Η εποχή των αρνητικών επιτοκίων στην Ευρώπη τελείωσε αφότου οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ελβετίας άφησαν την Ιαπωνία να μένει ο τελευταίος υποστηρικτής ενός από τα πιο αμφιλεγόμενα οικονομικά πειράματα των τελευταίων χρόνων. Ο αυξανόμενος πληθωρισμός οδήγησε τους υπεύθυνους χάραξης νομισματικής πολιτικής να αυξήσουν τα επιτόκια πάνω από το μηδέν και να εγκαταλείψουν μια πολιτική που – ευνοώντας τους δανειολήπτες και τιμωρώντας τους αποταμιευτές – ανέτρεψε τις αρχές της χρηματοδότησης.

Η Τράπεζα της Ελβετίας επί σειρά ετών χρησιμοποίησε την πολιτική αυτή για να μετριάσει την απειλή της πτώσης των τιμών, αλλά την εγκατέλειψε την Πέμπτη μετά το άλμα που έκανε τον Αύγουστο ο πληθωρισμός στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας 30ετίας.

Διαβάστε επίσης: Λαγκάρντ: Κύρια προτεραιότητα είναι ο πληθωρισμός – Τι είναι το «ουδέτερο επιτόκιο»

Αφού προκάλεσε την έκπληξη των οικονομολόγων και των καταναλωτών όταν εισήχθη από τη σουηδική Κεντρική Τράπεζα (Riksbank) το 2009, η πολιτική αυτή τελικά φάνηκε ότι δεν είχε ελπίδες ότι θα απομάκρυνε γρήγορα την απειλή του αποπληθωρισμού και ότι θα αναζωογονούσε την ανάπτυξη. «Έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι το ιερό δισκοπότηρο που αναζητούσαμε», δήλωσε η αρμόδια για την Ευρώπη επικεφαλής οικονομολόγος της γερμανικής ασφαλιστικής Allianz, Καταρίνα Ούτερμελ.

Διαβάστε επίσης: ΕΚΤ: Μέλη του δ.σ βλέπουν στο 2% τα ευρωεπιτόκια

Αν και οι κεντρικοί τραπεζίτες επιμένουν στους ισχυρισμούς ότι η περίεργη αυτή πολιτική ενίσχυσε την ανάπτυξη των δανείων, είναι πια γνωστό ότι στην πράξη παράγει μερικά παράξενα αποτελέσματα. Για χρόνια οι επενδυτές πλήρωναν για να δανείσουν χρήματα σε κυβερνήσεις, όπως στη γερμανική, ενώ οι αγοραστές κατοικιών σε ορισμένες χώρες, όπως στη Δανία, κέρδιζαν τόκους από τράπεζες για τα στεγαστικά τους δάνεια. Η πολιτική αυτή συγκέντρωσε επίσης σφοδρές επιθέσεις στην Ευρωζώνη μετά την εφαρμογή της από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) το 2014, με τους αποταμιευτές να εκφράζουν την απογοήτευσή τους στις τράπεζες που τους χρέωναν για να διατηρούν τις καταθέσεις τους.

Οι επικριτές της επιθετικής νομισματικής χαλάρωσης ισχυρίζονται ότι διόγκωσε τις φούσκες των περιουσιακών στοιχείων και διεύρυνε την ανισότητα. Η Μόνικα Βατσλαβκοβά, μια φοιτήτρια από την Τσεχική Δημοκρατία, κατηγόρησε ανοιχτά μια ομάδα κεντρικών τραπεζιτών στο συνέδριο Alpbach τον περασμένο μήνα στην Αυστρία ότι μειώνουν τα επιτόκια σε «τεχνητά χαμηλά» επίπεδα, με αποτέλεσμα να εκτινάσσονται οι αξίες στα Χρηματιστήρια αλλά και οι τιμές των ακινήτων.

