Έπειτα από δεκατέσσερα χρόνια, η Ελλάδα βρίσκεται στη διαδικασία της αναβάθμισής της από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης και της απονομής επενδυτικής βαθμίδας. Είναι τα διπλάσια χρόνια από όσα χρειάστηκαν η Πορτογαλία και η Ισπανία. Αναμφίβολα, από πολλές απόψεις, πρόκειται για μια θετική εξέλιξη. Οι επιπτώσεις στην οικονομία μπορεί να διακριθούν σε τρεις ομάδες: οι θετικές, αυτές που θα έπρεπε να προβληματίσουν και αυτές που μπορεί να είναι θετικές, αλλά αυτό εξαρτάται και από δικές μας ενέργειες.

Οι θετικές σχετίζονται με τρία χαρακτηριστικά. Κατ’ αρχάς, με τη δυνατότητα Δημοσίου, τραπεζών και άλλων επιχειρήσεων να έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στη διεθνή αγορά κεφαλαίων και πιο μακροχρόνιο δανεισμό. Ολα αυτά τα χρόνια, η πρόσβαση αυτή ήταν περιορισμένη και εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από διευκολύνσεις (π.χ. προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του ESM. Πέρα από την πιο ανοικτή πρόσβαση, ο δανεισμός θα έχει χαμηλότερο κόστος από ό,τι θα είχε χωρίς την επενδυτική βαθμίδα. Για τις επιχειρήσεις, αυτό σημαίνει σύγκλιση προς το κόστος κεφαλαίου των διεθνών ανταγωνιστών τους, βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους στην εσωτερική και τη διεθνή αγορά και θετικές συνέπειες για τη βιωσιμότητά τους, τη μεγέθυνση και την απασχόληση. Για το Δημόσιο, επίσης, σημαίνει μείωση της δαπάνης εξυπηρέτησης του νέου χρέους και σταδιακή μείωση της επιβάρυνσης ενός τμήματος του υφιστάμενου χρέους – πάντα σε σύγκριση με την απουσία επενδυτικής βαθμίδας –, με την προϋπόθεση ότι δεν θα ακολουθήσει τέτοια διόγκωση του χρέους, που θα υπεραντισταθμίζει τις παραπάνω επιδράσεις. Επίσης, η πρόσβαση της Ελλάδας στις νομισματικές ευχέρειες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα γίνεται με πιο ευνοϊκούς όρους.

Η δεύτερη ομάδα επιπτώσεων κάνει αναγκαίο κάποιον προβληματισμό. Η οικονομία (δημόσιος και ιδιωτικός τομέας) είναι πάντα υπερχρεωμένη και ευάλωτη σε απρόβλεπτες αρνητικές εξελίξεις. Ο «δημοσιονομικός χώρος» – η δυνατότητα δημόσιας χρηματοδότησης νέων πολιτικών και παρεμβάσεων – έχει στενά όρια. Με τα σημερινά δεδομένα μπορεί να υπάρχουν κάποια περιθώρια περαιτέρω αύξησης του χρέους, όμως τίθεται το ερώτημα αν θα αντιμετωπίσουμε την επενδυτική βαθμίδα ως ευκαιρία για τη χρηματοδότηση πρόσθετων επενδύσεων ή, αντίθετα, πρόσθετης κατανάλωσης (δημόσιας ή/και ιδιωτικής). Τίθεται, επίσης, το ερώτημα αν η μείωση της σχέσης χρέους/ΑΕΠ που οι επενδυτικοί οίκοι αναμένουν να προκύψει τα επόμενα χρόνια θα είναι πραγματική ή θα οφείλεται σε πληθωριστική (ονομαστική) αύξηση του ΑΕΠ, που θα μειώνει τα πραγματικά εισοδήματα των μισθωτών και θα δημιουργεί σημαντικά διαφορετικά προβλήματα.

Η τρίτη κατηγορία επιδράσεων σχετίζεται με τις επιλογές που εμείς ως χώρα θα κάνουμε για την αξιοποίηση της επενδυτικής βαθμίδας. Η ονομασία «επενδυτική βαθμίδα» δημιουργεί την εντύπωση ότι θα προκύψουν επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Αυτό δεν θα συμβεί οπωσδήποτε. Η επενδυτική βαθμίδα μπορεί να οδηγήσει σε επενδύσεις, αν η οικονομία μας δημιουργήσει ευκαιρίες που πράγματι θα υποκινήσουν διεθνείς και έλληνες επενδυτές στην πραγματοποίηση κεφαλαιακών επενδύσεων στην οικονομία μας. Απλές αγορές ακινήτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων (ξενοδοχεία κ.ά.), ομολόγων ή μετοχών συνιστούν χρηματικές τοποθετήσεις ή απλή αλλαγή ιδιοκτησίας, και μάλιστα, πλέον, με φθηνότερο τίμημα. Δημιουργούν εισόδημα αλλά μειώνουν την ιδιοκτησία άλλων περιουσιακών στοιχείων. Δεν συνιστούν νέες παραγωγικές επενδύσεις. Θεωρητικά, μπορεί να επιτρέψουν σε επιχειρήσεις να προωθήσουν τις επενδυτικές και λειτουργικές δραστηριότητές τους. Μπορεί, όμως, και να επιτρέψουν μια αύξηση της δημόσιας ή της ιδιωτικής κατανάλωσης. Το τι τελικώς θα συμβεί, θα εξαρτηθεί από την έκταση και το είδος των επενδυτικών ευκαιριών που θα δημιουργούμε στην οικονομία και τι χρήση των κεφαλαίων αυτών θα κάνουν το Δημόσιο, οι επιχειρήσεις και οι ιδιώτες. Η επενδυτική βαθμίδα μάς προσφέρει τη δυνατότητα – όχι τη βεβαιότητα – να πετύχουμε υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης και μια πραγματική αποκλιμάκωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, ώστε να φτάσουμε σε πιο ευσταθείς ισορροπίες και να μειωθούν οι πιθανότητες μιας νέας αποσταθεροποίησης σε περίπτωση απρόβλεπτων εξελίξεων.

Η αβεβαιότητα για τις εξελίξεις δεν οφείλεται μόνο στη φύση των ροών που αναφέρθηκαν. Οφείλεται και στο ότι η Ελλάδα, παρά την πτώση της οικονομίας, εξακολουθεί να έχει το (πολύ) χαμηλότερο ποσοστό επενδύσεων προς ΑΕΠ στην ΕΕ, ενώ, επιπλέον, έχει αρνητική σχέση αποταμίευσης προς ΑΕΠ (-3,1%) έναντι μέσου όρου +4,7% στην ευρωζώνη. Ο συνδυασμός αρνητικής αποταμίευσης, μεγάλης κατανάλωσης και συγκριτικά χαμηλής επενδυτικής ροπής σημαίνει πρόβλημα – μείζον πρόβλημα.

Όσα αναφέρθηκαν μπορεί να φαίνονται αλλά δεν είναι μια θεωρητική άσκηση. Πρέπει να τα συνδυάσει κανείς με τις πιέσεις που δέχεται και θα δέχεται η χώρα σε πεδία όπως η Υγεία, οι δημόσιες υποδομές, το Δημογραφικό, η στενότητα εργαζομένων, το Ενεργειακό, τα γεωπολιτικά και πιθανές καταστροφές λόγω κλιματικής αλλαγής. Ο καθένας από τους παράγοντες αυτούς κάνει επιτακτική την ενίσχυση των επενδύσεων – και άρα τη μείωση της κατανάλωσης –, όπως και προβλέψεις για προληπτικές ή κατασταλτικές δαπάνες. Η ανατροπή τάσεων μιας εικοσαετίας δεν είναι αυτονόητη. Μπορούμε εύκολα να προγραμματίζουμε με βάση το σήμερα. Ομως, προβλήματα όπως τα παραπάνω αποτελούν με βεβαιότητα τμήμα της πραγματικότητας που έρχεται. Συνεπώς, μετά την απονομή επενδυτικής βαθμίδας, ξεκινά η δική μας ευθύνη για το πώς αυτή θα αξιοποιηθεί, και αν θα αποτελέσει εργαλείο, ώστε η αυριανή μέρα μας να μη γίνει ξανά σαν τη χθεσινή.

Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts
Ο «αλγόριθμος του Αιγαίου»: Πώς μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να δώσει την απαραίτητη ώθηση στην ελληνική οικονομία;
Experts |

Πώς μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να τονώσει την ελληνική οικονομία;

Οι ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν να επωφεληθούν από την ικανότητα της τεχνητής νοημοσύνης να αυτοματοποιεί επαναλαμβανόμενες διεργασίες, να εξορθολογίζει κρίσιμες λειτουργίες και να βελτιώνει τη λήψη αποφάσεων