθρο γνώμης στον Guardian, η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Μάργκαρετ Σάλιβαν επιδιώκει να κάνει μια πρώτη αποτίμηση ως προς το πού κατευθύνονται τα ψηφιακά μέσα ενημέρωσης, μετά την πρόσφατη «διαγραφή» από την ειδησεογραφία του Vice.

  • Υπάρχει μέλλον κι αν ναι είναι βιώσιμο (οικονομικά);
  • Η δημοσιογραφία όπως την ξέρουμε επί του παρόντος στο διαδίκτυο εξυπηρετεί τις ανάγκες του αναγνωστικού κοινού;
  • Πώς τα social media έχουν φέρει νέα τάξη πραγμάτων στο χώρο της ενημέρωσης;

Στα ερωτήματα αυτά επιχειρεί να δώσει απαντήσεις η Σάλιβαν. Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο της στην ιστοσελίδα του Guardian.

«Στο θεμελιώδες δοκίμιο του 2009, «Newspapers and Thinking the Unthinkable», ο εξαίρετος καθηγητής του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, Κλέι Σίρκι, επεσήμανε ότι η δημοσιογραφία όπως την ξέραμε για δεκαετίες είχε τελειώσει -και για καλό λόγο.

Ο λόγος, με δυο λόγια: το διαδίκτυο.

Και σίγουρα είχε δίκιο. Με μερικές αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, οι εφημερίδες -κάποτε ο πυρήνας της αμερικανικής δημοσιογραφίας- πεθαίνουν δεξιά και αριστερά.

Τώρα, οι μεγάλες εταιρείες των ψηφιακών μέσων ενημέρωσης, που κάποτε ήταν η μεγάλη ελπίδα των ειδήσεων μετά τα έντυπα, φαίνεται να κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση.

Τις τελευταίες εβδομάδες και μήνες, οι ψηφιακές αίθουσες σύνταξης έχουν σημειώσει τεράστιες επιτυχίες. Το BuzzFeed News έκλεισε ξαφνικά, αφήνοντας πολλούς εξαιρετικά ταλαντούχους δημοσιογράφους χωρίς δουλειά (για όποιον νομίζει ότι ήταν μια ιστοσελίδα για viral βίντεο με γάτες, υπενθυμίζεται ότι το ειδησεογραφικό του τμήμα έλαβε πολλά βραβεία δημοσιογραφίας όλα αυτά τα χρόνια). Η Vox Media απέλυσε πρόσφατα το 7% του προσωπικού της και άντλησε κεφάλαια με βάση την αποτίμησή της περίπου στο ήμισυ της αξίας της το 2015.

Στη συνέχεια, την περασμένη Δευτέρα, ήρθε άλλο ένα σημαντικό πλήγμα: η ιστοσελίδα Vice υπέβαλε αίτηση για πτώχευση. Σε ρεπορτάζ τους οι New York Times ήταν αμείλικτοι, αποκαλώντας το Vice έναν «ψηφιακό κολοσσό σε παρακμή» και σημειώνοντας ότι κάποια στιγμή εκτιμήθηκε ότι άξιζε 5,7 δισ. δολάρια.

Είναι ακριβώς όπως το είχε προβλέψει ο Σίρκι πριν από περισσότερο από μια δεκαετία, καθώς συνέκρινε την έλευση του διαδικτύου με την αντίστοιχη του τυπογραφείου του Gutenberg. Η επικοινωνία είναι τελείως διαταραγμένη.

«Έτσι είναι οι πραγματικές επαναστάσεις. Τα παλιά πράγματα σπάνε πιο γρήγορα από ό,τι τα νέα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους», έγραψε ο Σίρκι. Και μέσα στο χάος που ακολούθησε, είναι εξαιρετικά δύσκολο να δούμε τι θα συμβεί στη συνέχεια: «Η σημασία οποιουδήποτε συγκεκριμένου πειράματος δεν είναι εμφανής τη στιγμή που εμφανίζεται, οι μεγάλες αλλαγές σταματούν, οι μικρές αλλαγές εξαπλώνονται».

Έτσι συμβαίνει με τα μέσα ενημέρωσης -τη δημοσιογραφία, ας την πούμε- στην ψηφιακή εποχή. Πολλά από τα μεγαλύτερα πειράματα αποτυγχάνουν.

Ποιο είναι το πρόβλημα στις ψηφιακές ειδήσεις; Το αναγνωστικό κοινό, σε πολλές περιπτώσεις, είναι εκεί. Όμως τα κέρδη δεν ακολουθούν, ή τουλάχιστον όχι με βιώσιμο τρόπο. Τα έσοδα από την ψηφιακή διαφήμιση, που κάποτε θεωρείτο ότι βασίζονταν στο μέγεθος του αναγνωστικού κοινού, πήγαιναν αντ’ αυτού στις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ιδιαίτερα στο Facebook.

Οι επενδυτές των venture capitals που είχαν χρηματοδοτήσει τις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες απογοητεύτηκαν και έγιναν ανυπόμονοι.

