Στα 295 δισ. ευρώ υπολογίζονται οι απαιτούμενες επενδύσεις έως το 2050, προκειμένου η Ελλάδα να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό στόχο για κλιματική ουδετερότητα στα επόμενα τριάντα χρόνια. Αυτό προκύπτει από μελέτη της Ομάδας Ενεργειακού Σχεδιασμού & Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, η οποία υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του έργου South East Europe Energy Transition Dialogue (SEE-ETD) που χρηματοδοτείται από το Deutsche Gesellschaft für Internationale Zusammenarbeit (GIZ),

Η επιστημονική ομάδα των ερευνητών του Αστεροσκοπείου Δρ. Έλενα Γεωργοπούλου, Δρ. Σεβαστιανός Μοιρασγεντής και Δρ. Γιάννης Σαραφίδης, σε συνεργασία με τον καθηγητή Δημήτρη Λάλα και τον εξωτερικό επιστημονικό συνεργάτη Νίκο Γάκη, επεξεργάστηκαν διάφορα σενάρια και εξειδίκευσαν τις απαιτούμενες επενδύσεις των 295 δισ. ευρώ ως εξής:

–      Εάν η Ελλάδα συνεχίσει στην κατεύθυνση των επενδύσεων της τελευταίας δεκαετίας (Business as usual), προβλέπονται για την επόμενη τριακονταετία επενδύσεις 135 δισ. ευρώ προκειμένου να συγκρατηθεί η τελική ζήτηση ενέργειας (δηλαδή επενδύσεις σε ενεργειακή αναβάθμιση κτιριακού τομέα, στις μεταφορές κλπ) και 48 δισ. ευρώ στον τομέα της ενεργειακής προσφοράς (ηλεκτροπαραγωγή, δίκτυα κλπ)

–      Εάν ληφθεί υπόψη όμως η παράμετρος των δεσμεύσεων του υπό αναθεώρηση ΕΣΕΚ (Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα) θα πρέπει να προστεθούν άλλα 46  δισ. ευρώ στις επενδύσεις για τον περιορισμό της ενεργειακής ζήτησης και 8 δισ. ευρώ σε εκείνες που αφορούν στην τελική ενεργειακή προσφορά.

–      Τα απαιτούμενα επενδυτικά κονδύλια αυξάνονται, έτι περαιτέρω, εάν ως στόχος συγκράτησης της αύξησης της θερμοκρασίας τεθούν οι  2 βαθμοί Κελσίου (8 δισ. ευρώ και 18 δισ. ευρώ για επενδύσεις στον τομέα της ενεργειακής ζήτησης και προσφοράς αντίστοιχα) ή ο πιο φιλόδοξος του  1.5 βαθμού Κελσίου (16 δισ. ευρώ κα 16 δισ. ευρώ αντίστοιχα).

Άρα, όπως εξηγεί στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» ο κ. Λάλας, συνολικά προκειμένου η Ελλάδα να φτάσει σε μια οικονομία μηδενικού άνθρακα το 2050 απαιτούνται επενδύσεις 205 δισ. ευρώ στην ενεργειακή ζήτηση και 90 δισ. ευρώ στην προσφορά.  Πρόθεση της επιστημονικής ομάδας του Αστεροσκοπείου είναι να βάλουν ένα λιθαράκι στον δημόσιο διάλογο που γίνεται στη χώρα μας για την επίτευξη μηδενικών εκπομπών άνθρακα έως το 2050, στόχο που θεωρούν απαραίτητο για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής.

Ειδικότερα, οι επενδύσεις στην τελική ζήτηση ενέργειας (συμπεριλαμβανομένου και του πρόσθετου κόστους για τις μεταφορές) είναι κατά 2,5-3,8 (ανάλογα με το σενάριο) φορές υψηλότερες από εκείνες στην προσφορά ενέργειας. Ωστόσο, αυτή η σχέση μειώνεται σημαντικά στα σενάρια που απαιτούν πολύ υψηλότερες επενδύσεις σε έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) για την παραγωγή συνθετικών καυσίμων. Σε όλα τα σενάρια, οι μεταφορές, ακολουθούμενες από τις βελτιώσεις της ενεργειακής απόδοσης, απαιτούν το μεγαλύτερο ποσοστό επενδύσεων (81%-91%).

Μέσες ετήσιες επενδύσεις (δισ. €/έτος) σε (α) τελική ζήτηση ενέργειας και (β) ενεργειακή προσφορά για την επίτευξη των στόχων συγκράτησης της ανόδου της θερμοκρασίας στους 2οC και στον 1.5οC.

Επενδύσεις για «πρασίνισμα» των μεταφορών

Ειδικά για τις μεταφορές, για να μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 58% -75% σε σύγκριση με το έτος βάσης (1990), οι ήδη υψηλές επενδύσεις που προβλέπονται στο ΕΣΕΚ πρέπει να αυξηθούν περαιτέρω κατά σχεδόν 0,6 δισ. ευρώ / έτος. Μάλιστα, για να επιτευχθεί μείωση των εκπομπών σε επίπεδο υψηλότερο του 75%, οι επενδύσεις (συμπεριλαμβανομένου του πρόσθετου κόστους αγοράς μεταφορικών μέσων) πρέπει να αυξηθούν κατά περίπου 1,3 δισ. ευρώ / έτος για το σενάρια των 2 βαθμών Κελσίου και  κατά 2,9 δισ. ευρώ / έτος για τη συμμόρφωση με τη συμφωνία του Παρισιού, δηλαδή με τον στόχο της συγκράτησης της ανόδου της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου.

