Μια «ακτινογραφία» των επιπτώσεων της μεγάλης πλημμύρας στη Θεσσαλία παρουσιάζουν αναλυτές της Eurobank, αναλύοντας τόσο τις άμεσες όσο και τις έμμεσες συνέπειες της πρωτοφανούς καταστροφής. Συγκεκριμένα, η έκθεση αφορά τις επιπτώσεις στο ΑΕΠ, τον πληθωρισμό, την απασχόληση και τη διαμονή στην περιοχή, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και τα δημόσια οικονομικά.

ΣΕΒ: Προτάσεις για ελάφρυνση των πληγεισών επιχειρήσεων στη Θεσσαλία

Όπως ξεκαθαρίζουν εξαρχής οι αναλυτές, «αν και κρίσιμες πληροφορίες εξακολουθούν να μην είναι διαθέσιμες για την παραγωγή μιας ακριβούς εκτίμησης, η περίμετρος των ζημιών αναλύεται επίσης αξιοποιώντας τη διεθνή εμπειρία». Εξάλλου, καθώς η συχνότητα και η σοβαρότητα των φυσικών καταστροφών ενισχύεται όσο γίνονται πιο ορατές οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, αυτά αποτελούν έναν μακροπρόθεσμο κίνδυνο για τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τα δημόσια οικονομικά. «Απαιτείται ισχυρός, προληπτικός και συντονισμένος σχεδιασμός και πολιτική δράση προκειμένου να αποτραπεί η πρόκληση τέτοιων πληγμάτων στην ευημερία και τη φήμη της χώρας», τονίζεται.

Δύσκολη η εκτίμηση της καταστροφής

Οι αναλυτές της Eurobank τονίζουν ότι «μια ακριβής εκτίμηση των επιπτώσεων των πλημμυρών στη Θεσσαλία στα μακροοικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας είναι επί του παρόντος πολύ δύσκολη, δεδομένου ότι ούτε το μέγεθος των ζημιών ούτε αυτό των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης (καθώς και η σύνθεσή τους και ο χρόνος έναρξης εφαρμογής τους) μπορούν να υποτεθούν με αξιοπιστία». Ωστόσο, όπως σημειώνουν, μια αξιόπιστη προσέγγιση προσφέρει το γεγονός ότι η περιφέρεια Θεσσαλίας συνεισφέρει το 5,2% της συνολικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας που παράγεται στην Ελλάδα (και το 6,4% της συνολικής απασχόλησης). Από αυτό το μερίδιο, το 13,0% προέρχεται από τη γεωργία, τη δασοκομία και την αλιεία και το 13,4% από την τη μεταποίηση, δηλαδή τους δύο τομείς με τις μεγαλύτερες απώλειες λόγω των πλημμυρών. Εκτιμάται ότι περίπου το 23% της γης που χρησιμοποιείται για γεωργία και βιομηχανία στη Θεσσαλία έχει πλημμυρίσει. «Ως εκ τούτου, η περίμετρος της ετήσιας απώλειας παραγωγής σε αυτούς τους δύο τομείς είναι 0,7 δισ. ευρώ σε τιμές αγοράς».

Επιπλέον, σημειώνουν οι αναλυτές, το ΑΕΠ μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από την απώλεια των αποθεμάτων, καθώς πολλές αποθήκες έχουν καταστραφεί. Περαιτέρω, άλλοι τομείς στη Θεσσαλία, εκτός από τη γεωργία και τη μεταποίηση, θα επηρεαστούν επίσης έμμεσα (π.χ. εμπόριο, αποθήκευση, μεταφορές).

Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το σύνολο της παραγωγής των εν λόγω τομέων θα χαθεί φέτος: Ειδικά ο τομέας της μεταποίησης έχει ήδη πουλήσει μέρος της παραγωγής.

Η ευρωπαϊκή βοήθεια

Επιπλέον, συνεχίζουν οι αναλυτές της Eurobank, ένα μεγάλο μέρος (ή το σύνολο) της απώλειας εισοδήματος θα αναπληρωθεί από τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης. Ωστόσο, δεν είναι ακόμη γνωστό το μέγεθος των κονδυλίων που θα διατεθούν στην αποκατάσταση των ζημιών και τη στήριξη των εισοδημάτων των πληγέντων, σε ποια έργα και σε ποιο χρονικό ορίζοντα εκταμίευσης, πόσο μάλλον η έναρξη των έργων.

