Υποτίθεται ότι όλα στην πολιτική εσχάτως έχουν να κάνουν με το Κέντρο. Το οποίο παρουσιάζεται σε διάφορα αφηγήματα ως αυτό που εκπροσωπεί την «ορθή» πολιτική κατεύθυνση, σε αντιδιαστολή με τα «άκρα» που είναι καταδικαστέα, επικίνδυνα, «λαϊκίστικα».
Μικρή σημασία έχει ότι αυτό που προβάλλεται σήμερα ως περιεχόμενο του Κέντρου είναι τόσο νεοφιλελεύθερο ως προς την οικονομική πολιτική που πρεσβεύει, για παράδειγμα την οικονομική πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη Μεταπολίτευση να φαντάζει… επαναστατική.
Το βασικό είναι ο τρόπος που παρουσιάζεται μια εικόνα όπου υπάρχει πάντα ένας «μέσος δρόμος» που οφείλουμε να ακολουθήσουμε, διαφορετικά θα έχουμε προβλήματα.
Αυτό παραβλέπει ότι η πολιτική δεν έπαψε ποτέ να είναι ένα πεδίο όπου συγκρούονται απόψεις και κατευθύνσεις, ένα πεδίο γεμάτο αντιθέσεις.
Σε τελική ανάλυση η ιστορία της χώρας είναι γεμάτη από τέτοιες αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε αυτό που σε κάθε ιστορική στιγμή εκπροσωπούσε την πρόοδο και τη συντήρηση, την αριστερά και τη δεξιά.
Μάλιστα, ακόμη και στην περίοδο όπου το Κέντρο ήταν μια πολιτική παράταξη, δηλαδή στις μετεμφυλιακές δεκαετίες, είναι σαφές ότι δεν ήταν μια «ενδιάμεση» τοποθέτηση.
Τότε «Κέντρο» σήμαινε δημοκρατική παράταξη, δηλαδή την παράταξη που ήταν απέναντι στην αυταρχική μετεμφυλιακή δεξιά. Πόλωση είχαμε τότε, όχι σύγκλιση, με αποκορύφωμα όσα έγιναν στη δεκαετία του 1960.
Και μην κοιτάτε που στις δημοσκοπήσεις συχνά βλέπουμε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να αυτοτοποθετείται στο «Κέντρο».
Αυτό είναι το αποτέλεσμα του τρόπου που έχει κυριαρχήσει αυτή η αντίληψη, ώστε και ο πολίτης να αισθάνεται υποχρέωσή του να διακηρύξει ότι και αυτός «κάπου στη μέση είναι».
Με αυτή την έννοια και σήμερα στην πραγματική πολιτική δεν υπάρχει «Κέντρο», υπάρχουν δεξιές και αριστερές πολιτικές.
Γιατί αυτή η διάκριση δεν έχει πάψει να έχει νόημα.
Από τη μία, εξακολουθεί να υπάρχει δεξιά και δεξιά πολιτική: είναι αυτή που θεωρεί ότι είναι προτιμότερο να έχουμε ανάπτυξη με κοινωνική ανισότητα, μια που αυτό θα δώσει κάτι και στους φτωχούς, που δεν θέλει την αναδιανομή, που βλέπει με επιφύλαξη τα κινήματα και τα συνδικάτα και που είναι πιο εύκολο να υιοθετήσει αυταρχικές και «αστυνομικές» απαντήσεις στα κοινωνικά προβλήματα.
Από την άλλη εξακολουθεί να υπάρχει αριστερά και αριστερή πολιτική: είναι αυτή που έστω και ως ζητούμενο επιμένει στην αναδιανομή, βλέπει την αναβάθμιση της θέσης των εργαζομένων ως αφετηρία της ανάπτυξης, στηρίζεται στα κινήματα και τις διεκδικήσεις και θέλει επέκταση των δημοκρατικών διαδικασιών.
Προφανώς και μπορεί να υπάρχουν και συγκλίσεις – π.χ. σε θέματα θεμελιωδών δικαιωμάτων ή στην ανάγκη να αξιοποιείται η δημιουργική διάσταση της αγοράς – αλλά κατά βάση είναι δύο αντιλήψεις. Που κατά περίπτωση εκπροσωπούν και διαφορετικές κοινωνικές συμμαχίες.
Για τις πιο «δεξιές» πολιτικές, αυτές που είναι νεοφιλελεύθερες και συντηρητικές, προφανώς και η διεκδίκηση του χαρακτηρισμού «κεντρώες» έχει νόημα. Είναι ένας τρόπος να δείξουν ότι είναι «ηγεμονικές».
Όμως, η επιδίωξη της αριστεράς να κερδίσει το «Κέντρο» μου φαίνεται ακατανόητη. Γιατί με το να προσπαθεί να γίνει «Κέντρο» η αριστερά απλώς χάνει την ικανότητά της να δείχνει ότι έχει εναλλακτική.
