«Αποταμιεύουμε τα τελευταία δύο χρόνια», λέει ο Κριομθάν ΜακΚάρθι, 32 ετών, κοινωνικός λειτουργός για νέους από την κομητεία Tipperary της Ιρλανδίας. Αυτός και η επί τέσσερα χρόνια σύντροφός του, Αϊλίν Σιχάν, 35 ετών, ζουν ο καθένας με τους γονείς τους ενώ προσπαθούν να κάνουν οικονομίες για να αγοράσουν σπίτι.

«Αγωνιζόμαστε ενάντια στον πληθωρισμό των τιμών κατοικιών, ενώ οι αποταμιεύσεις μας αποσαθρώνονται από τον πληθωρισμό στις τιμές κατοικιών», παραπονιέται. «Αν το δείτε κάπως προσεκτικά, φαίνεται λίγο απελπιστικό».

Η Ιρλανδία ήταν παραδοσιακά χώρα ιδιόκτητων κατοικιών και η ιδιοκτησία έκανε ένα στα οκτώ νοικοκυριά εκατομμυριούχο στα χαρτιά. Αλλά η πρόσβαση στη αγορά ακινήτων είναι πλέον αδύνατη για πολλούς – και για αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων, η απλή εξασφάλιση ενός τόπου διαμονής γίνεται όλο και πιο δύσκολη.

Ακόμη και με τα πρότυπα των αγορών ακινήτων σε παρόμοιες ανεπτυγμένες χώρες, η Ιρλανδία βίωσε άνοδο στις τιμές των κατοικιών τα τελευταία πέντε χρόνια – λίγο περισσότερο από μια δεκαετία αφότου ο προηγούμενος κύκλος εναλλαγής ανάπτυξης και πτώσης οδήγησε σε οικονομική κρίση.

Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλες καυτές παγκόσμιες αγορές ακινήτων που αντιμετωπίζουν ταχεία χαλάρωση καθώς τα επιτόκια αυξάνονται και η ύφεση πλησιάζει, η έκρηξη της Ιρλανδίας δεν δείχνει σημάδια επιβράδυνσης: εξακολουθεί να αντιμετωπίζει έλλειψη κατοικιών πράγμα που ανεβάζει τις τιμές, για αγορά, αλλά και για ενοικίαση.

Οι τιμές κατοικιών αυξήθηκαν σχεδόν 10 τοις εκατό σε εθνικό επίπεδο από την αρχή του έτους έως τον Οκτώβριο, κατά μια ποσοστιαία μονάδα από την αρχή του έτους έως τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με την Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία, με τη διάμεση τιμή ενός ακινήτου να βρίσκεται στα  300.000 ευρώ. Σε περιοχές της δυτικής Ιρλανδίας, οι τιμές των ακινήτων εκτοξεύτηκαν περισσότερο από 16%. Οι τιμές των ακινήτων σε εθνικό επίπεδο έχουν αυξηθεί κατά 130 τοις εκατό από τις αρχές του 2013, λέει η στατιστική υπηρεσία της χώρας, CSO.

Ταυτόχρονα, η Ιρλανδία έχει δει «εκπληκτική κατάρρευση των διαθέσιμων προς ενοικίαση χώρων» τους τελευταίους 18 μήνες, σύμφωνα με τα γραφόμενα του Ρόναν Λάιονς, καθηγητή του Trinity College του Δουβλίνου και ειδικό σε θέματα στέγασης, σε έκθεση για τον ιστότοπο ακινήτων Daft.ie.

Βρήκε μόλις 495 σπίτια διαθέσιμα προς ενοικίαση στο Δουβλίνο την 1η Ιουλίου και μόνο 35.000 σε όλη τη χώρα, σχεδόν το μισό από το επίπεδο διαθέσιμων το 2016.

Ωστόσο, τα ενοίκια σε εθνικό επίπεδο αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 14,1% το τρίτο τρίμηνο φέτος σε σύγκριση με την ίδια περίοδο το 2021, σύμφωνα με το Daft.ie — η υψηλότερη αύξηση από τότε που άρχισε να παρακολουθεί τα ενοίκια το 2005.

