Στου δρόμου τα μισά για την επιστροφή σε πλήρη κανονικότητα, 11 χρόνια από το ξέσπασμα της πρώτης στην εποχή του ευρώ, δημοσιονομικής κρίσης, βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες.

Πλέον, επόπτης και αγορές είναι πιο αισιόδοξοι από ποτέ ότι έχουμε αφήσει πίσω μας τις οριακές για τον κλάδο καταστάσεις, που ακολούθησαν τη χρεοκοπία του Δημοσίου στις αρχές της περασμένης δεκαετίας.

Η πρώτη προσπάθεια ανασύνταξης των πιστωτικών ιδρυμάτων ξεκίνησε μετά το κούρεμα του ελληνικού χρέους το 2012, που αποτέλεσε το ορόσημο των μετέπειτα εξελίξεων.

Ωστόσο, όλοι οι σχεδιασμοί ανατράπηκαν στο α΄ εξάμηνο του 2015. Κι αυτό διότι η εμπιστοσύνη κατέρρευσε εκ νέου, κατά βάση λόγω λανθασμένων πολιτικών χειρισμών.

Όταν τελικά έπιασαν πάτο, οι εγχώριες τράπεζες βρίσκονταν σε καθεστώς capital controls, αποκομμένες πλήρως από τις διεθνείς αγορές και με τα κόκκινα δάνεια να συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία

Τα επιτεύγματα

Τελικά η αναπροσαρμογή της οικονομικής πολιτικής της τότε κυβέρνησης, σε συνδυασμό με την επιτυχημένη τρίτη ανακεφαλαιοποίηση του συστήματος, επέτρεψε στον κλάδο να αναπνεύσει ξανά και να επιχειρήσει μία νέα αντεπίθεση.

Η βελτίωση έγινε εμφανής από το 2018 και επιταχύνθηκε σημαντικά από τα μισά του 2019. Συγκεκριμένα, οι τράπεζες πέτυχαν τα εξής:

– Επανασυνδέθηκαν σταδιακά με τις αγορές, αρχικώς για την άντληση ρευστότητας και ακολούθως για κεφάλαια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εν εξελίξει αύξηση κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς, που όπως όλα δείχνουν θα ολοκληρωθεί με επιτυχία, αποτελώντας την πρώτη έκδοση μετοχών από εγχώριο όμιλο μετά από 6 χρόνια.

– Ενίσχυσαν τη ρευστότητά τους λόγω της ανόδου των καταθέσεων, που βρίσκονται πλέον στο υψηλότερο επίπεδο από τα τέλη του 2014.

– Επιτάχυναν το μετασχηματισμό τους μετά το ξέσπασμα της πανδημίας για τη δημιουργία μικρότερων, αλλά πιο αποδοτικών σχημάτων

– Μείωσαν το μισθολογικό κόστος μέσω προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου και περιόρισαν τις δαπάνες λειτουργίας με την ευρύτερη αναδιάρθρωση του δικτύου τους.

– Περιόρισαν τα κόκκινα δάνεια κατά 50% μέσα σε λίγους μήνες με χρήση του προγράμματος κρατικών ενισχύσεων «Ηρακλής».

– Βελτίωσαν τους ισολογισμούς τους, διατηρώντας ταυτόχρονα τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας πάνω από τα ελάχιστα εποπτικά όρια.

– Τρεις από τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες πούλησαν τις εσωτερικές μονάδες διαχείρισης κόκκινων δανείων και εκχώρησαν σε αυτές την ανάκτηση όλων των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Έτσι, μπορούν πλέον να ασχοληθούν πιο ενεργά με την ανάπτυξη των πωλήσεών τους.

Τα επόμενα βήματα

Μπορεί με αυτές τις επιτυχίες ο κλάδος να γύρισε σελίδα, ωστόσο ακόμη κεντρικοί στόχοι δεν έχουν επιτευχθεί. Το θετικό όμως είναι πως οι διοικήσεις των τραπεζών είδαν την πανδημία σαν ευκαιρία. Έτσι, όχι μόνο άντεξαν στην πίεση, αλλά οργανώθηκαν για τον τελικό γύρο οριστικής εξυγίανσης, που έχει ήδη ξεκινήσει. Συγκεκριμένα:

– Με την ενεργοποίηση του «Ηρακλής ΙΙ» ετοιμάζονται για τιτλοποιήσεις ύψους 30 δισ. ευρώ τουλάχιστον έως το τέλος του 2022. Έτσι, όλοι οι συστημικοί όμιλοι θα μειώσουν τους δείκτες καθυστερήσεων κάτω από το 10%, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος της απόστασης από το μέσο ευρωπαϊκό όρο.

– Θα συνεχιστεί η μείωση του κόστους λειτουργίας με τη συρρίκνωση του δικτύου των καταστημάτων και τις αποχωρήσεις εργαζομένων.

