Κανείς δεν κάνει εκστρατεία όπως ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Μήνες πριν τις εκλογές, τον Μάιο του 2023, ο τούρκος πρόεδρος παρουσίασε το σύνθημά του, «ο αιώνας της Τουρκίας», μπροστά σ’ ένα ζωντανό ακροατήριο χιλιάδων ατόμων.
Ο «αιώνας της Τουρκίας»
Το θέαμα περιλάμβανε μια ορχήστρα και μια χορωδία που ερμήνευσαν ένα θεματικό τραγούδι [1] με ραπ στίχο:
Ημουν ένα πουλί με σπασμένο φτερό
Εμεινα σιωπηλός για 100 χρόνια
Αλλά αρκετά, αρκετά, μη σωπαίνεις
Ζήσε ελεύθερα, πάντα ελεύθερα!
Το ρεφρέν έλεγε: «ας αρχίσει ο αιώνας της Τουρκίας – όχι αύριο, σήμερα!» Ως αποκορύφωμα, ο Ερντογάν εκφώνησε μια τυπικά πομπώδη ομιλία.
Περιγράφοντας ορισμένες από τις εγχώριες πολιτικές του – όπως τη μετατροπή της εμβληματικής βυζαντινής εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, της Αγίας Σοφίας, σε τζαμί – ως «πρόκληση στην παγκόσμια ηγεμονία», υποσχέθηκε [2] να καταστήσει την Τουρκία «μεταξύ των δέκα κορυφαίων [χωρών] του κόσμου στην πολιτική, την οικονομία, την τεχνολογία, και τη διπλωματία».
Το τέλος της φαντασίωσης
Το θέαμα είχε σκοπό να διαχύσει το όραμά του για την τουρκική δημοκρατία κατά τη χρονιά της εκατονταετηρίδας της: μια ανερχόμενη δύναμη στα πρόθυρα της ειρήνης και της ευημερίας που έχει βγει νικήτρια από τις πολλές μάχες της με τους ιμπεριαλιστές και είναι επιτέλους έτοιμη να πάρει τη θέση που της αξίζει ως παγκόσμια δύναμη, γράφουν σε ανάλυσή τους οι Asli Aydintasbas και Jeremy Shapiro.*
Σ’ αυτή τη φαντασίωση, με τον Ερντογάν στο τιμόνι, η αναζήτηση ταυτότητας για την Τουρκία που διήρκεσε δεκαετίες έχει τελειώσει. Είναι μια μετα-δυτική δύναμη, που δεν αναζητά πλέον την έγκριση της Δύσης, δεν επιδιώκει τα δυτικά φιλελεύθερα ιδεώδη, και δεν εξαρτάται από αυτήν.
Στην προ-Ερντογάν Τουρκία, η διατλαντική ταυτότητά της αγαπήθηκε και υποστηρίχθηκε, όχι μόνο ως γεωπολιτική αναγκαιότητα αλλά και ως κληρονομιά του ιδρυτή της, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος είπε ότι η επίτευξη «στο επίπεδο του σύγχρονου πολιτισμού» ήταν η αποστολή της νεαρής δημοκρατίας, ένας στόχος που οδήγησε σε μια δεκαετή, από πάνω προς τα κάτω, ώθηση για εκσυγχρονισμό και δυτικοποίηση.
Σήμερα, ωστόσο, σχεδόν κανείς στον δημόσιο τομέα δεν υπερασπίζεται τις δυτικές ιδέες ή τους δυτικούς θεσμούς. Οι τηλεοπτικοί σχολιαστές και οι πολιτικοί συστηματικά βάζουν στο ίδιο τσουβάλι τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη, και το ΝΑΤΟ και χλευάζουν όλους αυτούς ως υποκριτές, εκμεταλλευτές, και προσηλωμένους στην υποταγή της Τουρκίας.
Μεταστροφή στην εξωτερική πολιτική
Οι φιλο-δυτικοί φιλελεύθεροι Τούρκοι έχουν εκδιωχθεί από τις νυχτερινές τηλεοπτικές εκπομπές και έχουν αφαιρεθεί από τις σελίδες με τις απόψεις των εφημερίδων. Η χώρα έχει αποχωρήσει ακόμη και από τον Διαγωνισμό Τραγουδιού της Eurovision – την κιτς, πανευρωπαϊκή μουσική εκδήλωση που διεξάγεται από το 1956.
Παρόμοια μεταστροφή συντελείται και στην εξωτερική πολιτική της. Τις δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, προσπάθησε να προστατευτεί από την πανταχού παρούσα απειλή του σοβιετικού επεκτατισμού, αγκιστρώνοντας τον εαυτό της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς και προσπαθώντας να πλησιάσει τις προηγμένες και ευημερούσες δυτικές δημοκρατίες.
Η Ουάσιγκτον έβλεπε την Τουρκία με όρους Ψυχρού Πολέμου, ως ένα χρήσιμο συνοριακό κράτος στον αγώνα κατά του κομμουνισμού και της σοβιετικής επιρροής. Η Τουρκία δεν ήταν ποτέ πλήρως Δυτική ή δημοκρατική.