Όσο για τον φιλόδοξο στόχο μείωσης των εκπομπών κατά 85%-95%, τα σενάρια  που δίνουν έμφαση στη χρήση υδρογόνου, βιοαερίου και συνθετικού μεθανίου που παράγεται με τρόπο κλιματικά ουδέτερο είναι πιο δαπανηρά, απαιτώντας πρόσθετες επενδύσεις 0,7-0,8 δισ. ευρώ/έτος κατά την περίοδο 2030-2050 σε σύγκριση με τα σενάρια  που δίνουν έμφαση στη χρήση ηλεκτρισμού στην τελική ζήτηση και σε μεγάλες βελτιώσεις της ενεργειακής απόδοσης.

Οι επενδυτικοί δρόμοι προς την ουδετερότητα

Οι δύο εναλλακτικές οδοί για την επίτευξη ανθρακικής ουδετερότητας έως το 2050 (δηλ. μείωση εκπομπών κατά σχεδόν 100% σε σχέση με το 1990), που παρουσιάζονται στη μακροπρόθεσμη στρατηγική της για το 2050  της ΕΕ,  διαφέρουν ως προς τις επενδύσεις και τις απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές. Σύμφωνα με την Ομάδα Ενεργειακού Σχεδιασμού του  Αστεροσκοπείου, η «διαδρομή βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης» είναι λιγότερο απαιτητική όσον αφορά στις συνολικές επενδύσεις, αλλά απαιτεί σημαντική προσπάθεια στο επίπεδο της τελικής ζήτησης και βασίζεται σημαντικά στη διαθεσιμότητα βιοκαυσίμων.

Από την άλλη πλευρά, η διαδρομή «νέοι φορείς ενέργειας» προσφέρει αποτελεσματική αποθήκευση ενέργειας από ΑΠΕ, αλλά απαιτεί εξαιρετικά υψηλές επενδύσεις στην προσφορά ενέργειας για την παραγωγή των νέων καυσίμων (κυρίως υδρογόνου και συνθετικού μεθανίου), εγκατεστημένη ισχύ ηλεκτροπαραγωγής το 2050 σχεδόν τρεις φορές υψηλότερη από αυτή που προβλέπει το ΕΣΕΚ για το 2030 για την παραγωγή υδρογόνου μέσω ηλεκτρόλυσης, και σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές για τη διανομή των νέων αυτών καυσίμων.

Σε κάθε περίπτωση, για την Ελλάδα η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας προς  μηδενικές εκπομπές έως το 2050 έχει πολλές προκλήσεις καθώς η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας παρέμεινε επί δεκαετίες εξαρτημένη από τον λιγνίτη, η χώρα διαθέτει ένα παλαιό κτιριακό απόθεμα, έναν τομέα μεταφορών που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε προϊόντα πετρελαίου, βιομηχανίες που χρειάζεται να κάνουν πολλά ώστε να συμμορφωθούν με τις αρχές της κυκλικής οικονομίας και έναν τραπεζικό τομέα «λαβωμένο» έπειτα από τη δεκαετή οικονομική ύφεση.   Αλλά και η πανδημία της COVID-19 έφερε πρόσθετες δυσκολίες στην πορεία προς μια οικονομία μηδενικού άνθρακα.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η μείωση των εκπομπών αερίου θερμοκηπίου στην Ελλάδα κατά περισσότερο από 85% σε σύγκριση με το 1990 θα απαιτήσει μια πραγματική «επανάσταση» σε πολλούς τομείς, όπως στην προσφορά, μεταφορά και ζήτηση ενέργειας, στη βιομηχανία, στη γεωργία και σε θέματα χρηματοδότησης. Οι αλλαγές όσον αφορά σε υποκατάστατα καυσίμων, τεχνολογιών και πρακτικών με μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα είναι βαθιά διαρθρωτικές, απαιτώντας αποτελεσματικό συντονισμό σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης, και γι΄ αυτό, όπως επισημαίνουν, μια τέτοια μετάβαση απαιτεί ενεργό συμμετοχή των πολιτών και των τοπικών κοινοτήτων.

«Αναμφισβήτητα, υπάρχουν πολλές αβεβαιότητες που επηρεάζουν τη μελλοντική ανταγωνιστικότητα των καυσίμων και των τεχνολογιών και, κατά συνέπεια, το «ιδανικό» σύνολο μέτρων για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας», σημειώνουν.  Και καταλήγουν: «Ωστόσο, οποιαδήποτε διαδρομή μετάβασης επιλεγεί από τους υπευθύνους λήψης αποφάσεων, θα πρέπει να αφήνει περιθώρια για διορθωτικές ενέργειες σε περίπτωση που οι μελλοντικές συνθήκες και εξελίξεις το απαιτήσουν, και όχι να «κλειδώσει» την οικονομία σε τεχνολογικές επιλογές που μειώνουν την ευελιξία, αυξάνουν το κόστος και περιορίζουν τη συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων των πολιτών».

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Green