– Με στόχο τη μεταφορά εργασιών από το φυσικό στον ψηφιακό κόσμο, προσαρμόζουν κατάλληλα τα καταστήματά τους, ώστε σε αυτά να παρέχονται κατά βάση υπηρεσίες συμβουλευτικής, αλλά και καθοδήγησης στη χρήση των εναλλακτικών δικτύων μέσω digital corners. Με τον τρόπο αυτό απελευθερώνονται εργαζόμενοι, οι οποίοι πλέον επικεντρώνονται στις πωλήσεις προϊόντων με μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους.

– Βελτιώνουν τις υπηρεσίες e-banking και mobile banking για την online διάθεση απλών προϊόντων, όπως καταθέσεις, κάρτες, μικροδάνεια και πολύ απλά ασφαλιστικά προγράμματα. Επιπλέον για πιο σύνθετα προγράμματα υπάρχει για μεγάλο μέρος ή το σύνολο του πελατολογίου τους, η δυνατότητα εξυπηρέτησης μέσω βιντεοκλήσης (video-banking).

– Αυξάνουν τις χρηματοδοτήσεις κυρίως σε επιχειρήσεις, για τη στήριξη της οικονομίας. Πέρυσι με τη βοήθεια και των αναπτυξιακών προγραμμάτων οι νέες πιστώσεις έφτασαν τα 20 δισ. ευρώ, ενώ για εφέτος ο στόχος τοποθετείται στα επίπεδα των 15 δισ. ευρώ.

– Θα συνεχίσουν τις ρευστοποιήσεις μη τραπεζικών ή βοηθητικών μονάδων τους, με στόχο τη μείωση των λειτουργικών τους εξόδων και αν είναι δυνατό την ενίσχυση της έκτακτης κερδοφορίας, που θα οδηγήσει τελικά σε εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου.

Οι κίνδυνοι

Η υλοποίηση με επιτυχία του επιχειρησιακού σχεδιασμού των τραπεζικών ομίλων αποτελεί αναγκαία συνθήκη για να αφήσουν πίσω τους την υπερδεκαετή πλέον οικονομική κρίση.

Αν όλα πάνε καλά, στο τέλος αυτής της διαδρομής θα έχουν τα κεφάλαια και τη ρευστότητα για να παίξουν ξανά το βασικό τους ρόλο, την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Ωστόσο, κίνδυνοι και εμπόδια παραμένουν. Συγκεκριμένα:

– Η πορεία των κόκκινων δανείων θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, καθώς εάν δεν αρθεί σύντομα το μεγαλύτερο μέρος των μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας, η ανάπτυξη θα καθυστερήσει και χιλιάδες επιχειρήσεις ενδεχομένως να μην αντέξουν.

Κάτι τέτοιο θα έχει άμεση επίπτωση στην εξέλιξη των επισφαλειών. Σήμερα οι τραπεζικές διοικήσεις εκτιμούν ότι τα κόκκινα δάνεια της πανδημίας θα κινηθούν γύρω από τα 5 δισ. ευρώ. Το σενάριο αυτό όμως προϋποθέτει την επιστροφή σε υψηλούς ρυθμούς ανάκαμψης αρχής γενομένης από το β΄ εξάμηνο του 2021

– Κρίσιμο ρόλο για τον κλάδο θα παίξει και ο κίνδυνος χώρας, καθώς από αυτόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η σύνδεσή του με τις αγορές, αλλά και το κόστος άντλησης κεφαλαίων / ρευστότητας.

Μέχρι στιγμής, τα μέτρα στήριξης για επιχειρήσεις και νοικοκυριά κινούνται στην περιοχή των 30 δισ. ευρώ και αναμένεται να συνεχιστούν επιδρώντας καταλυτικά στα δημοσιονομικά μεγέθη. Αν κατάσταση ξεφύγει και μετά την τρέχουσα κρίση δεν επιτευχθεί η απαιτούμενη προσαρμογή τους, είναι πιθανό να ανοίξει ένας νέος κύκλος αμφισβήτησης της ελληνικής οικονομίας και των τραπεζών σε διεθνές επίπεδο.

– Τέλος, ακόμη και αν οι τράπεζες πετύχουν να περιορίσουν τα κόκκινα δάνεια στα επιθυμητά επίπεδα, θα έχουν να επιλύσουν το ζήτημα της ποιότητας των κεφαλαίων τους. Ο λόγος γίνεται για τη συμμετοχή του αναβαλλόμενου φόρου στα ίδια κεφάλαιά τους, που φτάνει αυτή τη στιγμή στα 15 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 71% της ενσώματης λογιστικής τους αξίας.

Πρόκειται για επίπεδα που συνιστούν εμπόδιο στην προσέλκυση επενδυτών, αλλά και στη δυνατότητα παροχής πιστώσεων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Θα πρέπει λοιπόν να αναζητηθούν λύσεις για μία σταδιακή, αλλά εντός λίγων ετών, προσαρμογή κοντά στο μέσο ευρωπαϊκό όρο.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επιχειρήσεις