«Πολλά, πολλά πράγματα πήγαν στραβά», δήλωσε ο Μπεν Σμιθ, ο πρώην κορυφαίος συντάκτης του BuzzFeed News, στον Τζον Φαβρό στο podcast Offline, σημειώνοντας ότι «τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν λειτούργησαν όπως νομίζαμε».

Στην πραγματικότητα, αυτό που είπε ο Σμιθ, του οποίου το νέο βιβλίο, «Traffic», παρακολουθεί την άνοδο και την παρακμή του ονείρου των ψηφιακών ειδήσεων, «το ίδιο το διαδίκτυο καταρρέει». Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, όμως οι χρήστες του Twitter -και εκατοντάδες απολυμένοι δημοσιογράφοι- θα δυσκολεύονταν να διαφωνήσουν.

Έτσι, όταν πρόκειται για τις ειδήσεις στην πλήρως ψηφιακή εποχή, τι θα λειτουργήσει; Τι θα θεωρείται επιτυχές, όχι μόνο οικονομικά αλλά και αναφορικά με την εξυπηρέτηση της ανάγκης του κοινού για ειδήσεις και πληροφορίες βασισμένες σε γεγονότα;

Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση, επειδή βρισκόμαστε ακόμη πλήρως στη μετάβαση της ψηφιακής επανάστασης και του χάους που αναγνώρισε ο Σίρκι. Ορισμένα πειράματα αποτυγχάνουν, άλλα πιάνουν.

Είναι ενθαρρυντικό να βλέπεις την επιτυχία ποιοτικών ειδησεογραφικών ιστοσελίδων της πρώτης ψηφιακής τεχνολογίας, όπως το ProPublica, που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό -αν και όχι αποκλειστικά- από τη φιλανθρωπία. Οι New York Times ευδοκιμούν στην ψηφιακή εποχή, εν μέρει λόγω πρωτοβουλιών που δεν έχουν καμία σχέση με τις ειδήσεις -εθιστικοί γρίφοι, μια εφαρμογή μαγειρικής και την ιστοσελίδα αναθεώρησης προϊόντων γνωστή ως Wirecutter. Η Wall Street Journal έχει ένα αδιαπέραστο paywall και ένα εύπορο κοινό που θεωρεί απαραίτητη την κάλυψή της στα επιχειρηματικά πεπραγμένα. Η μικρή τοπική ειδησεογραφική ιστοσελίδα Mississippi Today -χρηματοδοτούμενη από μέλη, εκδηλώσεις και φιλανθρωπίες- κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ τον περασμένο μήνα. Έχει ιδρυθεί μόλις πριν από επτά χρόνια.

Τα μέσα ενημέρωσης που ανήκουν σε δισεκατομμυριούχους, όπως η Washington Post, μπορεί να έχουν μεγαλύτερη σταθερότητα από τα περισσότερα μέσα, όμως εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την απώλεια εσόδων από τις διαφημίσεις. Ακόμη και οι δισεκατομμυριούχοι δεν θέλουν να υποστούν απώλειες επ’ αόριστον. (η συντάκτρια αναφέρει ως παράδειγμα τον Γουόρεν Μπάφετ, ο οποίος εγκατέλειψε εντελώς τις εφημερίδες πριν από μερικά χρόνια, αφού δήλωσε σε μια συνέντευξη ότι η βιομηχανία έχει καταντήσει ένα «τοστ»).

Ο Guardian, που ανήκει στο Σκοτ Τραστ και υποστηρίζεται από το κληροδότημά του, υποστηρίζεται επίσης από τους αναγνώστες του, ένα βασικό στοιχείο της τρέχουσας οικονομικής του υγείας.

Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει ενιαία λύση -και αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο στις αρχές της ψηφιακής επανάστασης.

«Διαφοροποιημένα έσοδα», είναι η καλύτερη απάντηση του Σμιθ σε ένα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο για το μέλλον της δημοσιογραφίας.

Έχει δίκιο. Οι εφημερίδες εξαρτώνταν υπερβολικά από την έντυπη διαφήμιση και όταν έπεσαν από τον γκρεμό το 2008 (οι διαφημιστικές), το ίδιο έκαναν και αυτές. Το BuzzFeed και πολλοί άλλοι στοιχημάτισαν πολύ στο μοντέλο της διανομής στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όμως χωρίς να συνειδητοποιήσουν πλήρως ότι οι πλατφόρμες θα έπαιρναν μεγάλο μέρος από τα χρήματα της ψηφιακής διαφήμισης.

Η βαθύτερη ελπίδα μου είναι ότι οι καταναλωτές ειδήσεων -γνωστοί και ως πολίτες- και οι φιλάνθρωποι αναγνωρίζουν τη σημασία της ποιοτικής δημοσιογραφίας και είναι πρόθυμοι να την υποστηρίξουν.

Σε αυτήν την εποχή αβεβαιότητας, η σημασία της καλής δημοσιογραφίας είναι το μόνο σίγουρο στοίχημα.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επιχειρήσεις