Η κυβέρνηση λέει ότι το ύψους 4 δισεκατομμυρίων ευρώ πρόγραμμα ανέγερσης κατοικιών ετησίως που ξεκίνησε το 2021, το οποίο ονομάζεται Στέγαση για Όλους, λειτουργεί και πρόκειται να ξεπεράσει τον κατασκευαστικό στόχο φέτος.

Αλλά τα στοιχεία για τον πληθυσμό υποδηλώνουν ότι η Ιρλανδία θα χρειαστεί να διπλασιάσει τις φιλοδοξίες της. Ο πληθυσμός της Ιρλανδίας έχει αυξηθεί στα 5,1 εκατομμύρια, το υψηλότερο επίπεδο της χώρας από το 1841. Αυτό αποτελεί αύξηση 7,6% σε σύγκριση με την τελευταία απογραφή του 2016. Η Ιρλανδία έχει επίσης δεχθεί περισσότερους από 62.000 Ουκρανούς πρόσφυγες.

«Τα προκαταρκτικά στοιχεία της Απογραφής του 2022 υποδηλώνουν ότι οι υποκείμενες ανάγκες στέγασης στην Ιρλανδία τις επόμενες τρεις δεκαετίες είναι πιθανό να κυμαίνονται από 42.000 έως 62.000 σπίτια [ετησίως], που είναι σχεδόν διπλάσιο από το επίπεδο των 28.000 νέων κατοικιών ετησίως που υποστηρίζει το πρόγραμμα Στέγαση για Όλους», έγραψε ο Λάιονς.

Η Ιρλανδία κινδυνεύει να αφήσει μια γενιά εκτός ιδιόκτητης κατοικίας και αντιμέτωπη με ακριβά ενοίκια, ενώ καταδικάζει πολλούς πολίτες σε έλλειψη στέγης. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, η Ιρλανδία στέγασε τον άνευ προηγουμένου αριθμό των 11.397 ατόμων σε καταφύγια έκτακτης ανάγκης τον Οκτώβριο, αλλά οι ειδικοί λένε ότι δεν περιλαμβάνονται άτομα που κοιμούνται στην ύπαιθρο, σε καναπέδες συγγενών και άλλοι «κρυμμένοι άστεγοι», πράγμα που σημαίνει ότι το πραγματικό πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο.

«Είχαμε επιταχύνει την οικοδόμηση από το 1997-2009 και έκτοτε βιώσαμε τεράστια πτώση», λέει η Ρεμπέκα Μόινιχαν, γερουσιαστής των Εργατικών και εκπρόσωπος του κόμματος για τη στέγαση. «Δεν έχουμε επιπλέον απόθεμα και έχουμε έκρηξη νέου πληθυσμού. . .  Αυτό πιθανότατα θα χειροτερέψει πριν δούμε βελτίωση».

Για χώρα που έχει μεταμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες από ένα φτωχό, αγροτικό, ελεγχόμενο από την εκκλησία κράτος σε πλούσιο, κοινωνικά προοδευτικό εξωστρεφές κράτος, η στεγαστική κρίση είναι απότομη αφύπνιση που αμαυρώνει την εικόνα χώρας που είναι ανοιχτή σε επιχειρήσεις.

Ο Τίσεχ (πρωθυπουργός) Λέο Βαράντκαρ παραδέχεται ότι πολυεθνικά επενδυτικά σχήματα του ανέφεραν τακτικά το πρόβλημα στέγασης όταν ήταν υπουργός Εμπορίου, ρόλο που είχε από το 2020 έως τις 17 Δεκεμβρίου. Τότε ανέλαβε πρωθυπουργός για το δεύτερο μισό της θητείας της κυβέρνησης συνασπισμού ως μέρος ενός από μακρόν προγραμματισμένου ανασχηματισμού.

Υψηλόβαθμο στέλεχος σε μεγάλη εταιρεία τεχνολογίας στο Δουβλίνο – από τους τομείς που τροφοδοτούν την οικονομία της Ιρλανδίας και στην οποία βασίζεται η χώρα για τεράστια έσοδα από εταιρική φορολόγιση – παραδέχτηκε ότι η στέγαση ήταν σοβαρό πρόβλημα για το προσωπικό. Η εταιρεία, λένε, προσπάθησε να εξασφαλίσει ότι οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να «έχουν την καλύτερη δυνατή εμπειρία» σε μέρη όπως το Greystones ή το Balbriggan – ήσυχες πόλεις στην ακτή, 30 χιλιόμετρα νότια και 45 χιλιόμετρα βόρεια, του κέντρου της πόλης του Δουβλίνου αντίστοιχα.

