Μόλις τρεις στους δέκα εργαζόμενους καλύπτονται από κάποια συλλογική σύμβαση εργασίας καταδεικνύοντας την τεράστια απόκλιση της χώρας μας από τις ευρωπαϊκές επιταγές για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Η ευρωπαϊκή οδηγία συστήνει στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι συλλογικές συμβάσεις να καλύπτουν τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων, ενώ την ένδεια στον τομέα αυτό, καταγράφει και έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος σημειώνοντας ότι «η συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών εργαζομένων της χώρας καλύπτονται μόνο από ατομικές συμβάσεις εργασίας».
Παρά την εικόνα κατάρρευσης των συμβάσεων, η κυβέρνηση επιμένει ότι είναι εφικτός ο στόχο της για διαμόρφωση των μέσων μισθών στα 1.500 ευρώ στο τέλος της τετραετίας (2027), παρότι τα στοιχεία δείχνουν ότι μόνο ελάχιστες κλαδικές συμβάσεις υπογράφηκαν εντός του 2024, ενώ από τις 205 επιχειρησιακές συμβάσεις που συμφωνήθηκαν, επήλθαν αυξήσεις μισθών μόλις 2%.
Υπό αυτά τα δεδομένα, ξεκινά εντός του Μαΐου κοινωνικός διάλογος για με απώτερο στόχο την ενίσχυση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, οι οποίες βρίσκονται στο χειρότερο σημείο των τελευταίων σαράντα ετών. Αντικείμενο του διαλόγου είναι ο σχεδιασμός ενός «οδικού χάρτη» ενδυνάμωσης των συμβάσεων έτσι ώστε να αυξηθούν και να καλύπτουν το 80% τω εργαζομένων από το 28% – 30% που είναι σήμερα.
Η οδηγία της ΕΕ για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας
Η ενίσχυση των συμβάσεων περιλαμβάνεται σε σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης «για επαρκείς κατώτατους μισθούς», η οποία επιτάσσει τα κράτη-μέλη να καλύπτουν τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων τους με συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι οποίες θα προσδιορίζουν το ύψος των αμοιβών. Μάλιστα αξιώνει να καταρτιστεί ένα σχέδιο προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων, προκειμένου να επιτευχθεί ο συγκεκριμένο στόχος. Το σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Τα επίσημα στοιχεία που συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, δείχνουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών εργαζομένων καλύπτονται μόνο από ατομικές συμβάσεις εργασίας. Επίσης οι αυξήσεις στις κατώτατες αποδοχές, αφορούν ένα μικρό μέρος του συνόλου.
Εξαίρεση αποτελούν ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, όπως κυρίως οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι ξενοδοχοϋπάλληλοι, οι εργαζόμενοι σε αρτοποιεία, σε τουριστικά-επισιτιστικά καταστήματα, σε πετρελαιοειδή, στην καπνοβιομηχανία.
Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία της «Εργάνη», σύμφωνα με τα οποία το δεκάμηνο του 2024 υπογράφηκαν 205 επιχειρησιακές συμβάσεις, που κάλυπταν 142.374 εργαζομένους. Από αυτές, οι 132, που κάλυπταν 87.855 εργαζομένους (61,7% του συνόλου), δεν προέβλεπαν κάποια μισθολογική αύξηση, ενώ οι υπόλοιποι 54.519 εργαζόμενοι (38,3% του συνόλου) έλαβαν κατά μέσο όρο αύξηση 2 %.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία οι εργαζόμενοι με σχέση ιδιωτικού δικαίου έφθαναν στο τέλος του 2024 τα 2.519.726, γεγονός που σημαίνει ότι μόνο το 5,65% του συνόλου των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, καλύπτεται από κάποια επιχειρησιακή σύμβαση εργασίας.