Η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν μίλησε στις 12/9 για κινητοποίηση 2,25 δισ. ευρώ από τα κονδύλια στήριξης της ΕΕ, ωστόσο δεν είναι σαφές πόσο από αυτά είναι φρέσκο χρήμα: μέρος αυτών προέρχεται από τα μη αναλωθέντα κονδύλια του Ταμείου Συνοχής και της ΚΑΠ που ειδάλλως θα χάνονταν. Τα ποσά αυτά εκτιμώνται σε 0,25 δισ. ευρώ. Τα υπόλοιπα 2 δισ. ευρώ αφορούν ανακατεύθυνση χρημάτων από τρέχοντα προγράμματα, οπότε δεν μπορούν να θεωρηθούν φρέσκο χρήμα. Επιπλέον, υπήρξε μια συζήτηση για χρηματοδότηση από το Ταμείο Αλληλεγγύης και ένα τρίτο αίτημα για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Και στις δύο περιπτώσεις είναι αβέβαιο αν τα χρήματα αυτά μπορούν να εξασφαλιστούν.

Τα μέτρα στήριξης

Στο ενημερωτικό σημείωμα της Eurobank υπογραμμίζεται ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε το Σάββατο, 16 Σεπτεμβρίου, μια σειρά μέτρων κατά τη διάρκεια της ομιλίας του για την κατάσταση της οικονομίας στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, μεταξύ των οποίων: α) η δημιουργία φορέα διαχείρισης υδάτων για την περιφέρεια Θεσσαλίας, β) η πρόταση για την υποχρεωτική ασφάλιση περιουσίας για ορισμένους τύπους επιχειρήσεων, γ) η επέκταση της χρηματοδότησης του αποθεματικού έκτακτης ανάγκης για φυσικές καταστροφές από 0,30 δισ. ευρώ σε 0,60 δισ. ευρώ μέσω της θέσπισης ειδικού φόρου στον τομέα της φιλοξενίας. Πέρα από τα χρήματα της ΕΕ, θα δοθούν χρήματα και από τον εθνικό προϋπολογισμό και ιδιωτική βοήθεια.

Το Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε ότι τις επόμενες ημέρες θα κατατεθεί στο κοινοβούλιο συμπληρωματικός προϋπολογισμός ύψους 0,60 δισ. ευρώ, αυξάνοντας τον τακτικό προϋπολογισμό κατά 0,15 δισ. ευρώ και τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων κατά 0,45 εκατ. ευρώ.

Το ΥΠΟΙΚ ανακοίνωσε επίσης έργα υποδομών ύψους περίπου 2,2 δισ. ευρώ για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας έναντι φυσικών καταστροφών, τα οποία χρηματοδοτούνται από τα ταμεία συνοχής της ΕΕ (ΕΣΠΑ 2014-20 και 2021-27) και το Ταμείο Ανάκαμψης. Έτσι, συγκρίνοντας την περίμετρο των τομέων που επλήγησαν άμεσα με το κονδύλι δημοσιονομικής στήριξης, οι άμεσες απώλειες του ΑΕΠ ενδέχεται να είναι περιορισμένες.

Δευτερογενείς επιπτώσεις στο ΑΕΠ

Από την άλλη πλευρά όμως, όπως τονίζεται, θα υπάρξουν και δευτερογενείς επιπτώσεις στο ΑΕΠ. Μέρος της παραγωγής της Θεσσαλίας αποτελούνταν από ενδιάμεσα αγαθά, που χρησιμοποιούνται ως εισροή παραγωγής σε βιομηχανίες στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αυτά θα πρέπει να υποκατασταθούν από άλλα. Πιθανότατα θα πρόκειται για εισαγόμενες και πιο ακριβές εισροές, και ως αποτέλεσμα η συνολική απώλεια για την οικονομία θα είναι μεγαλύτερη από την Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία που χάθηκε στη Θεσσαλία.

Η αγοραστική δύναμη πολλών Θεσσαλών, ιδιαίτερα εκείνων που έχουν υποφέρει περισσότερο από την καταστροφή, και η τάση τους να καταναλώνουν αγαθά και υπηρεσίες θα μειωθούν βραχυπρόθεσμα (λόγω της αντικειμενικής αδυναμίας να καταναλώσουν και μέχρι μέχρι να αρχίσουν να εφαρμόζονται τα μέτρα στήριξης). Αυτό μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη ζήτηση για άλλες παραγωγής των περιφερειών, αν και η μείωση αυτή δεν θα πρέπει να να είναι ποσοτικά πολύ μεγάλη.

