«Από ποίον έτος εισήχθη ο καπνός εις τας χώρα των Βαλκανίων δεν είναι δυνατόν να καθορισθή επακριβώς. Πολλών αι γνώμαι φέρουσι τον καπνόν ως εισαχθέντα το πρώτον εις Κωνσταντινούπολιν κατά το έτος 1605. Επί μακρόν όμως δεν κατηναλίσκετο εις μεγάλην κλίμακα. Η καλλιέργεια αυτού εισήχθη μόλις από του 18ου αιώνος κατ΄ αρχάς εις την Τουρκίαν, ής τμήμα απετέλει τότε και η περιφέρεια του ημετέρου Γραφείου (σσ η Καβάλλα) και ολίγον κατόπιν εις Ελλάδα κατά το έτος 1880».
Ο θρύλος για τα καπνά και η Καβάλα
Αυτό θρυλεί ο μύθος, όπως τον καταγράφει στην έκδοση του «Το Καπνικόν» το 1929, το Γραφείο Προστασίας του Ελληνικού Καπνού Καβάλας. Και αναφέρει ακόμη η ίδια έκδοση πως «Η αύξησις της χρήσεως των καπνών είναι συνέπεια μεταπολεμική (σσ του πρώτου παγκοσμίου πολέμου), οφειλομένη αφ΄ενός μεν εις την διάδοσιν του καπνίσματος μεταξύ των γυναικών και των νέων. Αφ’ ετέρου δε εις την εν μεγαλυτέρα κλίμακι χρήσιν εκ μέρους των ανδρών αναζητούντων όπως εύρωσιν εις το κάπνισμα παρήγορον σύντροφον και μέσον κατασταλτικόν της διαρκώς λόγω των βιωτικών δυσχερειών επικρατούσης στενοχωρίας»!
Οι καλλιέργειες στην Ξάνθη
Εκτοτε ο καπνός στις εξαιρετικές καλλιεργητικές εκτάσεις της Ξάνθης – αλλά και σε ολόκληρη σχεδόν την χώρα – δεν αποτέλεσε μόνο έναν από τους βασικούς παράγοντες της αγροτικής παραγωγής εκείνων των χρόνων, τουλάχιστον μέχρι το 1960, αλλά ανέπτυξε και μία ολόκληρη «πολιτική οικονομία».
Υπήρχε και ισχυρή εξαγωγική δραστηριότητα, που εκτείνονταν σ’ όλο το γνωστό κόσμο εκείνης της εποχής, φτάνοντας μέχρι την Αμερική
Οι αγρότες, οι μεσίτες, το καπνεμπόριο, η καπνοβιομηχανία, οι εργάτες, οι καπνοπώλες, που ήταν συνήθως οι ανάπηροι πολέμου – και φυσικά «προικοδοτούσε» τα κρατικά έσοδα, τα οποία στην περίοδο του μεσοπολέμου ήταν πολύ σημαντικά. Αλλά υπήρχε και ισχυρή εξαγωγική δραστηριότητα, που εκτείνονταν σ’ όλο το γνωστό κόσμο εκείνης της εποχής, φτάνοντας μέχρι την Αμερική.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα
Μάλιστα στις πρώτες δεκαετίες της παραγωγής του καπνού, από τα μέσα του 19ου αιώνα, ήδη εξάγονταν 350.000 οκάδες στη Ρωσία και την Ρουμανία και 210.000 οκάδες στην Αγγλία. Και από το 1878 και μετά περί τις 150.000 οκάδες καπνού εξάγονταν στην Αίγυπτο.
Δεν υπήρχε μεγάλη ξένη καπνεμπορική εταιρεία που να μην είχε εγκαταστάσεις στην Καβάλα. Παράλληλα όμως με την ελληνική αγορά, Έλληνες καπνέμποροι ήταν αυτοί που κυριάρχησαν και στην αιγυπτιακή αγορά μετά από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Οι Έλληνες καπνέμποροι της Αιγύπτου
Και μάλιστα έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι Έλληνες καπνέμποροι της Αιγύπτου έπαιξαν ρόλο στην… απαγόρευση της καλλιέργειας καπνού στην εν λόγω χώρα το 1890 η οποία όμως τροφοδοτούνταν από τα ελληνικά καπνά!
Η αιγυπτιακή παραγωγή «ήτο μετρίας ποιότητος και κατάλληλον μόνον δια την κατανάλωσιν υπό των φελλάχων, ενώ αι εύποροι τάξεις κατηνάλισκον καπνόν της Συρίας», σημειώνε το 1930 ο Αθανάσιος Γ. Πολίτης στην μελέτη του «Ο Ελληνισμός και η Νεωτέρα Αίγυπτος»! Επίσης δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι «τσιγαράδες», δηλαδή οι εργάτες που με τα χέρια κατασκεύαζαν τα τσιγάρα, ήταν από τις πρώτες εργατικές ομάδες που ασκήθηκαν δυναμικά στους συνδικαλιστικούς αγώνες. Και μάλιστα – κι αυτό έχει ενδιαφέρον – ασκούσαν επιρροή οι αναρχικές ιδέες.