Αλλά κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, το γεγονός ότι οι κοσμικές ελίτ της χώρας ήθελαν να αγκυρώσουν τη χώρα στη Δύση ήταν αρκετά καλό για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ.
Σήμερα, η εικόνα είναι πολύ διαφορετική. Από τότε που ο Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία το 2002, και ιδίως μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος κατά της κυβέρνησής του το 2016, η σχέση της Ουάσιγκτον με την Αγκυρα επιδεινώνεται σταθερά. Είναι πλέον λιγότερο υγιής από τις σχέσεις που έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες με πολλές μη ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις.
Αντίπαλος οι ΗΠΑ
Οι τούρκοι πολιτικοί, συμπεριλαμβανομένου του Ερντογάν, συχνά χαρακτηρίζουν οργισμένα τις Ηνωμένες Πολιτείες ως αντίπαλο και όχι ως εταίρο. Για παράδειγμα, όταν η Ουάσιγκτον επέβαλε κυρώσεις στην Τουρκία το 2020 για την αγορά πυραυλικών συστημάτων επιφανείας-αέρος S-400 από τη Ρωσία, ο Ερντογάν χαρακτήρισε [3] την απόφαση των ΗΠΑ «κατάφωρη επίθεση» κατά της τουρκικής κυριαρχίας και ισχυρίστηκε ότι «ο σκοπός [των κυρώσεων] είναι να εμποδίσει τα βήματα που έχει κάνει η χώρα μας στην [αμυντική] βιομηχανία και να μας κρατήσει υποταγμένους».
Στο μεταξύ, στην Ουάσιγκτον, ορισμένοι αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αμφισβητούν ανοιχτά τη δέσμευση της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και φοβούνται ότι η Αγκυρα πλησιάζει όλο και περισσότερο στη Μόσχα.
Αλλά αυτός ο αμοιβαίος θυμός έχει αρχίσει πρόσφατα να ψυχραίνεται και να μετατρέπεται σε κάτι που μοιάζει με αποδοχή. Οι τούρκοι αξιωματούχοι κατανοούν τώρα ότι η απόκλισή τους από το ΝΑΤΟ δεν είναι μια ανώμαλη παρέκκλιση αλλά ένας τελικός προορισμός.
Η Τουρκία του Ερντογάν λειτουργεί με βάση την παραδοχή ότι η Δύση βρίσκεται σε παρακμή και ότι αναδύεται ένας πολυπολικός κόσμος, ο οποίος φαινομενικά παρέχει ανοίγματα για την άνοδό της σε καθεστώς μεγάλης δύναμης. Αλλά δεν θέλει ν’ αλλάξει στρατόπεδο, απομακρυνόμενη από το ΝΑΤΟ, και προς τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, έναν ευρασιατικό οργανισμό άμυνας και ασφάλειας που συγκροτήθηκε το 2001 από την Κίνα και τη Ρωσία σε μια προσπάθεια ν’ ανταγωνιστεί τη βορειοατλαντική συμμαχία.
Ενα πόδι σε κάθε στρατόπεδο
Αντίθετα, η Τουρκία θέλει να κρατήσει ένα πόδι σε κάθε στρατόπεδο, ενώ παράλληλα θα επεκτείνει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία και την οικονομική της δύναμη ευρύτερα.
Παρόλο που ο Ερντογάν επιδιώκει μια σαφή ρήξη με τη Δύση όσον αφορά την ιδεολογία, τον πολιτισμό, και την ταυτότητα, προσπαθεί επίσης να ακολουθήσει μια προσεκτικά βαθμονομημένη πολιτική εξισορρόπησης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, ελπίζοντας να βρει περισσότερες ευκαιρίες ώστε να μπορεί η Τουρκία ν’ ασκήσει επιρροή.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν ν’ αντιστρέψουν τη ροή της ιστορίας και να επανεντάξουν την Τουρκία στη Δύση ή την ΕΕ. Η προσπάθειά της για ένταξη στην ΕΕ δεν είναι απλώς θνησιγενής, είναι νεκρή. Οι μέρες που ένας αμερικανός πρόεδρος μπορούσε να στέκεται δίπλα σε τούρκους ηγέτες και να κάνει κήρυγμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν περάσει.
Η Ουάσιγκτον, ωστόσο, μπορεί ακόμη να οικοδομήσει μια αποτελεσματική σχέση με το μετα-δυτικό κράτος που έχει γίνει η Τουρκία. Η Αγκυρα ίσως ν’ απέχει πολύ από το να είναι ο ιδανικός σύμμαχος και δεν θα συγκινηθεί από τις εκκλήσεις για κοινές αξίες ή τη σημασία αυτού που οι ΗΠΑ θεωρούν ως διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες. Αλλά ο πραγματισμός του Ερντογάν, οι περιφερειακές φιλοδοξίες του, και ο συναλλακτικός χαρακτήρας του καθιστούν πιθανή μια παραγωγική σχέση.
Οι καλύτεροι άσπονδοι φίλοι
Στην ουσία, η στρατηγική της κυβέρνησης Μπάιντεν για την Τουρκία ήταν να κρατήσει μια ευγενική απόσταση από την Αγκυρα. Αυτό σήμαινε μείωση στη συχνότητα της προεδρικής διπλωματίας που χαρακτήριζε μεγάλο μέρος της εποχής Τραμπ, πολλές φορές εις βάρος των σχέσεων. Ως επί το πλείστον, η προσέγγιση του Μπάιντεν λειτούργησε καλά, μειώνοντας τις προσδοκίες και στις δύο πλευρές και καλύπτοντας τις διαφορές.
Η κυβέρνηση διατήρησε τους δεσμούς με την Τουρκία, αλλά μόνο σε θέματα άμεσης σημασίας, όπως η απόσυρση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν το 2021 και η συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας που επέτρεψε στην τελευταία να μεταφέρει σιτηρά μέσω της Μαύρης Θάλασσας.
Ο Ερντογάν διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην συμφωνία πείθοντας τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, να επιτρέψει την αποστολή σιτηρών από το ουκρανικό λιμάνι της Οδησσού –τουλάχιστον για έναν χρόνο. Ως ψιθυριστής [στο αυτί] του Πούτιν, ο Ερντογάν ήταν σχετικός.
Ωστόσο, η αμερικανοτουρκική συνεργασία σε ευρύτερες γεωπολιτικές προκλήσεις ήταν χαμηλών τόνων ή ανύπαρκτη. Και η κυβέρνηση Μπάιντεν εξακολουθεί ν’ ανησυχεί σιωπηλά για την αυταρχική περιφερειακή προσέγγιση της Τουρκίας, ιδίως για τις απειλές της ότι θα εξαπολύσει εισβολή στη Συρία για να επιτεθεί στις υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ συριακές κουρδικές πολιτοφυλακές, τις οποίες η Aγκυρα θεωρεί ως προέκταση του PKK, του αυτονομιστικού κουρδικού κόμματος που τόσο η Τουρκία όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατατάσσουν στις τρομοκρατικές οργανώσεις.
Η αντιπαράθεση Αγκυρας – Αθήνας
Ανησυχία προκαλούν επίσης η κλιμάκωση του λεκτικού πολέμου της Αγκυρας με την Αθήνα για τα θαλάσσια σύνορα, και η σθεναρή υποστήριξη της Τουρκίας στη στρατιωτική εκστρατεία του Αζερμπαϊτζάν κατά της Αρμενίας, η οποία ανησύχησε την Ουάσιγκτον επειδή ήγειρε την πιθανότητα μιας ακόμα σύγκρουσης πλήρους κλίμακας, πρακτικά δίπλα στον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ωστόσο, ο Λευκός Οίκος έχει επιδείξει αυτοσυγκράτηση στην αντίδρασή του σ’ αυτές τις κινήσεις για να μην προκαλέσει τον σπινθήρα μιας αναμέτρησης. Στο πλαίσιο της εκτόνωσης με την κυβέρνηση Μπάιντεν, η Αγκυρα, επίσης, περιόρισε τη «διπλωματία των κανονιοφόρων» στην ανατολική Μεσόγειο, σταματώντας τις ενεργειακές έρευνες στ’ ανοικτά των ακτών της Κύπρου και μειώνοντας τις εντάσεις σχετικά με τις κυπριακές γεωτρήσεις στ’ αμφισβητούμενα ύδατα.
Η Τουρκία ήταν προσεκτική στο να μην στοχεύει άμεσα τις αμερικανικές δυνάμεις ή εγκαταστάσεις στη Συρία και τηρούσε με απροθυμία μια συμφωνία του 2019 με την Ουάσιγκτον που οριοθετούσε τις εδαφικές ζώνες οι οποίες ελέγχονται από τους Κούρδους κι εκείνες [που ελέγχονται] από την Τουρκία. Και παρά τον ευρέως διαδεδομένο αντιαμερικανισμό στην τουρκική κοινή γνώμη, ο Ερντογάν έχει αποφύγει σε μεγάλο βαθμό την άμεση αντιπαράθεση με την κυβέρνηση Μπάιντεν.
Ομως η απόσταση δεν κάνει πάντα την καρδιά ν’ αγαπά, και η ψυχρή ειρήνη μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας μοιάζει περισσότερο με φιλικό διαζύγιο παρά με αμοιβαία επωφελή συνεργασία. Εν τω μεταξύ, κατά την τελευταία δεκαετία, η ρωσοτουρκική σχέση έχει γενικά ευδοκιμήσει και έχει μέχρι στιγμής επιβιώσει της δοκιμασίας πίεσης που επέβαλε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
«Δεν βρίσκω σωστή τη στάση της Δύσης»
Ο Ερντογάν απέφυγε ν’ ασκήσει άμεση κριτική στις ρωσικές θηριωδίες και συχνά υποστήριξε το αφήγημα της Μόσχας ότι η Δύση προκάλεσε την εισβολή στην Ουκρανία. «Μπορώ να πω ξεκάθαρα ότι δεν βρίσκω σωστή τη στάση της Δύσης [απέναντι στη Μόσχα]», δήλωσε ο Ερντογάν τον Σεπτέμβριο του 2022. Η Τουρκία έχει αρνηθεί να συμμορφωθεί με τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και έχει διατηρήσει οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς με το Κρεμλίνο, οι οποίοι ενισχύονται από τη στενή προσωπική σχέση του Ερντογάν με τον Πούτιν.