Η στέγαση είναι ιδιαίτερα επώδυνο θέμα στην Ιρλανδία, επειδή ο δανεισμός για ακίνητα τροφοδότησε την άνοδο της Κελτικής Τίγρης από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Αυτό κατέληξε να συντρίψει ολόκληρη την οικονομία περισσότερο από μια δεκαετία αργότερα οδηγώντας σε βοήθεια 67,5 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ και την ΕΕ το 2010.

Τώρα, η έλλειψη στέγης δημιουργεί νέο ρήγμα στην κοινωνία. Σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι συνήθιζαν να μεταναστεύουν για να ξεφύγουν από τη φτώχεια και να αναζητήσουν εργασία, έως και επτά στους 10 νέους σκέφτονται να μετακομίσουν στο εξωτερικό επειδή δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά το κόστος στέγασης – ντροπιαστική αποτυχία για ένα από τα πλέον πετυχημένα κράτη της ΕΕ.

Η 23χρονη καλλιτέχνις Στίβι Ουίλσον  σκέφτεται να μετακομίσει στην Ισπανία λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η γενιά της στην εύρεση οικονομικά προσιτών κατοικιών. «Πιστεύω ότι αν δεν μετακομίσω σε άλλη χώρα δεν θα μπορώ ποτέ να ελπίζω ότι θα αποκτήσω [δικό μου σπίτι]», λέει απεγνωσμένα.

Οι σπόροι της κρίσης

Η Ιρλανδία ήταν πολύ πιο ικανή στο χτίσιμο σπιτιών. Μέχρι την έκρηξη της φούσκας ακινήτων το 2008, η Ιρλανδία είχε το υψηλότερο ποσοστό αποπεράτωσης κατοικιών μεταξύ 19 χωρών της ΕΕ που συμμετείχαν στην έρευνα, σχεδόν τριπλάσιο από τα περισσότερα άλλα κράτη.

Πράγματι, στις πρώτες δεκαετίες αφότου δημιουργήθηκε η Ιρλανδία ως ανεξάρτητο κράτος, το 1922, η κυβέρνηση ήταν ο μεγαλύτερος κατασκευαστής κατοικιών της χώρας, παρέχοντας 112.144 κοινωνικές κατοικίες μεταξύ των αρχών της δεκαετίας του 1930 και των μέσων της δεκαετίας του 1950. Αυτό ήταν περισσότερο από το ήμισυ του συνόλου των νέων κατοικιών που κατασκευάστηκαν.

Βοήθησε να απομακρυνθούν οι άνθρωποι από τις επικίνδυνες παραγκουπόλεις στο κέντρο της πόλης, σύμφωνα με τη Μισέλ Νόρις, εμπειρογνώμονα για τη στέγαση και καθηγήτρια κοινωνικής πολιτικής στο University College του Δουβλίνου.

Αλλά οι σπόροι της σημερινής κρίσης σπάρθηκαν με την απόφαση της χώρας να πουλήσει κοινωνικές κατοικίες σε ενοικιαστές χωρίς να τις αντικαθιστά με τον ίδιο ρυθμό, λένε οικονομολόγοι και ειδικοί που έχουν μελετήσει το πρόβλημα.

«Είχαμε πάντα αρκετά ισχυρή πολιτική αγοράς από ήδη ενοικούντες. Αλλά τις δεκαετίες του 1950, του 1960 και του 1970, χτίζαμε αρκετές κρατικές κατοικίες για να τις αντικαταστήσουμε», αναφέρει ο Ρόρι Χιρν, λέκτορας κοινωνικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Maynooth και συγγραφέας του Gaffs, ενός νέου βιβλίου για τη στεγαστική κρίση της Ιρλανδίας. “Το πρόβλημα ήταν όταν σταματήσαμε να τις αντικαθιστούμε.”