Οι ιταλοί αναρχικοί
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αναρχικές ιδέες στους τσιγαράδες ήρθαν από την Αίγυπτο, κι ιδιαίτερα από την Αλεξάνδρεια, που είχαν καταφύγει ιταλοί αναρχικοί εργάτες στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ηταν η εποχή που από τις παραδουνάβιες περιοχές, την Μαύρη Θάλασσα, τα μικρασιατικά παράλια, μέχρι κάτω στην Αίγυπτο, συμπεριλαμβανομένης και της τότε Ελλάδας, αποτελούσε έναν ενιαίο οικονομικό χώρο, που ελεύθερα μετακινούνταν κεφάλαια, εμπορεύματα και εργάτες!
Το εργατικό κίνημα ήταν στο νηπιακό τους στάδιο – οι εργάτες απέναντι στις μηχανές.
Οι αντιδράσεις των τσιγαράδων εκείνης της εποχής αφορούσαν κυρίως την εισαγωγή «σιγαροποιητικών μηχανών» και την συνεπαγόμενη ανεργία τους. Αρκετά χρόνια αργότερα ο τότε πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης καπνοβιομηχάνων Αλέξανδρος Φορτούνης, αναφερόμενος της μετατροπή της καπνοβιοτεχνίας σε καπνοβιομηχανίας σημείωσε χαρακτηριστικά αυτό συνέβη «διά της αποβολής των τότε τυράννων αυτής σιγαροποιών», όπως αναφέρεται στην έκδοση «Το Καπνικόν Ζήτημα» του 1931, του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
Το εργατικό κίνημα ήταν στο νηπιακό τους στάδιο – οι εργάτες απέναντι στις μηχανές. Εκείνη την εποχή – στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα – υπήρχαν 79 δημόσια καπνεργοστάσια, εντός των οποίων η καπνοβιομηχανία στα πρώτα της στάδια είχε αρχίσει να σταδιοδρομεί.
Ενας επιμελής τμηματάρχης του υπουργείου Οικονομικών, ο Ιωάννης Σερραίος στην μελέτη που εξέδωσε το 1934 «Περί της Εισαγωγής Μονοπωλίου Καπνού εν Ελλάδι» περιγράφει με έναν εξαιρετικά λεπτομερή – όπως αρμόζει σε δημόσιο υπάλληλο της εποχής – και γλαφυρό τρόπο την βιομηχανοποίηση του τσιγάρου. Από το χέρι στη μηχανή!
«Κατά το έτος 1890 ήρχισε κάπως συστηματικώτερον η κατασκευή εντός των Καπνεργοστασίων του Κράτους χειροποίητων σιγαρέττων, κατασκευαζομένων διά τεχνιτών ελθόντων εις Ελλάδα εκ Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας. Αρχικώς τα σιγαρέτα κατεσκευάζοντο διά της χειρός υπό των σιγαροποιών οίτινες έστριβον το σιγαρόχαρτον της βοηθεία ειδικής μεμβράνης. Μετέπειτα όμως προς κατασκευήν χειροποίητων σιγαρέτων αι εργάτιδες πρώτον ετοίμαζον τα σωληνάρια (κοινώ μακαρόνια) δια σιγαροχάρτου χρησιμοποιούσα ως κολλητικήν ουσίαν αμυλόκολλαν. Μία εργάτις ηδύνατο να κατασκευάση περί 15.000 σωληνάρια εντός της ημέρας. Ακολούθως ο σιγαροποιός εγέμιζε τη βοηθεία στρογγύλου ξυλαρίου τα σωληνάρια, μικρός δ΄εργάτης (ψαλιδιστής) έκοπτε με ειδική ψαλίδα (παπαγάλος) τον εκατέρωθεν του σωληναρίου εξέχοντα καπνόν. Πεπειραμένος σιγαροποιός ηδύνατο να κατασκευάση εντός μιας ημέρας έως 3.000 σιγαρέττα. Από του έτους 1890 ηύξανε συνεχώς η κατανάλωσις των χειροποίητων σιγαρέττων άτινα επρομηθεύοντο κατά το πλείστον αι εύποροι τάξεις».
Πότε ήρθε η πρώτη μηχανή στην Ελλάδα
Αναφέρει επί του συγκεκριμένου ότι «Την πρώτη σιγαροποιητικήν μηχανήν εκόμισεν εν Ελλάδο εξ Αγγλίας ο καπνοβιομήχανος Αγγελίδης τω 1895. Η σιγαροποιητική αύτη μηχανή ήτο ατελεστάτη ετίθετο δε εις κίνησιν διά γκαζομηχανής και ελειτούργησε το πρώτον εν Αθήναις, έπειτα δε εις το Καπνεργοστάσιον Πειραιώς, με παραγωγήν πεντήκοντα περίπου κιλών σιγαρέττων ημερησίως. Ολίγον βραδύτερον εκόμισε τοιαύτην ο εν Πειραιεί καπνοπώλης Φ. Παπαφώτης, αλλά και η μηχανή αύτη ήτο ατελεστάτη.
Εφευρέτης της σιγαροποιητικής μηχανής είναι ο Ρώσος Βερνάρδος Βαρών, όστις απέθανεν εν Λονδίνω των 1929.
