Επί χρόνια το δόγμα της ελληνικής φορολογικής πολιτικής ήταν η υπερφορολόγηση όσων δεν μπορούσαν να το αποφύγουν. Πλήρωναν πολύ περισσότερα κάποιοι, συνήθως οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα, για να καλύπτεται το κενό από τη φοροδιαφυγή ή τη μειωμένη φορολόγηση κάποιων άλλων. Το φαινόμενο έλαβε διαστάσεις στα χρόνια των Μνημονίων, όταν τα εισοδήματα αυτών που δεν μπορούσαν να αποφύγουν τη φορολόγηση μειώνονταν, αλλά η φόροι που καλούνταν να πληρώσουν αυξάνονταν. Αποτέλεσμα η οικονομική ασφυξία και η φτωχοποίηση μιας ολόκληρης οικονομικής τάξης, η οποία συνθέτει αυτό που αποκαλούμε τη μεσαία τάξη στην Ελλάδα.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προεκλογικά ακόμα είχε εντοπίσει το πρόβλημα. Το… παράδοξο για τα ελληνικά δεδομένα ήταν ότι και μετεκλογικά ασχολήθηκε και με το παραπάνω. Ως αποτέλεσμα, μπορεί να περηφανεύεται ότι πέτυχε σε κάτι όπου έχουν αποτύχει οι περισσότερες κυβερνήσεις στην Ελλάδα. Κατάφερε να μειώσει το ποσοστό που απορροφά το Δημόσιο σε φόρους και εισφορές, επί των μεικτών αποδοχών των εργαζομένων. Πέτυχε δηλαδή να καταλήγουν περισσότερα χρήματα στις τσέπες των μισθωτών, με τις ίδιες απολαβές. Και οι εταιρείες να βγάζουν λιγότερα χρήματα από τα ταμεία τους, για να πληρώσουν τις ίδιες αποδοχές στους εργαζομένους τους.

Φόροι και εισφορές, όπως τα υπολογίζει ο ΟΟΣΑ, έφταναν το 2017 το 40,8% της μέση μισθωτής εργασίας. Το 2020 έπεσε στο 38,9%. Το 2021 έπεσαν και άλλο, κατά 2,2 μονάδες χαμηλότερα, στο 36,7%. Λύθηκε το πρόβλημα; Ξεκάθαρα όχι. Η μέση φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση για τους εργαζομένους στις χώρες – μέλη του ΟΟΣΑ το 2021 ήταν 34,6%. Ακόμα υπολειπόμαστε. Αλλά πλέον έχουμε μπει σε έναν δρόμο. Η δουλειά που έχει να γίνει είναι σημαντική και χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερη στόχευση στις εφαρμοζόμενες πολιτικές. Για παράδειγμα το πρόβλημα στις εισφορές και τη φορολογία που πληρώνει η μέση ελληνική οικογένεια είναι αναλογικά ακόμα εξαιρετικά υψηλή. Οι περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ παρέχουν οφέλη σε οικογένειες με παιδιά, με υψηλότερα αφορολόγητα όρια και καλά πληρωμένα επιδόματα. Στην Ελλάδα την κρατική μέριμνα για την οικογένεια ακόμα την ψάχνουμε. Επιδόματα όπως αυτά του γάμου και των τέκνων εξακολουθούν σε πολλές περιπτώσεις να μην καταβάλλονται από τους εργοδότες. Η Ελλάδα είχε την 9η υψηλότερη φορολογική και ασφαλιστική υποχρέωση στον ΟΟΣΑ για έναν μέσο έγγαμο εργαζόμενο με δύο παιδιά με 33,2% του εισοδήματός του το 2021, όταν στον ΟΟΣΑ είναι μόλις 24,6%. Ακόμα όμως και σε αυτή την κατηγορία η Ελλάδα κέρδισε δύο θέσεις.

Αν νομίζει κανείς ότι το πρόβλημα που ξεκίνησε να λύνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν απόρροια μόνο της υπερφορολόγησης της περιόδου των Μνημονίων, είναι γελασμένος. Η Ελλάδα και πριν από αυτά διακρινόταν για την υπέρμετρη φορολόγηση των ανθρώπων που παράγουν και δεν μπορούσαν να αποφύγουν τους φόρους, σε αντίθεση με άλλους που οι υπηρεσίες της εμφανίζονταν σταθερά ανίκανες να τους φορολογήσουν. Μεταξύ 2009, δηλαδή πριν από τα Μνημόνια, και του 2021, μετά τα Μνημόνια, οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις για τον μέσο εργαζόμενο υποχώρησαν κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ. Η «ανάσα» είναι μεγάλη. Μπορεί να μη μας φαίνεται λόγω της απότομης πληθωριστικής έξαρσης. Φανταστείτε ωστόσο το ανάποδο, να βιώναμε την απότομη άνοδο των τιμών στα πάντα και να είχαμε να αντιμετωπίσουμε και τους φόρους της προηγούμενης δεκαετίας…

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion