Σκόνταψα πάνω σε μια φράση του Δημήτρη Τσάτσου – θα γιόρταζε προχθές τα 89α γενέθλιά του – την οποία τα κομματικά συνέδρια αυτών των ημερών κάνουν, νομίζω, εξαιρετικά επίκαιρη: «Η πλειοψηφία δεν νομιμοποιεί τα πάντα. Νομιμοποιεί τόσα όσα μπορεί να αντέξει η μειοψηφία. Ετσι γεννιέται η έννοια της συναίνεσης. Συναίνεση σημαίνει μια πλειοψηφία που κυβερνά και μια μειοψηφία που είναι σε θέση να αποδεχθεί ή και να στηρίξει μια απόφαση που έχει καταψηφίσει».

Στέκομαι στη φράση γιατί μου φαίνεται ότι βοηθά να καταλάβουμε μια αντίφαση που συνιστά ένα «σταυρικό ζήτημα» του ελληνικού κοινοβουλευτισμού. Πως ενώ η λογική του θεσμικού οικοδομήματος της Μεταπολίτευσης προϋποθέτει τη συναίνεση, όπως ο Τσάτσος την όριζε, όχι ως άμβλυνση του πολιτικού ανταγωνισμού ή λείανση της διαφωνίας, μα ως αμοιβαίο σεβασμό των ανταγωνιστών για την εξουσία, σεβασμό των ορίων και των κανόνων του παιχνιδιού, αυτοσυγκράτηση και συμβιβασμό, η κυρίαρχη πολιτική πρακτική την αντιστρατεύεται. Τη στιγματίζει. Την αποκλείει. Και το σχήμα αντιστρέφεται σε μια αντι-συναίνεση, όπου η πλειοψηφία κυβερνά αγνοώντας, συνήθως, τη μειοψηφία και αυτή ανταποδίδει την περιφρονητική μεταχείριση απορρίπτοντας και καταγγέλλοντας συλλήβδην τα πάντα, ακόμη και αυτά με τα οποία συμφωνεί. Η υπόθεση των μέτρων για τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος το αποδεικνύει, νομίζω, άλλη μια φορά.

Δεν ξεκίνησε σήμερα, χθες, η πρακτική της θεατρικής, γκροτέσκας πόλωσης, της αναπαράστασης του πολιτικού ανταγωνισμού ως θεομαχία, αέναη αντιπαράθεση του φωτός με το σκότος. Μα ενώ στα χρόνια της «κανονικότητας» μπορούσαμε να την προσπερνούμε ως μια, προσβλητική έστω της νοημοσύνης των πολιτών, πολιτική σύμβαση, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, των «Μνημονίων», έγινε παγίδα που μας αιχμαλώτισε και πολλαπλασίασε τον χρόνο της δοκιμασίας, το οικονομικό κόστος και τον κοινωνικό πόνο. Κι όταν τα νερά της κρίσης αποτραβήχτηκαν, αφού προηγουμένως όλες οι πολιτικές δυνάμεις υποχρεώθηκαν να γευθούν το πικρό ποτήρι κυβερνώντας, γεννήθηκε η ελπίδα πως το πολιτικό σύστημα είχε πάρει το μάθημά του. Η διαχείριση της πανδημίας, στην πρώτη-πρώτη φάση της, έμοιαζε να δικαιώνει την ελπίδα. Μα με τον καιρό, ο πολιτικός κυνισμός επιστρέφει, η λαιμαργία για εξουσία κυριαρχεί, οι παλιές αρρώστιες υποτροπιάζουν. Η πολιτική αντιπαράθεση μοιάζει διαρκώς εκτός θέματος. Ο πεζός εκλογικός ανταγωνισμός παρουσιάζεται ως υπαρξιακή μάχη στα μαρμαρένια αλώνια και ο πολιτικός αντίπαλος περιγράφεται δαιμονοποιημένος, ως το απόλυτο κακό με το οποίο κανένα συναπάντημα δεν πρέπει ποτέ να υπάρξει.