Εφευρέτης της σιγαροποιητικής μηχανής είναι ο Ρώσος Βερνάρδος Βαρών, όστις απέθανεν εν Λονδίνω των 1929. Την πρώτην μηχανήν ο εφευρέτης επώλησεν εν Αγγλία αντί λιρών Αγγλίας 160.000. Σιγαροποιητικά μηχανάς τελείων συστημάτων εκόμισε το πρώτον εν Αθήναις ο καπνοβιομήχανος Κ. Βάρκας, εν Πειραιεί ο καπνοβιομήχανος Σπάθης και εν Πύργο ο καπνοβιομήχανος Β. Καραβασίλης των 1909.
Εκάστη σιγαροποιητική μηχανή ελτουργούσα επί 7 ώρας παράγει διακοσίας, έως διακοσίας πεντήκοντα χιλιάδας σιγαρέττων, αναλόγως του συστήματος αυτής. Δεδομένου δε ότι έκαστος σιγαροποιός μετά του βοηθούν αυτού ψαλιδιστού και του κολλητού κατασκεύαζε 2.000 – 3.000 σιγαρέττα ημερησίως, έπεται ότι εκάστη σιγαροποιητική μηχανή ανεπλήρωνεν εκατόν περίπου εργάτας».
Οι αντιδράσεις των τσιγαράδων
Και περιγράφει τις αντιδράσεις των εργατών σημειώνοντας ότι «Οι σιγαροποιοί Αθηνών άμα ως επληροφορήθησαν ότι εις το Τελωνείον Πειραιώς εκομίσθη σιγαροποιητική μηχανή τελείου συστήματος προβλέποντες ανεργίαν, απεφάσισαν όπως παντί τρόπω εμποδίσωσι την εγκατάστασιν ταύτης εις το Καπνεργοστάσιον. Προς τούτο κατήλθον εν σώματι εις Πειραιά και εδημιούργησαν ταραχάς συνεπεία των οποίων ήτο η προσωρινή αναστολή της μεταφοράς εις Αθήνας της μηχανής ταύτης. Ο Βάρκας τότε εζήτησε την προστασίαν της Αγγλικής Πρεσβείας, δεδομένου ότι την μηχανήν ταύτην είχεν αγοράσει παρ΄Αγγλικού εργοστασίου, υπό τον όρον της εγκαταστάσεως της εις το Καπνεργοστάσιον Αθηνών. Ο Γραμματέυς της Αγγλικής Πρεσβείας συνέστησε εις τον Βάρκαν όπως αναρτίση την αγγλικήν σημαίαν επί της αμάξης ήτις θα μετέφερε την μηχανήν. Η ελληνική Κυβέρνησις προς πρόληψιν επεισοδίου και προς προστασίν της Αγγλικής σημαίας διέταξε τον τότε Ανθυπομοίραρχον κ. Δημητρίου όπως μετά δυνάμεως εφίππου Χωροφυλακής συνοδεύση την άμαξαν την φέρουσαν την σιγαροποιητικήν μηχανήν μέχρι του Καπνεργοστασίου, διετάχθη δε και ειδική φρουρά όπως φρουρή το διαμέρισμα εις ό εγκατεστάθη αύτη προς πρόληψιν καταστροφής ταύτης υπό των εργατών».
Η κυβέρνηση δεν μπορούσε να είναι αμέτοχη και έτσι «Το υπουργείον των Οικονομικών ίνα προλάβη την εκ της λειτουργίας των σιγαροποιητικών τούτων μηχανών ανεργίαν συνέστησε εις τον καπνοβιομήχανον Βάρκαν, όπως διά της κομισθείσης μηχανής κατασκευάζη μόνο λαϊκά σιγαρέττα. Και όντως ο Βάρκας διά της σιγαροποιητικής ταύτης μηχανής κατασκεύαζε λαϊκά σιγαρέττα ονομαζόμενα τότε «σιγαρέτα Κόκορας» διότι επ΄αυτών ετίθετο διά της σιγαροποιητικής μηχανής, ως σήμα, πετεινός. Τα σιγαρέττα ταύτα συνεσκευάζοντος εις απλά κυτία και επωλούντο 35 – 40 λεπτά τα 25 σιγαρέττα, βάρους 10 δραμίων, ενώ τα χειροποίητα σιγαρέττα επωλούντο αντί λεπτών 55 – 60».
Η αποζημίωση των ανέργων
Κλείνει το κεφάλαιο της εισαγωγής των μηχανών, αλλά και της αποζημίωσης των ανέργων αναφέροντας πως «Αθρόα εισαγωγή σιγαροποιητικών μηχανών ήρχισε μετά την λήξιν του Ευρωπαικού πολέμου. Το έτος 1918 είχον εγκατασταθεί εις τα Καπνεργοστάσια του Κράτους περί τας 18 μηχανάς εκ της λειτουργίας των οποίων παρέμειναν άνευ εργασίας 2.500 περίπου εργάται και εργάτριαι.
Η Κυβέρνησις επέβαλε τότε φορολογίαν εκ δρχ 2 το κιλόν καπνού και χειροποίητων σιγαρέττων και δρχ 2,40 το κιλον μηχανοποίητων σιγαρέττων, εκ του εσόδου δε τούτου κατέβαλεν αποζημιώσεις εις τους εργάτας δρχ 3.000 – 8.000 αναλόγως των ετών της εργασίας των».