Όπως είπε η Ντάρα Τέρνμπουλ, συντονιστής έρευνας στην πανευρωπαϊκή ομοσπονδία δημόσιων, συνεταιριστικών και κοινωνικών παρόχων στέγασης Housing Europe: «Περίπου τα δύο τρίτα όλων των κοινωνικών κατοικιών που κατασκευάσαμε στην ιστορία του κράτους είναι πλέον σε ιδιωτικά χέρια. Αυτό είναι. Αυτή είναι η όλη ιστορία».

Πριν από τη δεκαετία του 1970, η Ιρλανδία δεν είχε πολλά εμπόδια στην ανάπτυξη κινήτων από ιδιωτική πρωτοβουλία καθώς το κράτος κρατούσε «το τιμόνι». Ωστόσο, η ιδιωτική χρηματοδότηση στη συνέχεια έγινε «πολύ αποτελεσματική» στη δημιουργία προσφοράς, ενισχυμένη από τον τραπεζικό δανεισμό και τους αρκετά χαλαρούς κανονισμούς προγραμματισμού, τόνισε ο Νόρις.

Η κατασκευή κατοικιών αυξήθηκε κατά 177 τοις εκατό μεταξύ των ετών άνθησης του 1996 και του 2006, σύμφωνα με τον Νόρις, όταν οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν επίσης σχεδόν κατά 300 τοις εκατό. Η πορεία του Κέλτικου Τίγρη καθορίστηκε από αλόγιστους δανεισμούς και πλεόνασμα ιδιοκτησίας. Στο λυκόφως αυτής της περιόδου, η Ιρλανδία έχτιζε περίπου 90.000 σπίτια το χρόνο.

Αλλά στην περίοδο λιτότητας που ακολούθησε, η οικοδομή κοινωνικών κατοικιών κατέρρευσε κατά 90 τοις εκατό σε λιγότερες από 760 μονάδες το 2013 και το 2014, έναντι 8.763 το 2007.

Αντί η κυβέρνηση να ηγείται της παροχής κατοικιών χαμηλού κόστους για τους ασθενέστερους, τα ιδιωτικά έργα στέγασης από το 2000 έπρεπε να συμπεριλάβουν το 20 τοις εκατό της κοινωνικής κατοικίας στις οικοδομές τους.

Καθώς το απόθεμα των κοινωνικών κατοικιών μειώθηκε – λόγω του ότι οι εργολάβοι δεν χτίζουν σε τέτοιο βαθμό όσο η κυβέρνηση σε συνδυασμό με την πώληση δημοτικών κατοικιών – οι άνθρωποι έπρεπε να βρουν στέγαση στον ακριβότερο ιδιωτικό τομέα ενοικίασης.

«Τώρα, το ένα τρίτο όλων των ατόμων σε ιδιωτικά ενοίκια είναι άτομα που θα έπρεπε να βρίσκονται σε κοινωνική στέγαση και να λαμβάνουν επιδότηση κοινωνικής στέγασης», τονίζει ο Χιρν. Εκτιμά ότι αυτό σήμαινε ότι 1 δισεκατομμύριο ευρώ ετησίως πήγαιναν σε ιδιώτες ιδιοκτήτες για να επιδοτούνται κοινωνικές κατοικίες.

Η ανεπαρκής ρύθμιση της αγοράς βραχείας διαμονής επιδεινώνει το πρόβλημα, λέει ο Χιρν, σημειώνοντας ότι η Airbnb είχε περισσότερα από 15.000 ακίνητα εισηγμένα στην Ιρλανδία, περισσότερο από 10 φορές τον αριθμό των διαθέσιμων ακινήτων για μακροχρόνια μίσθωση.

Οι φωτογραφίες που κοινοποιήθηκαν σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης τους τελευταίους μήνες καταγράφουν την απογοήτευση του κοινού: οι ουρές επίδοξων ενοικιαστών που ψάχνουν για υπερτιμημένα ακίνητα που εκτείνονται γύρω από ολόκληρο τετράγωνο σε δρόμο του Δουβλίνου είναι απτή υπενθύμιση του πόσο λίγες κατοικίες είναι διαθέσιμες για επίδοξους ενοικιαστές.

