Αποτελεί κοινή παραδοχή, ότι η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας βρίσκεται σε σταδιακή υποχώρηση από τις αρχές του 2001. Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα κατατάσσεται πλέον στις χαμηλότερες θέσεις ανταγωνιστικότητας, μεταξύ των υπόλοιπων χωρών της Ευρώπης και αυτό αναμφίβολα προέρχεται από την άμεση συσχέτιση της ανταγωνιστικότητας με την οικονομική μεγέθυνση της χώρας. Ωστόσο, το σταθερό πολιτικό περιβάλλον, η στήριξη των επενδύσεων καθώς και η ενίσχυση των επιχειρήσεων, κυρίως αυτών με εξαγωγικό χαρακτήρα, θα συμβάλλουν θετικά στη βελτίωση της θέσης της χώρας μας στην Παγκόσμια Κατάταξη Ανταγωνιστικότητας.

Για την αναζήτηση της θέσης που κατέχει η χώρα μας στη Διεθνή Ανταγωνιστικότητα θα χρειαστεί να ανατρέξουμε στους πρόσφατους δημοσιευμένους Δείκτες, όπως έχουν δημοσιευθεί από αξιόπιστους Διεθνείς Οργανισμούς. Η Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank) και το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF) δημοσιεύουν τους κυριότερους Δείκτες Διεθνούς Ανταγωνιστικότητας, εκτιμώντας την ανταγωνιστικότητα της κάθε χώρας. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση πλήθους μικροοικονομικών, μακροοικονομικών και λοιπών ποιοτικών στοιχείων τα οποία σχετίζονται με την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία.

Η θέση που κατακτά η Ελλάδα στους Δείκτες Διεθνούς Ανταγωνιστικότητας, όπως αυτοί έχουν διαμορφωθεί από τους ανωτέρω Οργανισμούς, είναι αποθαρρυντική.

Συγκεκριμένα, η χώρα μας κατατάσσεται στην 87η θέση, σύμφωνα με τους Δείκτες Διεθνούς Ανταγωνιστικότητας που δημοσίευσε η Παγκόσμια Τράπεζα για το έτος 2018. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η Ελλάδα, μέσα στα τελευταία εννιά χρόνια (τα χρόνια της κρίσης), υποχώρησε κατά 22 θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη.

Αντίστοιχα, η Ελλάδα κατακτά την 59η θέση, σύμφωνα με τους Δείκτες Διεθνούς Ανταγωνιστικότητας που δημοσιεύτηκαν από τον Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF) για το έτος 2019. Αξίζει να αναφερθεί ότι, μεταξύ των χωρών μελών της Ε.Ε.27, η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη χειρότερη θέση, μετά την Κροατία. Ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες διακρίνονται μεταξύ των καλύτερων θέσεων παγκοσμίως, είναι η Φιλανδία (1η), η Ολλανδία (4η) και η Δανία (7η).

Η χαμηλή κατάταξη της Ελλάδας (59η) στους Δείκτες Διεθνούς Ανταγωνιστικότητας οφείλεται κατά κύριο λόγο στη χαμηλή θέση που απέσπασε η χώρα μας στους ακόλουθους επιμέρους τομείς:

· Λειτουργία των θεσμών: Αφορά την στάση των κυβερνήσεων στην ελεύθερη αγορά καθώς και την αποτελεσματικότητα των λειτουργιών τους. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 85η θέση παγκοσμίως η οποία αποτελεί τη χειρότερη επίδοση της Ε.Ε. των 27

· Αποτελεσματικότητα της Αγοράς Αγαθών: Αφορά το ιδανικό περιβάλλον για την αγοροπωλησία αγαθών χωρίς παρεμβατισμούς ή στρεβλώσεις της αγοράς. Η χώρα μας καταλαμβάνει την 81η θέση παγκοσμίως, η οποία αποτελεί την τέταρτη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε. των 27, μετά από την Ουγγαρία, την Κροατία και την Σλοβακία.

· Αποτελεσματικότητα της Αγοράς Εργασίας: Αφορά την δίκαιη μεταχείριση των εργαζομένων και την παροχή δίκαιων αμοιβών σε συνδυασμό με την ισότητα μεταξύ των φύλων, δίνοντας ίσες ευκαιρίες, με σκοπό την αποδοτική εργασία στην οικονομία. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 111η θέση παγκοσμίως, η οποία αποτελεί τη χειρότερη επίδοση της Ε.Ε. των 27.

· Ανάπτυξη Χρηματαγορών: Αφορά την εύρυθμη, διαφανή και αξιόπιστη λειτουργία του Χρηματοοικονομικού Συστήματος, δίνοντας άμεση πρόσβαση σε κεφάλαια. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 115η θέση παγκοσμίως, η οποία αποτελεί τη χειρότερη επίδοση της Ε.Ε. των 27.

Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΕΣΑΑ) αλλά και από τα αρχικά κείμενα της Νέας Προγραμματικής Περιόδου, συμπεραίνεται ότι υπάρχει σαφές σχέδιο, τόσο για την ουσιαστική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, όσο και για την επένδυση σε βασικούς τομείς οι οποίοι θα μπορούσαν να ενισχύσουν την Ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια.

Το ελληνικό Σχέδιο περιγράφει τη σύνδεση των δράσεων με το Εταιρικό Σύμφωνο για το Πλαίσιο Ανάπτυξης της Προγραμματικής Περιόδου 2021 – 2027 (ευρέως γνωστό ΕΣΠΑ), καθώς και μια σειρά από Εθνικές Στρατηγικές, όπως το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το Εθνικό Σχέδιο Δίκαιης Μετάβασης και τη Βίβλο Ψηφιακού Μετασχηματισμού 2020 – 2025.

Προκειμένου να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος, είναι σημαντικό να έρθουμε αντιμέτωποι με παθογένειες, που για χρόνια οδηγούσαν σε ανάλωση πολύτιμων πόρων, χωρίς ωστόσο να προσδίδουν ουσιαστική προστιθέμενη αξία. Ο κρατικός συγκεντρωτισμός, η έλλειψη προετοιμασίας και ωρίμανσης δράσεων και έργων, η ανυπέρβλητη γραφειοκρατία και οι εμμονές σε πολιτικές βραχυπρόθεσμου ορίζοντα, δημιούργησαν θνησιγενής δομές και έργα μιας χρήσης.

Η μέχρι στιγμής προσέγγιση της σημερινής διακυβέρνησης, δείχνει, ότι θέλει να αλλάξει αυτό το μείγμα πολιτικών. Ουσιαστικά, θέλει να δώσει την ευκαιρία να εφαρμοστούν νέα μοντέλα και νέες ιδέες στον τρόπο αξιοποίησης αυτών των εργαλείων. Ταυτόχρονα όμως, θα πρέπει να ακολουθήσει τόσο η κοινωνία όσο και ο κρατικός μηχανισμός.

Οι βασικότεροι πυλώνες που καταδεικνύονται από την παραπάνω αποτύπωση της χαμηλής κατάταξης στους επιμέρους τομείς, που κατά κύριο λόγο, συνθέτουν τον Δείκτη Ανταγωνιστικότητας, περιλαμβάνονται στο Ελληνικό σχέδιο και πάνω σε αυτούς θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε την Ελλάδα της επόμενης μέρας.

· Ενίσχυση της θεσμικής θωράκισης της λειτουργίας της αγοράς αλλά και βελτίωση της αποτελεσματικότητας των θεσμικών οργάνων.

· Επένδυση στην ψηφιακή μετάβαση που θα δώσει στη βιομηχανία και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τη δυνατότητα να ανταποκρίνονται έγκαιρα στις αλλαγές.

· Επένδυση σε μία νέα ενεργειακή στρατηγική για τη χώρα, με έμφαση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.

· Βελτίωση της αποτελεσματικότητας της αγοράς εργασίας, μέσω της έγκαιρης εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων στην κοινωνική πρόνοια καθώς και του εκσυγχρονισμού και της περαιτέρω ενίσχυσης των θεσμών της αγοράς εργασίας.

· Αξιοποίηση του εργαλείου των Συμπράξεων Ιδιωτικού και Δημοσίου Τομέα.

Γίνεται αντιληπτό, ότι οι παραπάνω ενέργειες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα νέο πρότυπο που θα βασίζεται στην εξωστρέφεια και στην ανταγωνιστικότητα σε όρους υψηλής παραγωγικότητας και πρόσθετης αξίας, καθώς όλα δείχνουν ότι αυτή τη φορά υπάρχει σαφές σχέδιο. Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι, εάν ως κοινωνία, έχουμε ξεπεράσει τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, για να μην έχουμε άλλη μία χαμένη ευκαιρία.

* Ο Γεώργιος Γαλανός είναι επίκουρος καθηγητής στην Οικονομική Πολιτική και Ανταγωνιστικότητα, στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά 

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Academia