Εισαγωγικοί δασμοί και μονοπώλιο
Εν τω μεταξύ σε όλες σχεδόν τις χώρες εξαγωγής φύλλων καπνού, αναπτύχθηκαν ισχυρές καπνοβιομηχανίες, με αποτέλεσμα πολλές χώρες να επιβάλλουν υψηλό εισαγωγικό δασμό στην εισαγωγή τσιγάρων, για να προστατέψουν την δική του παραγωγή.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι έλληνες καπνοβιομήχανοι έλεγχαν το 90% της εξαγωγής τσιγάρων της Αιγύπτου. Κι ορισμένοι μάλιστα από αυτούς, οι Κυριαζής, Τσανακλής και Δημητρίνος είχαν σχεδόν το μονοπώλιο σε ορισμένες χώρες.
Οι εισαγωγικοί δασμοί δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα σε πολλές καπνοβιομηχανίες. Ορισμένες όμως, όπως του Τσανακλή δημιούργησαν εργοστάσια στη Γενεύη και την Φρανκφούρτη ή των αδελφών Κυριαζή στο Αμστερνταμ και το Αμβούργο.
Τα κρατικά έσοδα
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι τα κρατικά έσοδα από την πώληση των καπνών ήταν πολύ σημαντικά εκείνη την εποχή. Επί παραδείγματι το 1927 – 1928 το Δημόσιο εισέπραξε 361 εκατ. δραχμές – από τα οποία τα 54,5 εκατ. δραχμές υπέρ του αναγκαστικού δανείου που είχε συνάψει τα προηγούμενα χρόνια το Κράτος.
Στα καπνομάγαζα όμως – κυρίως – της Μακεδονίας και της Θράκης διαμορφώθηκε η «τάξη» των καπνεργατών, που ήταν ο πυρήνας του συνδικαλιστικού κινήματος του μεσοπολέμου.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι σ΄ ολόκληρη τη χώρα 167.241 ήταν οι καπνοκαλλιεργητές, ενώ οι καλλιεργούμενες εκτάσεις το 1927 ανήλθαν σε 923.146 στρέμματα και ο καπνός ήταν το έκτο σε καλλιεργούμενες εκτάσεις αγροτικό προϊόν. Και το 1928 οι εξαχθείσες ποσότητες ανήλθαν στους 46.316 τόνους.
Οι καπνεργάτες
Στα καπνομάγαζα όμως – κυρίως – της Μακεδονίας και της Θράκης διαμορφώθηκε η «τάξη» των καπνεργατών, που ήταν ο πυρήνας του συνδικαλιστικού κινήματος του μεσοπολέμου.
Η Καπνεργατική Ομοσπονδία ελέγχονταν από το ΚΚΕ. Κι όπως σημειώνει η έκδοση «Το καπνικόν» «αι κομμουνιστικαί ιδέαι εύρον προθύμους οπαδούς μεταξύ της καπνεργατικής τάξεως λόγω της υπάρξεως εν αυτή κατά το παρελθόν μεγάλου μέρους αλλοεθνών στοιχείων και της ψυχικής και ηθικές εξαντλήσεως εις την οποίαν ευρέθη μετά τον παγκόσμιον πόλεμον το γηγενές στοιχείον εκ των κακουχιών ας υπέστη εκ της Βουλγαρικής εν Ανατ. Θράκης και Δυτ. Θράκης εισβολής.
Την επαναστατικήν οργάνωσιν των κπανεργατών υπεβοήθησε και η παντελής έλλειψις μέχρι του 1924 πραγματικής εποπτείας του Κράτους επί των καπνεργατικών οργανώσεων και η έλλειψις μέτρων βελτιώσεως της θέσεως των καπνεργατών»! Και προτείνει βεβαίως τα δέοντα μέτρα για την αντιμετώπιση του «προβλήματος».
Ο Ευάγγελος Παπαστράτος
Σ’ αυτό το περιβάλλον των κοινωνικών αναστατώσεων, των πολεμικών ανταγωνισμών, των προστατευτικών δασμών και του ελεύθερου εμπορίου ταυτόχρονα, διαμορφώνεται και εξελίσσεται η επιχειρηματική ιστορία της οικογένειας Παπαστράτου. Ενός ονόματος που έχει ταυτιστεί με τον καπνό και το τσιγάρο.
Η ιστορίας της άρχισε το 1896 από τον Ευάγγελο Παπαστράτο, που ηλικίας 12 χρόνων ξεκίνησε το εργατικό του βίο ως υπάλληλος στην καπνεμπορική εταιρεία «Ρόζης και Βαρνάβας». Ο μικρότερος από τέσσερα αδέλφια, που βγήκε παιδί στη βιοπάλη. Και δέκα χρόνια αργότερα, το 1906 με δανεικές 3.000 δραχμές ξεκίνησε την επιχειρηματική του καριέρα.
Πριν όμως το όνομα Παπαστράτος, αποκτήσει την «ταυτότητα» του βιομήχανου το 1930, ο Ευάγγελος Παπαστράτος για περίπου δύο δεκαετίες πρωταγωνίστησε στο ελληνικό καπνεμπόριο.