Και τώρα, σ’ ένα ξέφωτο της πανδημίας, τα πολιτικά κόμματα οργανώνουν τα συνέδριά τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ πριν από λίγες ημέρες, η ΝΔ από χθες, το ΚΙΝΑΛ σε δύο εβδομάδες. Οι εκλογές απέχουν το πολύ 12 μήνες, συνεπώς τα συνέδρια αυτά δεν μπορεί παρά να έχουν προεκλογικό άρωμα, να ακονίζουν συνθήματα, να οργανώνουν εκστρατείες, να συσπειρώνουν και να ανορθώνουν το «φρόνημα του στρατεύματος». Αλλά δεν θα έπρεπε να μείνουν εκεί. Το σοκ του πολέμου, που ήρθε να τινάξει στον αέρα όλες τις βεβαιότητες, να απελευθερώσει όλους τους δαίμονες της ιστορίας και να σπείρει κινδύνους αδιανόητους ως πριν από λίγο, υποχρεώνει όλους τους παίκτες να ξανασκεφτούν τα θεμελιώδη. Να ορίσουν ξανά διαχωριστικές γραμμές, ταυτότητες, προγράμματα και διλήμματα. Πολύ περισσότερο που μια «ταυτοτική» αποσαφήνιση εκκρεμούσε, έτσι κι αλλιώς, για όλους.

Η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές επειδή έγινε ο κυρίαρχος και λυσιτελής εκφραστής ενός ισχυρού «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» αισθήματος. Διατήρησε μια αίσθηση ηγεμονίας σε μια τριετία αλλεπάλληλων κρίσεων και δοκιμασιών χάρις στη σαφή υπεροχή της εικόνας της απέναντι στον βασικό (και βολικό) ανταγωνιστή της, καθώς σε κάθε στροφή, σε κάθε κρίση, σε κάθε στραβοτιμονιά η σύγκριση με τους προηγούμενους απέβαινε συντριπτικά υπέρ της. «Σκεφθείτε πώς θα ήταν τα πράγματα, αν ήταν ακόμη οι άλλοι, σκεφθείτε από τι γλιτώσατε», ήταν το λάιτ-μοτίφ. Αλλά αυτή η ευκολία δεν μπορεί να πάει πιο μακριά. Και κινδυνεύει να γίνει παγίδα πολιτικής και προγραμματικής οκνηρίας. Η ΝΔ πρέπει να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό της και το λαϊκό-μεταρρυθμιστικό της προφίλ. Δεν θα της αρκεί πια να συγκρίνεται με τους προκατόχους της.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πάλι είναι υποχρεωμένος, τρία χρόνια τώρα, να εκκαθαρίσει τους λογαριασμούς με την κυβερνητική του εμπειρία για να γίνει πειστικός, και είναι εντυπωσιακό πόσο δυσκολεύεται να το κάνει. Ενα κόμμα της Αριστεράς κατέκτησε την εξουσία, με τη σημαία ευκαιρίας του αντι-μνημονιακού λαϊκισμού, σε συνεργασία με έναν αυθεντικό λαϊκιστή της εθνικιστικής Ακροδεξιάς. Και τώρα δεν έχει τρόπο να μεταβολίσει, να υπερβεί αυτήν την εμπειρία. Το συνέδριο δεν έδωσε καμιά απάντηση στα εκκρεμή ερωτήματα. Απλώς δήλωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το κόμμα του αρχηγού του. Αυτός μόνος θα του δίνει και θα του αφαιρεί την όποια ταυτότητα.

Το Κίνημα Αλλαγής, τέλος, με τον αέρα της επανεμφάνισης στα γήπεδα της πρώτης εθνικής, πρέπει να υπερβεί την ευκολία του «ούτε-ούτε». Το ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσει δεν είναι αυτό που διαρκώς του απευθύνεται – «με ποιον θα πάει». Αλλά τι είναι, τι εκπροσωπεί, ποια εθνική λύση προτείνει.

Βρισκόμαστε, είναι φανερό, σε μια καμπή της ιστορίας. Δύσκολη καμπή. Κινδυνεύει να αποδειχθεί και πάλι – όπως την περίοδο μετά το 2010 – δυσκολότερη αν αιχμαλωτιστούμε πάλι στο κυρίαρχο δόγμα της αντι-συναίνεσης. Αν οι πολιτικοί παίκτες αρκούνται να δαιμονοποιούν και να ξορκίζουν τους αντιπάλους αντί να διατυπώνουν προτάσεις και λύσεις επί των οποίων μπορούν να διαφωνούν μεταξύ τους, αλλά η μειοψηφία θα «άντεχε» να αποδεχθεί. Πολύ περισσότερο που και η εκλογική αριθμητική πιθανότατα θα υποχρεώσει κάποιους εξ αυτών σε κάτι περισσότερο από συναίνεση. Σε κυβερνητική συνεργασία.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion