Η αποσταθεροποίηση του κλίματος έχει ως αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση της οικονομίας. Και εάν δεν υπάρξει καμία ενέργεια με στόχο τη μείωση των εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου σε παγκόσμιο επίπεδο, εκτιμάται ότι έως  το έτος 2100 το συνολικό σωρευτικό κόστος για την Ελλάδα θα φτάσει τα 701 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό αναφέρουν τα επικαιροποιημένα στοιχεία   έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) που αναλύει τις οικονομικές   συνέπειες   της κλιματικής αλλαγής  στη χώρα μας, η οποία συνοδεύει την περιοδική έκθεση «Οικονομία και κλίμα: Handle with care» στο Μουσείο της Τράπεζας που ανοίγει σήμερα για το κοινό.

Οι επιπτώσεις στον τουρισμό

Η εκτίμηση της ΤτΕ για το προβλεπόμενο κόστος για την Ελλάδα παραμένει ίδιο από το 2011 οπότε είχε παρουσιαστεί η αρχική της έκθεση, καθώς, μια δεκαετία μετά, καμία σημαντική δράση για την ανάσχεση της κλιματικής κρίσης δεν έχει αλλάξει τα δεδομένα. Σύμφωνα με την πολυσέλιδη έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα, οι  επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή σε έναν από τους ισχυρότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, τον τουρισμό θα είναι οι εξής:

  • μείωση αφικνούμενων τουριστών, μείωση μέσου χρόνου παραμονής,
  • μείωση διαθέσιμου εισοδήματος παγκοσμίως για τουρισμό,
  • αύξηση μέσου κόστους εξυπηρέτησης,
  • κόστος αναγκαστικής διακοπής προσφερόμενης τουριστικής υπηρεσίας λόγω ακραίων φυσικών φαινομένων,
  • κόστος έργων προσαρμογής, κόστος έργων υποκατάστασης φυσικού κεφαλαίου με ανθρωπογενές,
  • υποβάθμιση (ή και καταστροφή) πολιτιστικών και ιστορικών μνημείων

Για τον άλλο πυλώνα της ελληνικής οικονομίας,  την αγροτική παραγωγή, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κλίμα,  οι συνέπειες, σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, είναι δραματικές. Η απώλεια καλλιεργήσιμου εδάφους το διάστημα 2040-2050 ενδέχεται να φτάσει το 19% και το διάστημα 2090-2100 το 38% της συνολικής γεωργικής έκτασης σε επίπεδο χώρας.

Ως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα αναδεικνύεται το δομημένο περιβάλλον. Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί. Η   ενεργειακή κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 65% σε σχέση με το 1990, ενώ στο σύνολο των χωρών της ΕΕ τουλάχιστον το 1/3 της τελικής κατανάλωσης ενέργειας οφείλεται στα κτίρια, καθιστώντας τα έναν από τους μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας, αλλά και ταυτόχρονα τον μεγαλύτερο παραγωγό αερίων του θερμοκηπίου.

Η κλιματική αλλαγή μετασχηματίζει και το τραπεζικό σύστημα. Οι τράπεζες μετασχηματίζουν τις καταθέσεις που δέχονται σε επενδύσεις και δάνεια, τα οποία επιστρέφουν στις επιχειρήσεις και στους πολίτες, συντελώντας έτσι στην οικονομική ανάπτυξη και στην αύξηση της παραγωγής. Στην περίπτωση όμως φυσικών καταστροφών, οι εγκαταστάσεις και παραγωγικές  επενδύσεις μπορεί να υποστούν ζημιές, κάτι που θα επιφέρει κόστος στον τραπεζικό τομέα. Έτσι, σημαντική επίδραση θα επιφέρει ο προσανατολισμός του στόχου των επενδύσεων προς βιώσιμες δραστηριότητες.