«Πώς πιστεύετε ότι ένας άνθρωπος σαν εμένα θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει το πρώτο του σπίτι την επόμενη δεκαετία της ζωής του;», ρώτησε τους τραπεζίτες η Τσέχα φοιτήτρια. Η ελβετική απόφαση για εγκατάλειψη των αρνητικών επιτοκίων ακολούθησε παρόμοιες κινήσεις από τη Σουηδία, τη Δανία και την ΕΚΤ, η οποία τερμάτισε την πολιτική αυτή έπειτα από οκτώ χρόνια τον Ιούλιο.

Η τελευταία μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ στο -0,5% το 2019 αποδείχθηκε τόσο αμφιλεγόμενη στη Γερμανία, που έχει εμμονή με τις αποταμιεύσεις, που η κορυφαία σε πωλήσεις ταμπλόιντ εφημερίδα της παρουσίαζε τον τότε επικεφαλής της Τράπεζας Μάριο Ντράγκι ως έναν βρυκόλακα που ρουφάει το περιεχόμενο των λογαριασμών των αποταμιευτών.

«Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι ήταν ένα λάθος, όχι μόνο στη θεωρία αλλά και στην εσωτερική πολιτική της ΕΚΤ», δήλωσε για την πολιτική αρνητικών επιτοκίων ο Λορέντσο Μπίνι Σμάγκι, πρόεδρος της γαλλικής τράπεζας Société Générale, ο οποίος αποχώρησε από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ προτού ρίξει τα επιτόκια κάτω από το μηδέν, το 2014. Η κίνηση αυτή είχε προκαλέσει τότε έντονες συζητήσεις μεταξύ των ειδικών, οι οποίοι αναρωτιούνταν αν οι παρενέργειές της θα υπερτερούσαν των πλεονεκτημάτων της.

«Η μόνη σημαντική επίδραση των αρνητικών επιτοκίων ήταν να διατηρηθεί η ισοτιμία του ευρώ σε χαμηλότερα επίπεδα, κάτι το οποίο σε έναν αποπληθωριστικό κόσμο είχε περιορισμένο αντίκτυπο σε κάθε περίπτωση», σημείωσε ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, Μάρκους Μπρούνερμάιερ. Ο καθηγητής πρόσθεσε ότι η πολιτική αυτή, «αν και δεν αποτέλεσε μεγάλη επιτυχία για την ΕΚΤ», λειτούργησε με την έννοια ότι κατάφερε να πείσει τους πάντες ότι τα επιτόκια κάτω από το μηδέν ήταν ένα ακόμα όπλο στο οπλοστάσιο των κεντρικών τραπεζιτών. «Έδειξε ότι μπορείς να πας και με την όπισθεν», είπε χαρακτηριστικά.

Η σουηδική Riksbank έγινε η πρώτη που εγκατέλειψε πριν από δύο χρόνια την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων. Αυτόν τον μήνα, η Κεντρική Τράπεζα της Δανίας ακολούθησε το παράδειγμά της για να στηρίξει την κορώνα και να αποφύγει την εισαγωγή μεγαλύτερου πληθωρισμού μέσω των υψηλότερων τιμών των εισαγομένων αγαθών. Η αύξηση των επιτοκίων της Ελβετίας στοχεύει επίσης στην ενίσχυση του φράγκου – σε αντίθεση με τις προσπάθειες που έκανε για να αποδυναμώσει το νόμισμα όταν ο πληθωρισμός ήταν χαμηλός.

Ανταποκρινόμενες στις κινήσεις αυτές μια σειρά από ευρωπαϊκές τράπεζες έσπευσαν να ανακοινώσουν ότι δεν θα χρεώνουν πλέον τους πελάτες τους για τη διατήρηση των καταθέσεών τους. Το συνολικό ποσό του παγκόσμιου χρέους με επιτόκια κάτω από το μηδέν – κάτι που σημαίνει ότι οι πιστωτές πληρώνουν για να δανείσουν χρήματα – έχει συρρικνωθεί σχεδόν κατά 90% από το ανώτατο όριο των 18,4 τρισ. δολαρίων στα τέλη του 2020.

Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η Τράπεζα της Ιαπωνίας, η οποία είναι απίθανο να εγκαταλείψει στο εγγύς μέλλον την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων και το ανώτατο όριο των μηδενικών αποδόσεων των ομολόγων, παρά την ανάκαμψη των τιμών στην αγορά και την πτώση του γεν. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι ο συνολικός πληθωρισμός της Ιαπωνίας παρέμεινε χαμηλός στο 3% και επιπλέον επειδή η αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων δεν μετατράπηκε σε μισθολογικές αυξήσεις. Η Τράπεζα της Ιαπωνίας, ωστόσο, βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι καθώς 10ετής θητεία του διοικητή της, Χαρουχίκο Κουρόντα, λήγει τον Απρίλιο του επόμενου έτους.

Ο διάδοχος του Κουρόντα θα μπορούσε να αλλάξει τη στάση της Τράπεζας σε ό,τι αφορά τα επιτόκια. Από την άλλη πλευρά μια ύφεση στις ΗΠΑ θα μπορούσε να την αναγκάσει να διατηρήσει τη νομισματική της πολιτική. «Το μεγάλο ερώτημα για το επόμενο έτος είναι εάν η Τράπεζα της Ιαπωνίας θα μπορέσει να στραφεί προς την ομαλοποίηση ακόμη και υπό έναν νέο διοικητή», δήλωσε ο Μαζαμίτσι Αντάτσι, επικεφαλής οικονομολόγος της UBS στο Τόκιο.

Η ΕΚΤ πάντως χαρακτήρισε το πείραμα των υπό-το-μηδέν επιτοκίων επιτυχημένο εκτιμώντας με βάση τραπεζικές έρευνες ότι είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί κατά 0,7% επιπλέον κατά μέσον όρο ετησίως ο τραπεζικός δανεισμός. Η ΕΚΤ εκτιμά επίσης ότι η πολιτική αυτή παρήγαγε επιπλέον 0,4 έως 0,5 ποσοστιαίες μονάδες οικονομικής ανάπτυξης και θεωρεί ότι δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι μεγάλα χρηματικά ποσά μεταφέρθηκαν σε μετρητά αδρανοποιημένα σε τραπεζικές θυρίδες και σε χρηματοκιβώτια – αυτή είναι μια μείζονα κριτική που ασκήθηκε στην πολιτική των μηδενικών επιτοκίων.

Ωστόσο, οι γερμανικές τράπεζες έσπευσαν να επιστρέψουν στην ΕΚΤ ρεκόρ μετρητών (11 δισ. ευρώ), κυρίως σε χαρτονομίσματα των 500 και των 200 ​​ευρώ, όταν το επιτόκιο καταθέσεών της ανέβηκε στο μηδέν τον Ιούλιο. Αυτό είναι κάτι που υποδηλώνει ότι η πολιτική είχε προκαλέσει συσσώρευση σκληρού νομίσματος. Ενώ οι γερμανικές τράπεζες διαμαρτυρήθηκαν ότι η επίμαχη πολιτική τούς ροκάνισε τα κέρδη και ότι ήταν δύσκολο να μετακυλίσουν τις απώλειες αυτές στους πελάτες, ο Ραλφ Βέφερ στη γερμανική ιστοσελίδα σύγκρισης τιμών Verivox διαπίστωσε ότι οι 455 γερμανικές τράπεζες που ανέλυσε (από τις περίπου 1.300 που λειτουργούν στη Γερμανία) χρεώνουν τους ιδιώτες καταθέτες, καθώς και τους επιχειρηματικούς πελάτες τους.

Ο Μπρούνερμάιερ επεσήμανε την «ψυχολογική δοκιμασία» που προκάλεσε η πολιτική των μηδενικών και των αρνητικών επιτοκίων στους συμπατριώτες του Γερμανούς: «Όταν μεγαλώνεις στη Γερμανία μαθαίνεις ότι είναι αρετή να εξοικονομείς χρήματα και μετά ξαφνικά τιμωρείσαι που το κάνεις, καθώς φαίνεται η αποταμίευση δεν έχει κανένα νόημα».

Πρόσφατα Άρθρα