Ταυτόχρονα, η Αγκυρα και η Μόσχα παραμένουν στρατηγικοί ανταγωνιστές, υποστηρίζοντας αντίθετες πλευρές σε πολέμους δι’ αντιπροσώπων στη Λιβύη και τη Συρία. Και παρά την άρνησή του να προσυπογράψει το δυτικό αφήγημα για τον πόλεμο στην Ουκρανία και να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία, ο Ερντογάν έχει ταχθεί με κάθε πρακτική έννοια στο πλευρό του Κιέβου στον αγώνα του κατά της Μόσχας, δημιουργώντας στενούς αμυντικούς βιομηχανικούς δεσμούς με την Ουκρανία, προμηθεύοντάς την με όπλα, και υποστηρίζοντας ακόμη και την αίτησή της για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Δεν θέλει, άλλωστε, να δει ρωσικό έλεγχο στη βόρεια πλευρά της.
Ο απόλυτος αναποφάσιστος
Οπως πολλές μεσαίες δυνάμεις, η Τουρκία επιδιώκει ν’ αποφύγει τη στρατηγική εξάρτηση, κινούμενη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Αλλά η κατάστασή της είναι ιδιαίτερα οξυμένη, και η Τουρκία θα μπορούσε να είναι ο απόλυτος αναποφάσιστος, διχασμένη όχι μόνο μεταξύ διάφορων ισχυρότερων χωρών αλλά και μεταξύ απολυταρχίας και δημοκρατίας, Ευρώπης και Ευρασίας, δυτικότροπου κοσμικού προσανατολισμού και συντηρητικού εθνικισμού.
Οι επιλογές του υπουργικού συμβουλίου του Ερντογάν σηματοδοτούν την πρόθεσή του να περιηγηθεί σ’ αυτή την περίπλοκη πορεία με μια στρατηγική αντιστάθμισης. Ο υπουργός Οικονομικών, Mehmet Simsek, ο υπουργός Εξωτερικών, Hakan Fidan, ο αντιπρόεδρος, Cevdet Yilmaz, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Yilmaz Tunc, και ο διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Ibrahim Kalin, εκπροσωπούν μια παράταξη εντός της τουρκικής ελίτ που πιστεύει ότι η Τουρκία θα μπορούσε να ενισχύσει τη θέση της, να βελτιώσει την οικονομία της, και να παρακάμψει την κυριαρχία της Ρωσίας πιο επιδέξια αν είχε καλύτερες σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη.
Αλλά είναι επίσης πιστοί, μακροχρόνιοι σύμμαχοι του Ερντογάν, τους οποίους εμπιστεύεται ότι μπορούν να συνεργαστούν καλά με τους δυτικούς ομολόγους τους χωρίς να ξεπουλήσουν τα τουρκικά συμφέροντα.
Αυτό είναι, γενικώς, μια θετική εξέλιξη για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους άλλους συμμάχους τους. Η Τουρκία βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών βασικών προκλήσεων εξωτερικής πολιτικής για την Ουάσιγκτον. Η στρατηγική θέση της στη Μαύρη Θάλασσα – η οποία συνδέει τη Ρωσία, τη Μέση Ανατολή, και την Ευρώπη – καθιστά τη χώρα σημαντικό παράγοντα στον πόλεμο στην Ουκρανία και κρίσιμη για τις προσπάθειες της Δύσης ν’ ανασχέσει τη Ρωσία.
Σημαντικός μοχλός
Σε περίπτωση που αρχίσουν διαπραγματεύσεις μεταξύ Κιέβου και Μόσχας, η σχέση του Ερντογάν με τον Πούτιν θα μπορούσε ν’ αποδειχθεί σημαντικός μοχλός για τη Δύση.
Και η σημασία της Τουρκίας για την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της εκτείνεται πέρα από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Για παράδειγμα, η Αγκυρα μπορεί επίσης να συμβάλει στην διατήρηση της σταθερότητας στον Καύκασο, όπου θα είχε τη δυνατότητα να πιέσει τους αζέρους συμμάχους της να καταλήξουν σε ειρηνευτική συμφωνία με την Αρμενία.
Το ίδιο ισχύει και στο Ιράκ και τη Συρία, μέρη όπου η τουρκική παρουσία βοηθά τις ΗΠΑ να διατηρήσουν μια ελάχιστη επιρροή. Τέλος, η Ουάσιγκτον ελπίζει ότι η Τουρκία μπορεί να βοηθήσει στη δημιουργία μιας βιώσιμης αρχιτεκτονικής μεταφοράς ενέργειας που θα επιτρέψει σ’ όλη την Ευρώπη να αξιοποιήσει τους δυνητικά τεράστιους πόρους της ανατολικής Μεσογείου.
Αντιμετωπίστε το
Για όλους αυτούς τους λόγους, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να επιδιώξει να σταθεροποιήσει τη σχέση της με την Αγκυρα, παρά το γεγονός ότι η Τουρκία έχει υιοθετήσει μια μετα-δυτική ταυτότητα στο εσωτερικό της και μια μετα-δυτική στάση στην εξωτερική της πολιτική. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κινηθεί προς μια πιο συναλλακτική νοοτροπία.
Η επιτυχής διαπραγμάτευση στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ ίσως να είναι ένα πρότυπο.
Ο Ερντογάν είχε σαφώς διάθεση συναλλαγής, και σε αντάλλαγμα για την υποστήριξη της αίτησης της Στοκχόλμης να ενταχθεί στη συμμαχία, απαίτησε παραχωρήσεις όχι μόνο από τη Σουηδία (συμπεριλαμβανομένου του τερματισμού του ανεπίσημου σουηδικού εμπάργκο όπλων στην Τουρκία, ενός πιο δρακόντειου σουηδικού αντιτρομοκρατικού νόμου, και της έκδοσης αρκετών αιτούντων άσυλο που συνδέονται με το ΡΚΚ) αλλά και από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στο παρασκήνιο, η κυβέρνηση Μπάιντεν πίεσε το αμερικανικό Κογκρέσο να πουλήσει F-16 στην Τουρκία, αεροσκάφη που η Αγκυρα ήθελε ν’ αγοράσει εδώ και χρόνια. Για να εξομαλύνει τον δρόμο, ο Λευκός Οίκος επεξεργάστηκε μια τριμερή συμφωνία που περιελάμβανε την πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-35 στην Ελλάδα. Στο τέλος, η συμφωνία έκανε όλες τις πλευρές αρκετά ευτυχισμένες, ακόμη και αν δεν ανταποκρινόταν στους κανόνες για το πώς οι σύμμαχοι πρέπει να συμπεριφέρονται ο ένας στον άλλον.
Η κεντρική σημασία του Ερντογάν
Το επεισόδιο αυτό ανέδειξε επίσης την κεντρική σημασία του Ερντογάν, ο οποίος παραμένει ο μοναδικός υπεύθυνος για τη λήψη αποφάσεων σε μείζονα ζητήματα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Ο τούρκος πρόεδρος επιδιώκει τη διεθνή αναγνώριση και νομιμοποίηση και δυσανασχετεί με το γεγονός ότι οι δυτικοί ηγέτες τον κρατούν σε απόσταση. Αλλά γνωρίζει επίσης το μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον γύρω από την Τουρκία και αναγνωρίζει την ανάγκη της να διατηρήσει δεσμούς με τη Δύση.
Ο τούρκος ηγέτης υπερηφανεύεται ότι είναι ο κορυφαίος διπλωμάτης της χώρας, αλλά συχνά δεν μπορεί να εκπληρώσει αυτή την αποστολή, επειδή, τα τελευταία χρόνια, οι περισσότεροι δυτικοί ηγέτες αποφεύγουν να συναντηθούν μαζί του.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, η κυβέρνηση Μπάιντεν έδωσε στον Ερντογάν την προβολή που επιθυμούσε, πραγματοποιώντας μια εξέχουσα διμερή συνάντηση μαζί του στο Βίλνιους, και μάλιστα κυκλοφόρησε ένα βίντεο [4] με τον Μπάιντεν να επαινεί πλήρως και να ευχαριστεί τον Ερντογάν.
Υπάρχει συζήτηση για μια επίσκεψη στον Λευκό Οίκο αργότερα φέτος, και η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Janet Yellen, συναντήθηκε πρόσφατα με τον Simsek, τον οικονομικό τσάρο της Τουρκίας. Σε μια εποχή οικονομικής αστάθειας στη χώρα του, αυτού του είδους η αμερικανική προσοχή παρέχει πολύτιμες διαβεβαιώσεις στους επενδυτές.
Ενα πιο συναλλακτικό modus vivendi θα αποδεικνυόταν από τη φύση του καιροσκοπικό και βραχυπρόθεσμο στις προοπτικές του. Ο στόχος θα ήταν να βρεθούν ρεαλιστικές ευκαιρίες που θα λειτουργούν και για τις δύο πλευρές και δεν θα επιβαρύνονται από απαιτήσεις για μόνιμη πίστη ή απαγορεύσεις στις τουρκικές σχέσεις με τη Ρωσία ή την Κίνα. Τρεις τομείς – η οικονομική συνεργασία, η Συρία, και τα ανθρώπινα δικαιώματα – φαίνονται άμεσα ώριμοι για τέτοια παζάρια.