Οι μεταφορές και η εφοδιαστική επηρεάζονται αρνητικά. Ο κύριος αυτοκινητόδρομος και ο σιδηρόδρομος που συνδέουν τον Βορρά και τον Νότο της ελληνικής ηπειρωτικής χώρας πλημμύρισαν και ήταν απροσπέλαστοι για σχεδόν μία εβδομάδα (δηλαδή το 1/52 ή σχεδόν το 2% ενός έτους, που δεν είναι αμελητέο). Ο αυτοκινητόδρομος άνοιξε στις 18 Σεπτεμβρίου, αλλά ο σιδηρόδρομος είναι ακόμα εκτός λειτουργίας και θα παραμείνει κλειστός για μακρά περίοδο.

Κατά συνέπεια (α) τα εμπορεύματα από τον Νότου δεν μπορούν να φτάσουν στο Βορρά και αντίστροφα (ή πρέπει να πραγματοποιήσουν μια δαπανηρή παράκαμψη) και (β) τα εμπορεύματα που εισέρχονται στον χώρα από το κομβικό λιμάνι του Πειραιά θα θα δυσκολεύονται (και θα κοστίζουν περισσότερο) να εξαχθούν.

Μακροπρόθεσμες επιπτώσεις

Επιπλέον, μπορεί να υπάρξει και μια πιο μακροπρόθεσμη επίπτωση: δεν μπορεί να υποτεθεί ότι η ζημία θα έχει πλήρως αντιστραφεί το επόμενο έτος, δεδομένου ότι οι υποδομές και τα ιδιωτικά κεφαλαιουχικά αγαθά χρειάζονται χρόνο για να αναπληρωθούν, ακόμη και αν υπάρχουν διαθέσιμα χρήματα. Ως εκ τούτου, κάποια σοκ στην πλευρά της προσφοράς της οικονομίας θα πρέπει να αναμένονται, καθώς και κάποια επίπτωση στο μακροπρόθεσμο δυνητικό ΑΕΠ.

Μετά από πολέμους και μεγάλες καταστροφές υπάρχει αρνητικός αντίκτυπος σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, όμως ακολούθως παρατηρείται μια θετική επίδραση στην παραγωγή καθώς αρχίζει η ανοικοδόμηση, οι επενδύσεις αυξάνονται και η παραγωγή επανέρχεται σε τροχιά. Πάντως, δεδομένου ότι μόνο ένα σχετικά μικρό τμήμα της χώρας επλήγη, αυτές οι επιπτώσεις θα είναι σχετικά μέτριες στο επίπεδο της χώρας.

Πιο συγκεκριμένα, οι απώλειες του ΑΕΠ θα είναι πιθανότατα περιορισμένες, καθώς η καταστροφή της παραγωγής και των υποδομών θα αντισταθμιστεί σε μεγάλο βαθμό από τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης και την επακόλουθη ενίσχυση των εισοδημάτων, την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Ωστόσο δεν μπορούν να αποκλειστούν κάποιες μακροπρόθεσμες επιπτώσεις από το σοκ της προσφοράς.

Φόβοι για τον πληθωρισμό

Η αύξηση του πληθωρισμού είναι πιθανή (τρέχουσα πρόβλεψη 4,3% για το οικονομικό έτος 2023), καθώς η καταστροφή της παραγωγής και των υποδομών θα προκαλέσει ελλείψεις. Οι τιμές των τροφίμων αναμένεται να επηρεαστούν σχετικά πιο σοβαρά, δεδομένου του σημαντικού μεριδίου της Θεσσαλίας στην εγχώρια αγροτική παραγωγή. Και πάλι, ο χρόνος και η έκταση είναι δύσκολο να προβλεφθούν.

Αρνητική επίπτωση αναμένεται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών καθώς η χαμένη παραγωγή (ιδίως στα γεωργικά προϊόντα), θα πρέπει να αντικατασταθεί από εισαγωγές, και οι ζημιές στις παραγωγικές δυνατότητες θα αποτελέσουν επίσης πλήγμα για τις εξαγωγές.

Ο αντίκτυπος μπορεί δυνητικά να είναι πιο μακροπρόθεσμος αν τα αγαθά από τη Θεσσαλία που εξάγονταν στο εξωτερικό υποκατασταθούν, με αποτέλεσμα ακόμη και όταν αποκατασταθεί η παραγωγή στη Θεσσαλία να υπάρχει ο κίνδυνος τα εν λόγω προϊόντα να μη ξαναβρούν την προηγούμενη θέση στις διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού. Οι παραγωγοί μπορεί να χρειαστεί να βρουν νέους αγοραστές για τα προϊόντα τους.