Μεγάλο μέρος της κρίσης της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη, έχει να κάνει ακριβώς με το ότι προσπάθησε τόσο πολύ να δείξει ότι είναι «Κέντρο», που στο τέλος ήταν σαν να μην διαφέρει από την δεξιά.
Το ίδιο ισχύει και με τη λογική ότι το βασικό είναι να προσεγγισθούν οι «κεντρώοι» ψηφοφόροι.
Γιατί οι ψηφοφόροι δεν ορίζονται απλώς με μια κλίμακα «αυτοτοποθέτησης». Οι ψηφοφόροι ορίζονται από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά τους, τη θέση τους στην εργασία, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Φτιάχνοντας έναν ιδεότυπο ενός «κεντρώου» ψηφοφόρου η αριστερά κινδυνεύει στο τέλος να μην λέει τίποτα. Να είναι τμήμα ενός «πολιτικού χυλού». Να μην λέει κάτι διαφορετικό από άλλα κόμματα.
Είναι ένα πράγμα να προσπαθείς να έχεις έναν λόγο απλό, κατανοητό ή μια επικοινωνία που να μην προϋποθέτει ότι ο άλλος αναφέρεται ούτως ή άλλως στην αριστερά και την ιστορία της και άλλο να μην προσπαθείς να χαράξεις τις κρίσιμες διαχωριστικές γραμμές στην κοινωνία.
Στην πολιτική στο τέλος αυτό που μπορεί να κερδίσει είναι αυτός που έχει κάτι να πει: συνεκτικό, τεκμηριωμένο, σοβαρό, εναλλακτικό.
Η εμμονή με το «Κέντρο» είναι ο σίγουρος τρόπος για να καταλήξεις να μη λες τίποτα.
Ακόμη χειρότερα, υπάρχει ο κίνδυνος με την επιμονή στο «Κέντρο» να το φτιάξεις: δηλαδή να διαμορφώσεις μια κοινωνία επί της ουσίας απολίτικη. Όπου οι πολίτες θα νιώθουν ότι είναι στο «Κέντρο», θα δέχονται αδιαμαρτύρητα όποια πολιτική έχει αυτό το προσωπείο, θα αρνούνται να σκεφτούν εάν μπορεί να υπάρξει εναλλακτική.
Μόνο που έτσι η αριστερά θα έχει πριονίσει η ίδια το κλαδί πάνω στο οποίο θα μπορούσε να σταθεί.
Latest News
Η οικονομία με τα μάτια των ξένων
Η Ελλάδα, είπε, άλλαξε, αλλά δεν ανθεί
Η συζήτηση που δεν γίνεται για τον προϋπολογισμό
Η Βουλή συζητάει τον προϋπολογισμό, όμως η σοβαρή συζήτηση για την οικονομική πολιτική δεν γίνεται
Βουλιμία
Είναι γνωστό ότι μεταξύ των θανάσιμων αμαρτημάτων περιλαμβάνεται και η βουλιμία…
Μπουλντόζες τη νύχτα
Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αποφάνθηκε ότι ο νόμος με τον οποίο χτίζουμε στην Ελλάδα από το 2012 είναι αντισυνταγματικός, εξαιρεί όσες οικοδομές έχουν αποδεδειγμένα αρχίσει εργασίες για την ανέγερσή τους
Οι εγκλωβισμένοι, τα ακίνητα και ο… φορέας
Θυμηθήκαμε ότι υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός μικρών επιχειρήσεων που μέσα στην κρίση κοκκίνισαν τα δάνειά τους
Η ευθύνη των τραπεζών
Οι τράπεζες πατούν καλύτερα στα πόδια τους, δεν εξαρτάται η κερδοφορία τους από τις προμήθειες. Επίσης είναι εμφανές ότι χρειάζεται η κυβέρνηση μια «νίκη» στο μέτωπο του κόστους ζωής
Ανάπτυξη που «τρώγεται»
Με τα μέχρι τώρα στοιχεία είμαστε πάνω και από τον στόχο του 2024
Απιστευτα δώρα προς τα πολιτικά άκρα
Αρχίζω να πιστεύω όλο και περισσότερο ότι το σύνδρομο της επιτυχίας από μια φάση και μετά τυφλώνει τις δημοκρατίες, οι οποίες στη συνέχεια χάνουν και την ακοή τους.
Ελληνικές απώλειες από το «γαλλικό μέτωπο»
Θα πρέπει να θεωρούμε σίγουρες και τις πρώτες απώλειες για την Ελλάδα από το «γαλλικό μέτωπο».
Σοκαριστικές ομοιότητες
Στη Γαλλία, οι έμπειροι από την ελληνική κρίση βλέπουν ομοιότητες με την περίοδο 2012 – 2014 στην Ελλάδα