Και τούτο διότι οι γονείς του δεν συμφώνησαν με την απόφαση του να μεταναστεύσει στην Αμερική, απογοητευμένος από την υπαλληλική του απασχόληση.
Πριν όμως το όνομα Παπαστράτος, αποκτήσει την «ταυτότητα» του βιομήχανου το 1930, ο Ευάγγελος Παπαστράτος για περίπου δύο δεκαετίες πρωταγωνίστησε στο ελληνικό καπνεμπόριο.
Το Αγρίνιο
Οπως αναφέρει ο Δημ. Τσούγκος στο βιβλίο του «Οι οικονομικοί μας ηγέται» (Αθήνα 1932), την πρώτη δεκαετία του αιώνα οι τιμές που απολάμβαναν οι καπνοπαραγωγοί ήταν εξευτελιστικές και τούτο οφείλεται «κυρίως διά να μην είπωμεν αποκλειστικώς εις την έλλειψιν ωργανωμένου και συστηματικού καπνεμπορίου.
Και από της απόψεως αυτής η πλέον καθυστερημένη περιφέρεια ήτο η του Αγρινίου, εις την οποίαν επρόκειτο να εργασθή ο Ευάγγελος Παπαστράτος». Είναι γεγονός πως τα καπνά του Αγρινίου αναδείχθηκαν από την εμπορική δραστηριότητα της οικογένειας Παπαστράτου.
Ο Ευάγγελος Παπαστράτος το 1906 αποχωρεί από την εταιρεία «Ρόζης και Βαρνάβας» και με τις 3.000 δανεικές δραχμές γίνεται μικρομέτοχος μιας νέας καπνεμπορικής εταιρείας που είχε δημιουργήσει ένας «γνωστός κεφαλαιούχος» της εποχής, ο Αυγερινός – το μετοχικό της κεφάλαιο ήταν 300.000 δρχ!
Τα αδέλφια και πάλι μαζί
Αυτή είναι η αφετηρία μιας εντυπωσιακής, αλλά και περιπετειώδους – χαρακτηριστική της εποχής – μιας μιας εντυπωσιακής επιχειρηματικής ιστορίας. Οι πρώτες του δουλειές έγιναν στη Γερμανία και στην Ολλανδία.
Τα δεδομένα όμως στο ελληνικό καπνεμπόριο αλλάζουν μετά τους βαλκανικούς πολέμους και τα ονομαστά στις ξένες αγορές καπνά της Μακεδονίας και της Θράκης αποτελούν για τους καπνεμπόρους της «παλιάς Ελλάδας» το καλύτερο «διαβατήριο» για την είσοδό τους στις αγορές της Ευρώπης και της Αμερικής.
Την άνοιξη του 1919, «συναντήθηκε» και με τους άλλους τρεις αδελφούς, τον Σωτήρη, τον Επαμεινώνδα και τον Γιάννη και πλέον η ιστορία του από προσωπική γίνεται οικογενειακή. Δημιουργείται νέα εταιρεία, στην οποία είναι τέσσερις οι μέτοχοι.
Η νέα εταιρεία –μειώνει ο Ε.Α. Παπαστράτος στα αναμνήσεις του « σχεδόν – ακολουθεί τον ελληνικό στρατό στη Μικρά Ασία. Κι ανοίγει υποκατάστημα στη Σμύρνη. Ομως μετά από δύο χρόνια, με την καταστροφή χάνει 300.000 κιλά καπνά καλής ποιότητας. Οπως σημειώνει ο Ε.Α. Παπαστράτος στις αναμνήσεις του «Η Δουλειά κι ο Κόπος της» το 1964 «από έλλειψη δραστήριας ενέργειας του εκεί αντιπροσώπου μας κυρίως, δεν φορτώθηκαν εγκαίρως και τα βρήκε η καταστροφή συγκεντρωμένα σε τρεις αποθήκες στη Σμύρνη».
Ο καταμερισμός
Από το 1921 ως και το 1929 ο οίκος Παπαστράτου εξήγε κατά μέσον όρο ετησίως 3.382 τόνους καπνών, κάλυπτε δηλαδή το ένα δέκατο του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών καπνού.
Τα τέσσερα αδέλφια ομονοούντα καταμερίζουν τις ευθύνες τους.
Ετσι, ο Ευάγγελος και ο Επαμεινώνδας ασχολούνται με τις πωλήσεις και παρέμειναν ως την ίδρυση της καπνοβιομηχανίας, το 1930, στο εξωτερικό, ο Ιωάννης, αφού εξελέγη γερουσιαστής επί τριετίαν και στη συνέχεια βουλευτής, «αφιερώνεται εις τας εν Ελλάδι εργασίας του οίκου και υπερασπίζει τα συμφέροντα αυτού ενώπιον των αρχών» (Δημ. Τσούγκος ό.π.), ενώ «ο Σωτήριος ασχολείται επίσης με τας εν Ελλάδι εργασίας του οίκου και διευθύνει επί πλέον και το λογιστήριόν του».