Καθώς η ζήτηση έχει αυξηθεί, τόσο αυξάνονται τα ενοίκια. Μεταξύ του 2010 και του δεύτερου τριμήνου του τρέχοντος έτους, τα μέσα ενοίκια αυξήθηκαν κατά 82 τοις εκατό στην Ιρλανδία, σημείωσε σε πρόσφατη έκθεση ο όμιλος λόμπι τραπεζών Ομοσπονδία Τραπεζών και Πληρωμών της Ιρλανδίας, ξεπερνώντας κατά πολύ τον μέσο όρο 18% της ΕΕ.

«Η ιδέα ότι η κοινωνική και οικονομικά προσιτή στέγαση είναι ριζοσπαστική είναι τρελή», λέει η Σιάν Νι Μουίρι, 33 ετών, η οποία κερδίζει πάνω από τον μέσο βιομηχανικό μισθό στο τομέα παιδικού animation. «Η στέγαση έχει γίνει πηγή επενδύσεων, κερδοσκοπίας ή συνταξιοδότησης, και όχι βασικό ανθρώπινο δικαίωμα».

Πολιτικές υποσχέσεις

Η στεγαστική κρίση έχει γίνει το πιο φλέγον πολιτικό ζήτημα στην Ιρλανδία. Οι Ιρλανδοί ψηφοφόροι βλέπουν τη στέγαση ως τη μεγαλύτερη αποτυχία της κυβέρνησης, δίνοντας στον Βαράντκαρ πολιτικό κίνητρο για να ενισχύσει την πρόοδο σε θέματα στέγασης πριν από τις εκλογές που θα διεξαχθούν στις αρχές του 2025.

Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Red C τον περασμένο μήνα, το 84 τοις εκατό των ερωτηθέντων θεώρησαν ότι η κυβέρνηση είχε κακή απόδοση στον τομέα της στέγασης. Σχεδόν το 60 τοις εκατό πίστευε ότι τα πήγαιναν πολύ άσχημα.

Το εθνικιστικό κόμμα Σιν Φέιν έχει γίνει η πιο δημοφιλής πολιτική δύναμη της Ιρλανδίας με το να εστιάζει στο στεγαστικό πρόβλημα. Υπόσχεται να επιταχύνει δραματικά την κατασκευή κατοικιών, να περιορίσει τα τραπεζικά επιτόκια και να καταργήσει τον τοπικό φόρο ακίνητης περιουσίας.

Το Σιν Φέιν θέλει επίσης να χρησιμοποιήσει μοντέλο μίσθωσης. Ο Εοίν Ο’ Μπρόιν, εκπρόσωπος στεγαστικών θεμάτων του Σιν Φέιν, υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να συνάψει σύμβαση για την κατασκευή κατοικιών επί δημόσιας γης — εξαλείφοντας το κόστος συντήρησης και ανάπτυξης του χώρου, με αποτέλεσμα φθηνότερα σπίτια, με το κράτος να διατηρεί την ιδιοκτησία της γης.

Αλλά με προϋπόθεση ότι εάν οι ιδιοκτήτες αυτών των κατοικιών ήθελαν να τις πουλήσουν, τα ακίνητα θα προσφέρονταν μόνο σε άλλα άτομα που πληρούν τις προϋποθέσεις για το στεγαστικό πρόγραμμα, αντί να διατίθενται προς πώληση στην ιδιωτική αγορά. Αυτό θα δημιουργούσε «υποαγορά ιδιόκτητων, πωλητών, μόνιμα προσιτών κατοικιών», τονίζει ο Ο’ Μπρόιν.

Η Ιρλανδία έχει επίσης σχεδόν 170.000 κενές ιδιοκτησίες και ο Ο’Μπρόιν είπε στους Financial Times ότι το ένα τέταρτο των 20.000 κοινωνικών και οικονομικά προσιτών κατοικιών που χρειάζονται θα μπορούσε να προέλθει από την επαναχρησιμοποίηση κενών και εγκαταλελειμμένων ακινήτων.