Ενας φίλος σε ανάγκη
Η Τουρκία ίσως να πιστεύει ότι δεν χρειάζεται πλέον τη δυτική ομπρέλα ασφαλείας ή ότι δεν μπορεί να υπολογίζει σε αυτήν, αλλά η οικονομία της εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό συνυφασμένη με τις δυτικές αγορές. Η ΕΕ εξακολουθεί να είναι η κύρια εξαγωγική αγορά της και ο κύριος επενδυτής της. Η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε σοβαρή ύφεση, η οποία προκλήθηκε εν μέρει από την προσωπική κακοδιαχείριση της οικονομίας από τον Ερντογάν τα τελευταία χρόνια.
Οι πολιτικές του έχουν εξαντλήσει τα αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας, έχουν μειώσει δραματικά το κατά κεφαλήν εισόδημα, και έχουν υποβαθμίσει την αξία του νομίσματος. Αλλά μετά την επανεκλογή του, φαίνεται να έχει αντιστρέψει την πορεία του, διορίζοντας τον Simsek, έναν φιλικό προς την αγορά πρώην τραπεζίτη της Merrill Lynch, ως υπουργό Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών, και τον Hafize Gaye Erkan, πρώην συνδιευθύνοντα σύμβουλο και πρόεδρο της First Republic Bank [5], ως διοικητή της κεντρικής τράπεζας.
Ωστόσο, οι τουρκικές αγορές παραμένουν νευρικές και οι διεθνείς επενδυτές εξακολουθούν να παρακολουθούν για να δουν αν η νέα ομάδα μπορεί να αντιστρέψει την πορεία και να καταστήσει τη χώρα ασφαλή για ξένες επενδύσεις. Η Τουρκία θα χρειαστεί τελικά διεθνή χρηματοδότηση για να μπορέσει να μετακυλίσει το χρέος του ιδιωτικού τομέα και ν’ αποφύγει μια κρίση ισοζυγίου πληρωμών.
Χωρίς σαφείς ενδείξεις δυτικής υποστήριξης και χρηματοδότησης, η οικονομία της θα παραμείνει ασταθής και θα ακροβατεί ακόμη και στο χείλος της κατάρρευσης.
Η ανανεώσιμη ενέργεια της Αν. Μεσογείου
Η στήριξη αυτή θα μπορούσε να συνίσταται στην αναβίωση της ιδέας της αύξησης του συνολικού ετήσιου εμπορίου με τις Ηνωμένες Πολιτείες στα 100 δισεκατομμύρια δολάρια, στόχος που η κυβέρνηση Τραμπ δημοσιοποίησε το 2019 αλλά γρήγορα εγκατέλειψε.
Για την επίτευξή του, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να δηλώσει την πρόθεσή της να επεκτείνει το εμπόριο, να συνεργαστεί με τις ανεξάρτητες επιχειρηματικές οργανώσεις της Τουρκίας, και να ενθαρρύνει την ΕΕ να ξεκινήσει συνομιλίες μαζί της για την αναβάθμιση της υφιστάμενης αλλά ξεπερασμένης εμπορικής συμφωνίας τους.
Η Ευρώπη, άλλωστε, είναι ο κορυφαίος επενδυτής σε τουρκικές εταιρείες και η κορυφαία αγορά τουρκικών προϊόντων και υπηρεσιών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν επίσης να πιέσουν τις Βρυξέλλες να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με την Αγκυρα για την ενσωμάτωση τής στα σχέδια της ΕΕ για έναν πράσινο μετασχηματισμό, τα οποία περιλαμβάνουν την ανάπτυξη ανανεώσιμης ενέργειας από τη λεκάνη της Μεσογείου.
Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία θα μπορούσε να εγκαταλείψει τη στάση της στην ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο και να προσφέρει στην Ελλάδα και την Κύπρο πιο σταθερές σχέσεις. Κάνει ήδη πολλά για να βοηθήσει την Ευρώπη να διαχειριστεί τη μετανάστευση, και με άφθονους ενεργειακούς πόρους και φτηνό εργατικό δυναμικό, θα μπορούσε επίσης να μπει στον χάρτη ως παραγωγική βάση για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, καθώς προσπαθούν να «αποσυνδέσουν» την οικονομική τους σχέση με την Κίνα, μειώνοντας την εξάρτησή τους από τα κινεζικά προϊόντα.
Η Τουρκία δεν είναι γίγαντας της υψηλής τεχνολογίας και δεν διαθέτει βιομηχανία ημιαγωγών. Αλλά όταν πρόκειται για ένα ευρύ φάσμα άλλων αγαθών, μπορεί να καλύψει πολλές από τις ανάγκες της Ευρώπης.