Εργοστάσιο στην Ελλάδα και στη Γερμανία
Τους πρώτους μήνες του 1930 περιορίστηκαν οι συναλλαγές με τη γερμανική αγορά και, όπως αναφέρει ο Ε. Παπαστράτος, «πήραμε την απόφαση να πραγματοποιήσουμε πια το σχέδιο, που χρόνια μελετούσαμε: να ιδρύσουμε στην Ελλάδα ένα πρότυπο εργοστάσιο σιγαρέττων, που θέλαμε να αποτελέσει σταθμό στην εξέλιξη της καπνοβιομηχανίας στη χώρα μας».
Πράγματι τον Ιούλιο του 1930 δημιουργείται η Παπαστράτος Ανώνυμη Βιομηχανική Εταιρεία Σιγαρέττων και τον Μάιο του 1931 στον Πειραιά έγιναν τα εγκαίνια του εργοστασίου από τον τότε πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Η βιομηχανική παρουσία της οικογένειας άλλαξε τα δεδομένα στον κλάδο του τσιγάρου.
Ομως ο περιορισμός στις εξαγωγές τσιγάρων, που έχουν επιβάλει διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία – η οποία ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας των ελληνικών καπνών – οδηγεί τα τέσσερα αδέλφια στην απόφαση, το 1933, να δημιουργήσουν στο Βερολίνο το δεύτερο εργοστάσιο, το Hellas – Zigaretten Fabrik, και τα καπνά ήταν αποκλειστικά ελληνικά.
«Αυτό ήταν λάθος» γράφει ο Ε. Παπαστράτος, γιατί «το καπνιστικό κοινό της Γερμανίας ήταν μαθημένο στα ανατολικά καπνά, αλλά είχε συνηθίσει σε χαρμάνια καμωμένα από καπνά ελληνικά, τούρκικα και βουλγάρικα ανάμικτα».
Το λάθος βέβαια διορθώθηκε, αλλά ήταν όμως αργά. Ο Χίτλερ είχε ανέβει στην εξουσία, το κλίμα είχε γίνει εχθρικό για όλους τους ξένους. Ετσι, το 1936 «αναγκαστήκαμε να κλείσουμε το εργοστάσιό μας του Βερολίνου, με ζημιά πολύ σοβαρή, που εκμηδένισε τα κέρδη μιας δεκαετίας της καπνεμπορικής μας εταιρείας».
Εργοστάσιο στην Αίγυπτο
Το 1937 η οικογένεια επιχειρεί να εκμεταλλευτεί την αγορά της Αιγύπτου εξαγοράζοντας στο Κάιρο το εργοστάσιο Nestor Gianaclis. Αλλά «ύστερα από αγώνα δεκαοχτώ περίπου ετών, δαπανηρότατο, αναγκαστήκαμε κι εμείς το 1955 να σταματήσουμε τη λειτουργία του εργοστασίου μας του Καΐρου» γράφει ο ίδιος.
Τη δεκαετία 1931-1940 κυκλοφορούν πολλά σήματα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό («6», «7», «10», Old Navy κ.ά.).
Η κατοχή κι η μεταπολεμική περίοδος
Τον Σεπτέμβριο του 1940, παραμονές του πολέμου, ο Σωτήρης Παπαστράτος πεθαίνει και όταν ήλθε η γερμανική κατοχή «οι Ναζήδες δέσμευσαν αμέσως όλα τ’ αποθέματα καπνών. Είχαμε 2.500.000 κιλά περίπου αποθέματα της ΠΑΒΕΣ (…) είχαμε άλλα 1.500.000 κιλά της καπνεμπορικής εταιρείας μας που προορίζονταν για εξαγωγή. Τα δεύτερα κατασχέθηκαν».
Η περίοδος της Κατοχής συσσώρευσε τεράστιες ζημιές, αλλά και τα μεταπολεμικά χρόνια δεν ήταν εύκολα.
Η κατανάλωση τσιγάρων στο εσωτερικό φθάνει σε ικανοποιητικά ύψη, αλλά οι εξαγωγές τους δυσκολεύονται από την επικράτηση των american blends, ενώ οι εξαγωγές της εταιρείας σε φύλλα καπνού βρίσκουν ξανά τους προπολεμικούς πελάτες τους. Το 1957 η εταιρεία κυκλοφορεί το πρώτο της τσιγάρο με φίλτρο και το 1965 επανεμφανίζει το Old Navy και παράγει το Astor για λογαριασμό της γερμανικής Reemtsma.
Η Philip Morris
Το 1975 αρχίζει η συνεργασία της με τη Philip Morris και έτσι κυκλοφορεί το Marlboro στην Ελλάδα. Πρόκειται για προφανέστατη στρατηγική επιλογή που υπαγορεύθηκε από τις νέες συνθήκες και τις καταναλωτικές συνήθειες της εποχής. Ως το 1980 η εταιρεία έχει συσσωρεύσει αρκετές ζημιογόνες χρήσεις και το «γύρισμα» αρχίζει από το 1983.
Η άνοδος είναι κατακόρυφη, με αποτέλεσμα να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις της αγοράς έχοντας παράλληλα ισχυρή παρουσία στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η εξαγορά της εταιρείας από την Philip Morris, η ένταξη της σε έναν ισχυρό διεθνή όμιλο, η διατήρηση, αλλά και η ενίσχυση της παραγωγής της στην Ελλάδα, διατήρησε «εν ζωή» την ιστορική κληρονομιά ενός επιχειρηματικού μύθου!