Ακόμη και οι ψηφοφόροι που απωθούνται από το Σιν Φέιν, κόμμα που υποστηρίζει την ένωση Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και της Βόρειας Ιρλανδίας που κάποτε ήταν η πολιτική πτέρυγα της παραστρατιωτικής οργάνωσης IRA, αναγνωρίζουν ότι έχει μελετήσει το θέμα. «Η επιτυχία ή η αποτυχία αυτής της κυβέρνησης. . . της επόμενης κυβέρνησης θα αφορά τη στέγαση», λέει ο Ο’ Μπρόιν.

Ο Βαράντκαρ έχει ξεκαθαρίσει ότι η στέγαση είναι στην κορυφή της λίστας των υποχρεώσεών του, λέγοντας στον εθνικό ραδιοτηλεοπτικό σταθμό RTÉ ότι «πραγματικά» πίστευε ότι είχε σημειωθεί πρόοδος τα πρώτα δυόμισι χρόνια της κυβέρνησης, «αλλά δεν είναι αρκετή».

Είπε ότι θα συνομιλήσει με ειδικούς για να δει πώς να επιταχύνει την εφαρμογή του προγράμματος Στέγαση για Όλους και να δοκιμάσει νέες τακτικές για να «αυξήσει δραματικά την προσφορά» και να υπερβεί τους στόχους του 2023.

Ο Βαράντκαρ προέτρεψε επίσης τους νέους να μην μεταναστεύουν για λόγους στέγασης, λέγοντας ότι τα πράγματα συχνά φαίνονται καλύτερα στο εξωτερικό. Παρ’ όλα αυτά, έχει περιγράψει τη στεγαστική κρίση της χώρας ως «επείγουσα ανάγκη», «κρίση», «κοινωνική καταστροφή» και «άχθος» για άμεσες ξένες επενδύσεις.

Ο υπουργός Στέγασης του έχει πιο αισιόδοξη άποψη για την πρόοδο. «Φυσικά υπάρχουν συνεχείς προκλήσεις για την παράδοση κατοικιών», είπε ο Ντάραγκ Ο’Μπράιεν σε σχόλιο προς τους FT. «Αλλά το σχέδιο ‘πιάνει’».

Ανέφερε επίσημα στοιχεία που δείχνουν τον αριθμό ρεκόρ των κατοικιών που ολοκληρώθηκαν τους πρώτους εννέα μήνες του τρέχοντος έτους — υψηλότερος από κάθε χρόνο από το 2011, όταν η εθνική στατιστική υπηρεσία άρχισε να συλλέγει τέτοια δεδομένα. «Περιμένω ότι ο στόχος της κυβέρνησης για 24.600 σπίτια το 2022 θα ξεπεραστεί, με ορισμένους σχολιαστές να προβλέπουν έως και 28.000 αποπερατώσεις φέτος», πρόσθεσε.

Ο Ο’Μπράιεν ανέφερε ότι δεν υπήρχε “ασημένια σφαίρα”. Αλλά νέες προσεγγίσεις, όπως οι κρατικές εκμισθώσεις «ενοικίασης-κόστους» – δηλαδή ενοικιάσεις σε άτομα με μεσαία εισοδήματα πάνω από το όριο για κοινωνική στέγαση που εξαιρούν το κόστος κατασκευής και συντήρησης και είναι τουλάχιστον 25 τοις εκατό φθηνότερες χωρίς κέρδη για εργολάβους – «σημαίνουν ότι οι τιμές δεν καθορίζονται από τις κινήσεις της αγοράς, καθιστώντας την κατοικία πιο προσιτή».

Αλλά η κυβέρνηση πρέπει επίσης να υπολογίσει τον πληθωρισμό που αυξάνει το κόστος κατασκευής και τα υψηλότερα επιτόκια αυξάνουν το κόστος χρηματοδότησης.

Ο Ντέρμοτ Ο’Λίαρι, επικεφαλής οικονομολόγος της χρηματιστηριακής εταιρείας Goodbody, λέει ότι τα υψηλότερα επιτόκια «προκαλούν πρόβλημα για τα διαμερίσματα που χτίζονται προς ενοικίαση, τα οποία ήταν πραγματικά ο κύριος μοχλός αύξησης της προσφοράς τα τελευταία δύο χρόνια. Αυτό είναι υπό απειλή τώρα».