Το δημοσιονομικό ισοζύγιο

Όσον αφορά το δημοσιονομικό ισοζύγιο, εκτός από τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό 600 εκατ. ευρώ που αναφέρθηκε ανωτέρω, επιπλέον 35 εκατ. ευρώ θα μεταφερθούν στους κατοίκους των περιοχών που υπέστησαν πρόσφατα πλημμύρες και πυρκαγιές, κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλίας και στην περιφερειακή ενότητα Έβρου στην βορειοανατολική Ελλάδα, με τη μορφή κουπονιών τροφίμων (“Market Pass”). Παρ’ όλα αυτά, ο συνολικός δημοσιονομικός αντίκτυπος φέτος αναμένεται να είναι περιορισμένος, καθώς ένα μεγάλο μέρος της στήριξης θα προέρχεται από χρήματα της ΕΕ, ενώ ο εθνικός προϋπολογισμός έχει επίσης μαξιλάρι για να αξιοποιήσει. Επιπλέον, τα δημόσια έσοδα υπερκαλύπτουν συστηματικά τους στόχους, παρέχοντας έτσι βαθμούς ελευθερίας για την κάλυψη αυξημένων μέτρων στήριξης χωρίς απόκλιση από τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ (η κυβέρνηση περίμενε υπεραπόδοση σε πλεόνασμα 1,1% πριν από τις πλημμύρες).

Ωστόσο, αυτό σημαίνει ότι τα μέτρα ανακούφισης για τον πληθωρισμό θα πρέπει να περιοριστούν (π.χ. παράλειψη ενός γύρου “Market Pass” για τα νοικοκυριά στις μη πληγείσες περιοχές.
που εξετάζεται). Αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών με χαμηλότερο εισόδημα σε μια περίοδο που αναμένεται ένας δύσκολος χειμώνας (οι τιμές των καυσίμων αυξάνονται, οι τιμές των τροφίμων είναι ήδη υψηλές και ενδέχεται να αυξηθούν περαιτέρω μετά τις πλημμύρες, επιτόκια που αναμένεται να παραμείνουν υψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα, και δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι αυτός είναι ο τρίτος χειμώνας πληθωριστικών πιέσεων στη σειρά).

Από το 2024 και μετά, το ΥΠΟΙΚ εκτιμά ότι το πρόσθετο κόστος για την πρόληψη και την ανακούφιση από καταστροφές θα ανέλθει σε 300 εκατ. ευρώ ετησίως, εκ των οποίων το 80%, όπως αναφέρθηκε από τον Πρωθυπουργό, αναμένεται να χρηματοδοτηθεί μέσω ενός φόρου διαμονής σε ξενοδοχεία και άλλα καταλύματα βραχυχρόνιας διαμονής.

Δεδομένου ότι υποδομές και φυσικοί πόροι έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές, η απασχόληση θα επηρεαστεί αρνητικά. Επιπλέον, πολλοί άνθρωποι που μένουν στην ύπαιθρο μπορεί να μετακινηθούν στις τέσσερις μεγάλες πόλεις της περιφέρειας Θεσσαλίας (Λάρισα, Βόλος, Τρίκαλα και Καρδίτσα).

Κίνδυνοι για το μέλλον

Ο κίνδυνος στη χώρα όσον αφορά τις φυσικές καταστροφές, συνεχίζουν οι αναλυτές της Eurobank, αυξάνεται: Η συχνότητα και η σοβαρότητα των φυσικών καταστροφών φαίνεται να αυξάνεται παράλληλα με την κλιματική αλλαγή και αυτό αποτελεί έναν μακροπρόθεσμο κίνδυνο για την ανάπτυξη, τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, καθώς και για τα δημόσια οικονομικά. Ισχυρή, προληπτική και συντονισμένη δράση σχεδιασμού και πολιτικής απαιτείται προκειμένου να αποτραπεί η πρόκληση πληγμάτων στην ευημερία και τη φήμη της χώρας.

Σύμφωνα με την τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος μεταξύ 1980 και 2021, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης βίωσαν συγκλονιστικές οικονομικές απώλειες συνολικού ύψους περίπου 560 δισεκατομμυρίων ευρώ λόγω των καιρικών και κλιματικών συνθηκών που σχετίζονται με ακραία γεγονότα. Είναι ανησυχητικό ότι τα 56,6 δισ. ευρώ από αυτές τις απώλειες (10,1%) καταγράφηκαν μόνο το 2021. Η ανάλυση των τάσεων αυτών των οικονομικών απωλειών παρουσιάζει μια πρόκληση λόγω της μεγάλης μεταβλητότητας από έτος σε έτος. Παρ’ όλα αυτά, οι στατιστικές αναλύσεις έχουν δείξει μια ανησυχητική ανοδική πορεία των οικονομικών ζημιών με την πάροδο του χρόνου.