———————————-
Η γένεσης της Καρέλιας
Η σχέση της οικογένειας Καρέλια με τον καπνό χρονολογείται από το 1888. Σε μια αγορά όπου κυριαρχούν τα ξένα σήματα, που η διαφημιστική δυνατότητα είναι σχεδόν ανύπαρκτη λόγω απαγορεύσεων, η παλαιότερη καπνοβιομηχανία όχι μόνο έχει κατορθώσει να επιβιώσει, αλλά και να έχει ικανοποιητικά κέρδη.
Είναι προφανές ότι η οικονομική κρίση διαμόρφωσε νέες καπνιστικές – οι δύο βασικές τάσεις είναι η στροφή σημαντικού μέρους των καταναλωτών στα στριφτά τσιγάρα και μεγάλου μέρους στις φθηνές μάρκες – παρ’ όλα αυτά η εταιρεία κατόρθωσε να ευθυγραμμιστεί με τη νέα πραγματικότητα και να βελτιώσει τη θέση της στην αγορά.
Από την Καλαμάτα του 19ου αιώνα
Η ιστορία της καπνοβιομηχανίας Καρέλιας αρχίζει το 1888, κλείνει φέτος 136 χρόνια – είναι μία από τις ελάχιστες παλαιότερες βιομηχανίες της ελληνικής αγοράς, εν λειτουργία, που έλκουν την καταγωγή τους από τον 19ο αιώνα! Ο Γιώργος και ο Ευστάθιος Καρέλιας δημιούργησαν στην Καλαμάτα μια μικρή καπνεμπορική επιχείρηση, προμηθεύοντας με καπνό την πόλη και τα γύρω χωριά. Το βιομηχανοποιημένο τσιγάρο ήρθε αργότερα στην Ελλάδα.
«Ο καπνός, καθώς η Μεσσηνία δεν είναι καπνοπαραγωγική περιοχή, έρχεται με καΐκια από το Αγρίνιο και τη Λαμία. Ο Γ. Καρέλιας απέκτησε οκτώ παιδιά, τέσσερις γιους και τέσσερα κορίτσια. Αργότερα οι γιοι του Ανδρέας, Κωνσταντίνος, Ιωάννης και Ευστάθιος ασχολούνται με την επιχείρηση. Το 1916 ο γιος του Ανδρέας Καρέλιας αγοράζει την πρώτη σιγαροποιητική μηχανή» αναφέρεται στην «Ιστορία του Ελληνικού Τσιγάρου», που εξέδωσε το 1997 το Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο, 1997. Και μάλιστα το πρώτο της τσιγάρο φέρει την επωνυμία «Πετρόμπεης Σιγαρέτα Αφοί Καρέλια».
Αργότερα στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, κυρίως ως το 1930, η εταιρεία κατόρθωσε να γίνει γνωστή στην περιοχή της Πελοποννήσου. Αλλά μέχρις εκεί. Η περίοδος του Μεσοπολέμου είναι η «χρυσή εποχή» της ελληνικής καπνοβιομηχανίας. Η ανάπτυξή της είναι εντυπωσιακή. Ο καπνός είναι από τα κυριότερα εξαγωγικά προϊόντα της ελληνικής γεωργίας και η ετήσια παραγωγή περίπου στις 30.000 – 40.000 τόνους – από αυτή την ποσότητα μόνο 5.000 – 6.000 τόνοι απορροφώνται από την εγχώρια καπνοβιομηχανία.
Στην πρώτη δεκάδα
Το 1929 η εταιρεία Καρέλιας βρέθηκε στην 29η θέση των ελληνικών βιομηχανιών καπνού. Η ανάπτυξή της ήταν αρκετά γρήγορη. Το 1932 βρέθηκε στην ένατη θέση μεταξύ των 164 καπνοβιομηχανιών επεξεργαζόμενη 131.105 κιλά καπνού και τον επόμενο χρόνο, το 1933, διατηρήθηκε στην ίδια θέση, μεταξύ όμως των 140 καπνοβιομηχανιών, κερδίζοντας μερίδιο στην αγορά, επεξεργαζόμενη 136.788 κιλά καπνού. Αλλά και τα επόμενα χρόνια είναι ανοδικά για την εταιρεία. Και το 1934 λανσάρει τα «Εξτρα Καρέλια» από καπνά Αγρινίου.
Μετά τον πόλεμο
Η «απογείωσή» της όμως γίνεται μετά τον πόλεμο, στη δεκαετία του 1950. Λίγο πριν, το 1947, προωθεί τα τσιγάρα «Αφοί Καρέλια», λαϊκά τσιγάρα σε πακέτο των 100, τα «Σέρτικα Λαμίας» με το περίφημο κόκκινο πακέτο που «καπνίσθηκε κατά κόρον από τις λαϊκές μάζες και τους πελοποννήσιους αγρότες. Θεωρήθηκε το καλύτερο σέρτικο τσιγάρο της εποχής του» και τα «Αφοί Καρέλια Αγρινίου».