Ο δρόμος για τη Δαμασκό
Η Συρία αποτελεί βασικό πυρήνα τριβής μεταξύ της Αγκυρας και της Ουάσιγκτον. Το κεντρικό ζήτημα είναι η αντίρρηση της Τουρκίας για τη συμμαχία της Ουάσιγκτον με τους Κούρδους της Συρίας. Η Ρωσία, εν τω μεταξύ, υποστηρίζει το καθεστώς Ασαντ, το οποίο η Τουρκία θεωρεί ως αδύναμο κράτος που δεν μπορεί ποτέ ν’ ανακτήσει πλήρως τη νομιμοποίησή του ή τον έλεγχο όλου του εδάφους του. Αλλά η Αγκυρα και η Μόσχα μοιράζονται την επιθυμία ν’ αποτρέψουν την κουρδική αυτοδιάθεση και να δουν την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τη βόρεια Συρία.
Για την επιδίωξη αυτών των στόχων, η Τουρκία έχει πραγματοποιήσει πολυάριθμες στρατιωτικές εισβολές στη Συρία και έχει στοχοποιήσει τους ηγέτες της συμμαχικής με τις ΗΠΑ κουρδικής διοίκησης στα βόρεια της χώρας, με μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Τα βήματα αυτά είναι αποσταθεροποιητικά κατά την άποψη της Ουάσιγκτον, καθώς εγείρουν το φάσμα μιας ευρύτερης κουρδοτουρκικής σύγκρουσης και αποδυναμώνουν την ικανότητα των Κούρδων να πολεμήσουν κατά της τρομοκρατικής ομάδας Ισλαμικό Κράτος (γνωστή και ως ISIS).
Αν θέλουν να σταθεροποιήσουν τις σχέσεις τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία θα πρέπει τελικά να μιλήσουν για τη Συρία και το μέλλον της. Και οι δύο πλευρές θα πρέπει να κάνουν βήματα που μέχρι στιγμής έχουν αποφύγει. Η αύξηση της αμερικανικής βοήθειας για τους σύρους πρόσφυγες στην Τουρκία και τη βόρεια Συρία θα ήταν μια καλή πρώτη κίνηση για την Ουάσιγκτον.
Η αυτονομία των Κούρδων της Συρίας
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να ενθαρρύνουν τους Κούρδους της Συρίας να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με το καθεστώς Ασαντ και να συμφωνήσουν να ενσωματωθούν στο συριακό κράτος με αντάλλαγμα κάποιο είδος περιφερειακής αυτονομίας. Η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να είναι ο μοναδικός χορηγός ενός πειράματος συριακής κουρδικής αυτονομίας.
Αν υπάρχει μια φόρμουλα περιφερειακής αυτονομίας για τους Κούρδους της Συρίας εντός των παραμέτρων ενός μελλοντικού συριακού κράτους, η Τουρκία δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να την αποδεχτεί, αρκεί η όποια συμφωνία να περιλαμβάνει εγγυήσεις ότι το PKK δεν θα έχει επιρροή εντός της υπό κουρδική ηγεσία περιφερειακής διοίκησης.
Μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει στην ενδεχόμενη απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία και να δώσει το έναυσμα για την ανοικοδόμηση του βόρειου τμήματός της με διεθνή χρήματα – με τη μερίδα του λέοντος των επενδύσεων να πηγαίνει αναπόφευκτα σε τούρκους εργολάβους.
Σε αντάλλαγμα γι αυτά τα βήματα από την πλευρά της Ουάσιγκτον, η Τουρκία θα πρέπει να υποστηρίξει μια συμφωνία μεταξύ των κούρδων ηγετών και του καθεστώτος στη Δαμασκό, να επιτρέψει το εμπόριο και τις μεταφορές μεταξύ των διαφόρων περιοχών στο εσωτερικό της Συρίας, και ν’ αποδεχθεί οποιαδήποτε συνταγματική ρύθμιση συμφωνήσουν τελικά οι Σύροι.
Κρατήστε μικρό καλάθι
Ο Ερντογάν έχει καταστήσει σαφές τα τελευταία χρόνια ότι δεν ενδιαφέρεται για πολιτικές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό [της χώρας του] και ότι δεν έχει μεγάλη υπομονή για τις δυτικές διαλέξεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Βραχυπρόθεσμες βελτιώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές ελευθερίες στην Τουρκία είναι συνεπώς απίθανες, ό,τι κι αν κάνει η Δύση.
Ομως ο πραγματισμός και η συναλλακτική συμπεριφορά του τούρκου προέδρου έχουν κατά καιρούς αποφέρει αποτελέσματα σε υποθέσεις υψηλού προφίλ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όταν η Ουάσιγκτον έχει πιέσει σκληρά.
Τα αποτελέσματα αυτά περιλαμβάνουν την απελευθέρωση από τη φυλακή το 2017 ακτιβιστών για τ’ ανθρώπινα δικαιώματα που είχαν φυλακιστεί επειδή φέρονταν να υποστήριξαν το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 κατά του Ερντογάν και τις απελευθερώσεις από τις φυλακές το 2018 του γερμανοτούρκου δημοσιογράφου Deniz Yücel, καθώς και του αμερικανού πάστορα Andrew Brunson.
Σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις, την αθόρυβη διπλωματία ακολούθησε ένα ξεδιάντροπο πάρε-δώσε, στο πλαίσιο του οποίου η Τουρκία έλαβε άσχετες παραχωρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των αναβαθμίσεων όπλων και της προμήθειας αρμάτων μάχης Leopard από τη Γερμανία.
Η Ουάσιγκτον μπορεί και πρέπει να διατηρήσει ζωντανή τη συζήτηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα με την Τουρκία και να διαπραγματευτεί σκληρά για να εξασφαλίσει την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων όπως ο Οσμάν Καβαλά, ένας ηγέτης της κοινωνίας των πολιτών που εκτίει σήμερα ποινή ισόβιας κάθειρξης σε τουρκική φυλακή με κατασκευασμένες κατηγορίες.
Τα προσφερόμενα λύτρα…
Αλλά αυτές οι συζητήσεις είναι καλύτερο να διεξάγονται κατ’ ιδίαν με μέλη του στενού κύκλου του Ερντογάν και με σαφείς προσδοκίες σχετικά με τα λύτρα που είναι διατεθειμένη να προσφέρει η Ουάσιγκτον.
Φυσικά, η Ουάσιγκτον θα πρέπει επίσης να συνεχίσει να υποστηρίζει τις προσδοκίες των τούρκων πολιτών που επιθυμούν μια καλύτερη δημοκρατία – και θα πρέπει να είναι συνεπής στη δημόσια επικοινωνία της για τέτοια θέματα.
Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να είναι μετριοπαθείς σχετικά με το τι μπορούν να επιτύχουν και να μην αφήνουν αυτές τις προσπάθειες να στέκονται εμπόδιο στην επίτευξη της προόδου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Προς το παρόν, η υποστήριξη της κοινωνίας των πολιτών, η εμβάθυνση των πολιτιστικών ανταλλαγών και της οικονομικής ολοκλήρωσης, και η συνεργασία με ένα ευρύ φάσμα τουρκικών θεσμών (συμπεριλαμβανομένων των πανεπιστημίων και των δήμων) θα μπορούσε να είναι πιο αποτελεσματική από την έκδοση δημόσιων τελεσίγραφων προς το καθεστώς.
Τι μας συμφέρει;
Ο Ερντογάν δεν πρόκειται ν’ αλλάξει και μια μετα-δυτική Τουρκία δεν θα είναι ο παραδοσιακός διατλαντικός σύμμαχος. Εχει τα δικά της συμφέροντα – ορισμένα από αυτά τα μοιράζεται με την Ουάσιγκτον, ορισμένα όχι. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν σταθερές σχέσεις με πολλούς δύσκολους εταίρους με τους οποίους δεν απολαμβάνουν πλήρη ευθυγράμμιση. Η αμερικανοτουρκική σχέση θα μπορούσε να βρίσκεται σε μια καλύτερη θέση που να λειτουργεί υπέρ της τουρκικής οικονομίας, να βοηθά την Αγκυρα να ισορροπήσει έναντι της Ρωσίας, και να παρέχει στην Ουάσιγκτον λίγη περισσότερη εμπιστοσύνη καθώς η επιρροή της Κίνας στη Μέση Ανατολή αυξάνεται.
Η Τουρκία του Ερντογάν είναι ένα πρωτότυπο του είδους της μεσαίας δύναμης που η Ουάσιγκτον θα πρέπει ν’ αναμένει ότι θα εμφανίζεται συχνότερα στην επερχόμενη εποχή του γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Ούτε εχθροί ούτε σύμμαχοι, οι δυνάμεις αυτές δεν θα κατανοήσουν τον αγώνα της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο και τη Μόσχα με ηθικούς ή ιδεολογικούς όρους.
Αντίθετα, θα επιδιώξουν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους από όλες τις πλευρές και θα αναρωτιούνται διαρκώς: Τι μας συμφέρει; Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να βρουν απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα που θα ξεπερνούν τα κενά εγκώμια για μια βασισμένη σε κανόνες τάξη, στην οποία κανείς δεν πιστεύει πραγματικά. Η δημιουργία μιας πιο ρεαλιστικής σχέσης με μια μετα-δυτική Τουρκία, βασισμένη σε αμοιβαία επωφελείς συναλλαγές, θα ήταν μια καλή αρχή.
* Ο Asli Aydintasbas είναι επισκέπτης συνεργάτης στο Κέντρο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη στο Ινστιτούτο Brookings, ανώτερος συνεργάτης πολιτικής στο European Council on Foreign Relations, και αρθρογράφος στην Washington Post.
Ο Jeremy Shapiro είναι διευθυντής Ερευνών στο European Council on Foreign Relations και μη μόνιμος ανώτερος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Brookings. Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Ομπάμα, υπηρέτησε στο προσωπικό σχεδιασμού πολιτικής του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών και ως ανώτερος σύμβουλος του βοηθού υπουργού Εξωτερικών για τις ευρωπαϊκές και ευρασιατικές υποθέσεις.
Πηγή: in.gr