Επείγουσα ανάγκη για προληπτικά μέτρα – Τι συμβαίνει διεθνώς

Καθώς η συχνότητα και η ένταση των έντονων καιρικών φαινομένων και των ακραίων φαινομένων που σχετίζονται με το κλίμα προβλέπεται να αυξηθούν, φαίνεται όλο και πιο απίθανο η σχετική οικονομική επιβάρυνση να μειωθεί ως το 2030. Η τάση αυτή υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για προληπτικά μέτρα για τον μετριασμό των καταστροφικών οικονομικών επιπτώσεων αυτών των περιβαλλοντικών κινδύνων.

Σημειώνεται ότι τα επακόλουθα των περιπτώσεων πλημμυρών και καταιγίδων διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με την κλίμακα της καταστροφής και το μέγεθος της οικονομίας της πληγείσας χώρας. Για παράδειγμα, οι πλημμύρες της Κεντρικής Ευρώπης το 2002 προκάλεσαν την επανεκτίμηση της διαχείρισης του κινδύνου πλημμύρας στην Ευρώπη.

Αυτό ήταν εμφανές στη Γερμανία, όπου το οικονομικό βάρος της καταστροφής ανήλθε σε περίπου 0,8% του ΑΕΠ. Αυτό το κρίσιμο περιστατικό λειτούργησε ως καταλύτης για σημαντικές αλλαγές πολιτικής και έθεσε τις βάσεις για την επακόλουθη επαναξιολόγηση το 2021, μετά τις καταστροφικές πλημμύρες του Ιουλίου στο Βέλγιο και τη Γερμανία.

Οι πλημμύρες του 2007 στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν σχετικά χαμηλότερο αντίκτυπο, περίπου 0,2% του ΑΕΠ. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός είχε βαθιά επίδραση στη γεωργία και τον τομέα των ασφαλειών, οδηγώντας σε στρατηγικές αλλαγές στον σχεδιασμό χρήσεων γης και τη διαχείριση του κινδύνου πλημμύρας.

Όταν εξετάζουμε τις μικρότερες και λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες, ο σχετικός οικονομικός αντίκτυπος τέτοιων καταστροφών τείνει να είναι σημαντικά υψηλότερος. Ένα χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι οι πλημμύρες του 2010 στο Πακιστάν, οι οποίες κατέστρεψαν περίπου το 4,2% του ΑΕΠ της χώρας. Η καταστροφή είχε ως αποτέλεσμα εκτεταμένες γεωργικές απώλειες και δημιούργησε μακροπρόθεσμες προκλήσεις στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, επιδεινώνοντας έτσι τα υπάρχοντα τρωτά σημεία.

Τι μέτρα πρέπει να ληφθούν

Έτσι, καταλήγουν οι αναλυτές της Eurobank, απαιτούνται πιο ολοκληρωμένες δράσεις που να λαμβάνουν υπόψη παράγοντες όπως:

– Ο αναλογικός αντίκτυπος στο ΑΕΠ: Η οικονομική επιβάρυνση από τις φυσικές καταστροφές είναι συχνά πιο έντονη στις μικρότερες οικονομίες, όπου τομείς όπως η γεωργία παίζουν πιο σημαντικό ρόλο. Αυτή η αναλογικότητα απαιτεί μια πιο ολοκληρωμένη στρατηγική αντιμετώπισης.

– Οι επαναλαμβανόμενες επιπτώσεις: Οι φυσικές καταστροφές έχουν αλυσιδωτές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς – από τις υποδομές και την περιβαλλοντική υποβάθμιση έως τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και την κοινωνική ευημερία, καθιστώντας την ανάκαμψη μια πολύπλοκη και πολυδιάστατη προσπάθεια.

– Επαναξιολόγηση της πολιτικής: Τέτοια γεγονότα συχνά χρησιμεύουν ως σημεία καμπής, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να επανεξετάσουν τις δημόσιες πολιτικές ιδίως εκείνες που σχετίζονται με τη χρήση γης και τη διατήρηση του περιβάλλοντος.

– Επενδύσεις στην ετοιμότητα: Επίσης τονίζουν την επείγουσα ανάγκη για επενδύσεις σε µέτρα ετοιµότητας για καταστροφές, όπως συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης, ανθεκτικές υποδομές και ευαισθητοποίηση της κοινότητας.

– Έμφαση στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και την οικονομική ανθεκτικότητα: Δεδομένης της αυξανόμενης συχνότητας και την έντασης των ακραίων καιρικών φαινομένων λόγω της κλιματικής αλλαγής, μια εστίαση σε στρατηγικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και στην οικοδόμηση οικονομικής ανθεκτικότητας έχει γίνει πιο σημαντική από ποτέ.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Οικονομία