Ο Λόρκαν Σιρ, ανώτερος λέκτορας σε θέματα στέγασης, σχεδιασμού και ανάπτυξης στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου, λέει ότι η Ιρλανδία «έχει δημιουργήσει κατάσταση όπου η παροχή κοινωνικής κατοικίας και ιδιωτικής στέγασης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση των τιμών των κατοικιών».

Οι τιμές εκκίνησης για στέγαση ήταν 17 τοις εκατό χαμηλότερες τον Οκτώβριο σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο, και γνώρισαν πτώση 31 τοις εκατό σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα και 63 τοις εκατό από την πιο πρόσφατη αιχμή, τον Μάιο του 2021. Αυτό θα καθυστερήσει τις αποπερατώσεις σχεδόν την ίδια στιγμή που, ενόψει των επόμενων εκλογών, ο Βαράντκαρ θα θέλει να διαφημίσει την πρόοδο.

Ο Ο’Λίαρι αναφέρει ότι υπήρξε επίσης πτώση 41% στις πολεοδομικές άδειες που χορηγήθηκαν το τρίτο τρίμηνο σε σύγκριση με τον Ιούνιο-Σεπτέμβριο του περασμένου έτους, λόγω της πτώσης κατά 66% των εγκρίσεων για διαμερίσματα.

«[Η κυβέρνηση] θα υπερβεί τους στόχους παραγωγής φέτος, ώστε να μπορούν να υποστηρίξουν ότι βαδίζουμε στη σωστή κατεύθυνση. Αλλά μπορώ να διακρίνω τις δυσκολίες που έρχονται στο άμεσο μέλλον», είπε ο Ο’Λίαρι.

Την περασμένη εβδομάδα, το υπουργικό συμβούλιο πρότεινε ανασκευή του συστήματος σχεδιασμού που λέει ότι θα βοηθήσει στην επιτάχυνση της κατασκευής κατοικιών, αλλά ο Ο’Λίαρι τονίζει ότι «δεν ήταν πανάκεια για τα προβλήματα προσφοράς. . . ιδιαίτερα βραχυπρόθεσμα».

Για τον Σιρ, απειλείται το κοινωνικό συμβόλαιο που βασίζεται στην ιδιοκτησία κατοικίας – το μοντέλο Βαράντκαρ αποκαλεί της Ιρλανδίας «δημοκρατία της ιδιόκτητης κατοικίας». Το ποσοστό ιδιοκτησίας κατοικίας στη χώρα είναι στα επίπεδα του 1971, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία.

«Η οικονομική πραγματικότητα είναι ότι αν θέλετε να είστε κάποιος στην Ιρλανδία ή να είστε ασφαλείς στα γηρατειά σας, πρέπει να έχετε ιδιοκτησία», λέει ο Σιρ. «[Η κυβέρνηση] έχει τεράστιο σχέδιο για να μας μετατρέψει όλους σε ενοικιαστές, όπως φαίνεται».

Ενώ κάποτε οι άνθρωποι θα είχαν εξοφλήσει στεγαστικό δάνειο μέχρι τη στιγμή που θα συνταξιοδοτούνταν, περισσότεροι άνθρωποι πλέον θα αντιμετωπίσουν την πρόκληση να συνεχίσουν να πληρώνουν ενοίκια αφού σταματήσουν να εργάζονται.

Ο κοινωνικός λειτουργός ΜακΚάρθι εξακολουθεί να ονειρεύεται να αγοράσει σπίτι. Αλλά σχεδιάζει να ψηφίσει το Σιν Φέιν στις επόμενες εκλογές. «Η κυβέρνηση τώρα κάνει ό,τι μπορεί, αλλά πέρασαν δεκαετίες χωρίς να κάνουν ό,τι θα πορούσαν», λέει.

Άλλοι νέοι μπορεί να μην μείνουν μέχρι το 2025. «Όταν μεγαλώσω, θέλω να ζήσω στην Ιρλανδία», λέει η φοιτήτρια Μαρία Πουζόνε. «Αλλά οι γονείς μου δεν έχουν δικό τους σπίτι». . . Τα ενοίκια είναι τόσο υψηλά, είναι άδικο για εμάς. . . Αυτό επηρεάζει ολόκληρο το μέλλον μας».