Δεν είναι τυχαίο ότι, το 2020 η ΤτΕ  ξεκίνησε χαρτογράφηση της έκθεσης των ελληνικών τραπεζών σε περιβαλλοντικούς κινδύνους.  Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της χώρας, ο χρηματοοικονομικός κίνδυνος της κλιματικής αλλαγής πρέπει όχι μόνο να εκτιμηθεί και να ενταχθεί στα stress tests των τραπεζών, αλλά και εντέλει να ενσωματωθεί στη λειτουργία τους καθώς  μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη φερεγγυότητα και τη δυνατότητα παροχής δανείων.

Όσα φέρνει ο… καιρός

Η άνοδος της θερμοκρασίας θα έχει ως συνέπεια την αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας για ψύξη το καλοκαίρι. Στα πεδινά ηπειρωτικά της Ελλάδας θα υπάρχει ανάγκη ψύξης μέχρι και επιπλέον 40 ημέρες ετησίως την περίοδο 2071-2100, ενώ στις νησιωτικές και ορεινές περιοχές οι αυξήσεις θα είναι μικρότερες. Θετική ωστόσο πτυχή αποτελεί η μειωμένη ενεργειακή απαίτηση για θέρμανση, που προβλέπεται κατά τη χειμερινή περίοδο.

Όσο για το φυσικό περιβάλλον της χώρας οι προσομοιώσεις με βάση διάφορα σενάρια προβλέπουν σημαντικές μεταβολές πολλών κλιματικών παραμέτρων (θερμοκρασία, υγρασία, νεφοκάλυψη, κ.λπ.) στο σύνολο της χώρας. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν η αναμενόμενη αύξηση της μέσης προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας (που σχεδόν θα διπλασιαστεί) και η αύξηση της έντασης των ετήσιων ανέμων (κατά 10%) προς το τέλος του αιώνα.

Σχετικά με τις βροχοπτώσεις, σε επίπεδο επικράτειας, κατά το τέλος του 21ου αιώνα  θα έχουν μειωθεί σημαντικά. Μεταβολές αναμένονται επίσης ως προς τις ακραίες τιμές της βροχόπτωσης. Στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και τη βορειοδυτική Μακεδονία, η μέγιστη ποσότητα νερού που πέφτει σε διάστημα έως και 3 ημερών αναμένεται να αυξηθεί μέχρι και   30%, ενώ στη Δυτική Ελλάδα  μέχρι και   20%.

Σε αντιδιαστολή με τις πλημμυρικές περιόδους, οι μεγαλύτερες αυξήσεις της διάρκειας των ξηρών περιόδων θα σημειωθούν στην ανατολική ηπειρωτική χώρα και στη Βόρεια Κρήτη, όπου αναμένονται επιπλέον 20 ημέρες ξηρασίας ετησίως το διάστημα 2021-2050 και επιπλέον έως 40 ημέρες το διάστημα 2071-2100. Η μεταβολή των κλιματικών συνθηκών θα αυξήσει αισθητά και τον αριθμό των ημερών με εξαιρετικά μεγάλο κίνδυνο πυρκαγιάς κάθε χρόνο, κατά 40 ημέρες μεταξύ 2071-2100 σε όλη την Ανατολική Ελλάδα (από τη Θράκη έως την Πελοπόννησο), ενώ μικρότερες αυξήσεις αναμένονται στη Δυτική Ελλάδα.

Από τα 16.000 χλμ. των ακτογραμμών της χώρας, περίπου τα 1.000 χλμ. αποτελούν περιοχές ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή, κυρίως λόγω του κινδύνου ανόδου της μέσης στάθμης της θάλασσας στη χώρα μας, η οποία θα κυμανθεί μεταξύ 0,2 και 2 μέτρων,  αλλά και άλλων παραγόντων. Οι συνέπειες των μακροχρόνιων μεταβολών της θαλάσσιας στάθμης και των παροδικών ακραίων κυματικών καταστάσεων αγγίζουν πολλούς κλάδους της οικονομίας (τουρισμό, χρήσεις γης, μεταφορές, κ.λπ.) και το ετήσιο συνολικό κόστος τους ανέρχεται σε πολύ υψηλά επίπεδα.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Green