Από το 1950 και μετά τα τσιγάρα του Καρέλια προωθούνται πανελλαδικά και αποκτούν φανατικούς φίλους. Ωσπου το 1957 κυκλοφορεί το κλασικό πλέον «Καρέλια Φίλτρο» στην περίφημη κασετίνα που γνωρίζει εντυπωσιακή επιτυχία. Επίσης την ίδια περίοδο κυκλοφόρησαν τα σήματα «Εκλεκτά», «Εξτρα Καρέλια», «Λουξ», «Ρεκόρ», «Rex», «Λήθη», «Ζαπάντι», «Ζαπάντι 12» και «Ζαπάντι 13».
Η παραγωγή της στηρίζεται στα λαϊκά τσιγάρα κατά κύριο λόγο και στα ημιπολυτελείας. Διέθετε 11 σήματα: στην κατηγορία των πολυτελείας τα «Φίλτρο» και «Rex»
Η εταιρεία το 1962 μετατρέπεται σε ανώνυμη και βρίσκεται μεταξύ των τεσσάρων κορυφαίων εταιρειών του κλάδου.
Η παραγωγή της στηρίζεται στα λαϊκά τσιγάρα κατά κύριο λόγο και στα ημιπολυτελείας. Διέθετε 11 σήματα: στην κατηγορία των πολυτελείας τα «Φίλτρο» και «Rex», στα ημιπολυτελείας τις επωνυμίες «Φίλτρο» και «Καρέλια Αγρινίου», στην κατηγορία «εξαιρετικά» τα «Καρέλια Rekor» και «Σέρτικα Λαμίας», στην κατηγορία «συρταρωτά» τα «Εξτρα Καρέλια» και στην κατηγορία «βασικά» τα «Ελαφρά», τα «Σέρτικα» και τα «Τέλειον».
Στο Χρηματιστήριο
Το 1971 μεταφέρει τις εγκαταστάσεις της από το κέντρο της Καλαμάτας δύο χιλιόμετρα έξω από την πόλη και το 1973 η διοίκηση της εταιρείας εισάγει τις μετοχές της στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Το ίδιο διάστημα τα ηνία της εταιρείας αναλαμβάνει ο Γεώργιος Καρέλιας, ως διευθύνων σύμβουλος, εκπροσωπώντας την τρίτη γενιά της οικογένειας.
Τότε δημιουργείται το σήμα «Karelia Lights» που έρχεται πρώτο σε πωλήσεις στην κατηγορία του. Σήμερα η καπνοβιομηχανία Καρέλια ΑΕ είναι η δεύτερη σε μέγεθος καπνοβιομηχανία στην ελληνική αγορά αλλά η μοναδική που παραμένει σε ελληνικά χέρια.
Εξαγωγές σε 50 χώρες
Πρόεδρος της εταιρείας εδώ και χρόνια είναι η κυρία Βικτωρία Γ. Καρέλια. Η παραγωγική της δυναμικότητα ανέρχεται στα 16.000 τσιγάρα το λεπτό. Η εξαγωγική δραστηριότητά της εκτείνεται σε περισσότερες από 50 χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής, της Ασίας και της Αφρικής. Και διαθέτει το 0,32% της παγκόσμιας κατανάλωσης.
Σ΄ αυτά τα χρόνια η εταιρεία συνεργάστηκε αλλά διακόπηκε η συνεργασία της με την R. J. Reynolds – παρήγε και διένεμε για χρόνια τα τσιγάρα «Camel» – κι ενώ αρκετοί προέβλεπαν ότι η εταιρεία θα κλυδωνιζόταν, ωστόσο κατόρθωσε να αναδείξει ως βασικό παίκτη της αγοράς το «Καρέλια χρυσή κασετίνα» που ως τότε «κρατούσε χαμηλά».
————————————–
Το όραμα του Αλέξανδρου Μπαλτατζή
Η ΣΕΚΑΠ ανήκε για χρόνια – εκεί «γεννήθηκε» – στο «μπουκέτο» των συνεταιριστικών επιχειρήσεων που δημιούργησε στην περιοχή της Θράκης ο συνεταιριστής Αλέξανδρος Μπαλτατζής. Μέχρι το 2013.
Δημιουργήθηκε το 1975 και στην παραγωγή τσιγάρου εισήλθε το 1980. Οι αλλαγές στην κοινωνική δομή της χώρας που επέφερε η είσοδος της στην ΕΟΚ προκάλεσε στην εταιρεία κλυδωνισμού, με αποτέλεσμα το 2011 να εισέλθει σε εκκαθάριση μέχρι το 2013 όταν εξαγοράστηκε από τον ρωσικό όμιλο Doskoy Tabak και όταν ο όμιλος εξαγοράστηκε από την JTI άλλαξε για δεύτερη φορά χέρια το 2018.
Στον έλεγχο της ιαπωνικής JTI
Στο διάστημα 2018 – 2020 επενδύθηκαν περισσότερα από 30 εκατ. δολλάρια, οι εγκαταστάσεις της αναβαθμίστηκαν και προστέθηκαν νέες γραμμές που αφορούν στην παραγωγή διεθνών σημάτων της JTI (Camel, Winston). Κι η παραγωγική της δυναμικότητα από 700 εκατομμύρια τσιγάρα ετησίως έχει ανέλθει στα 5 δισεκατομμύρια τσιγάρα, προμηθευόντας πολλές αγορές της Ευρωπαικής Ενωσης.