Η έκρηξη των δημοσίων δαπανών από τις κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο που πασχίζουν να στηρίξουν τις οικονομίες (και ασφαλώς τις κοινωνίες) για να ξεπεράσουν την πανδημία, χρωστά κάτι στον Ολιβιέ Μπλανσάρ, που είχε γράψει το 2019: «Ας το πούμε νέτα-σκέτα, το δημόσιο χρέος μπορεί να μην έχει δημοσιονομικό κόστος»! Προ διετίας ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ υποστήριζε ότι, αν ο ρυθμός ανάπτυξης μιας οικονομίας είναι υψηλότερος από το ρυθμό δανεισμού της κυβέρνησης και τα επιτόκια χαμηλά, τότε το άχθος του χρέους γίνεται συν τω χρόνω πιο υποφερτό, αφού τα τοκοχρεολύσια που καταβάλλει η κυβέρνηση μειώνονται ως ποσοστό επί της γενικής οικονομίας.

«Μοιάζει σαν μια πρόσκληση για να ανοίξουν οι κυβερνήσεις τις στρόφιγγες του δανεισμού και να κοκκινίσει το δημοσιονομικό σύμπαν», γράφει στο Bloomberg ο Πίτερ Κόι, προσθέτοντας όμως ότι ο Μπλανσάρ έκτοτε ανασκεύασε μερικώς τα λεγόμενά του και έφτασε μάλιστα εφέτος να εκφράσει και την ανησυχία του μήπως το μεγάλο πρόγραμμα δημοσίων δαπανών του Τζο Μπάιντεν «υπερθερμάνει» την αμερικανική οικονομία. Εδώ πρέπει να θυμηθεί κανείς ότι, ναι μεν ο Μπλανσάρ ήταν επί Λαγκάρντ η «αριστερή φωνή» στο ΔΝΤ (σχηματικά μιλάμε βέβαια), όμως στις 14 Ιουνίου 2015, λίγες ημέρες δηλαδή μετά το επίμαχο ελληνικό δημοψήφισμα, πρότεινε ευθέως με σημείωμά του στο blog του Ταμείου (iMFdirect) τη μείωση των συντάξεων προκειμένου να μειωθεί το υπέρογκο χρέος της Ελλάδας.

Παρέτο και Πόνζι

Προσφάτως σε δύο ερευνητικά κείμενά τους ο οικονομολόγος του Πανεπιστημίου της Βοστώνης Λόρενς Κότλικοφ και οι συνεργάτες του έθεσαν επί τάπητος την αρχική ιδέα του Μπλανσάρ. «Οι συντάκτες των κειμένων υποστηρίζουν ότι με το να φορτώνεις τις επόμενες γενεές με περισσότερο χρέος δεν περνάς το τεστ του Παρέτο, το οποίο αποτελεί εξάλλου σταθερά και για τον ίδιο τον Μπλανσάρ. Μια πολιτική είναι συμβατή με την αρχή του Παρέτο περί αποτελεσματικότητας αν βελτιώνει την κατάσταση κάποιων ανθρώπων δίχως να επιδεινώνει την κατάσταση κάποιων άλλων. Αν και ένα άτομο πλήττεται μόνο από τη συγκεκριμένη πολιτική ενέργεια, τότε ο νόμος του Παρέτο περί αποτελεσματικότητας δεν ισχύει», σημειώνει ο συντάκτης του Bloomberg.

Ο Κότλικοφ αυτοπροσδιορίζεται μάλλον ως «ρεαλιστής» παρά σαν «γεράκι των ελλειμμάτων». Και υποστηρίζει ότι το να δανείζεται κανείς για τις τρέχουσες δαπάνες του μοιάζει σαν να λειτουργεί στη λογική του «σχήματος Πόνζι», σαν «αεροπλανάκι» δηλαδή: ξεπληρώνω τα χρήματα που δανείζομαι δανειζόμενος εκ νέου και εσαεί μέχρι να… χάσω την πιστοληπτική μου ικανότητα. Στο «σχήμα Πόνζι» φροντίζει ο διοργανωτής του όλου επενδυτικού τεχνάσματος να αρπάξει τα λεφτά και να εξαφανιστεί προτού πάψει να βρίσκει δανεικά. Το στοίχημα είναι να μείνει ο «μουντζούρης» στα χέρια των τελευταίων αφελών επενδυτών και όχι στα δικά του. Μια κρατική οντότητα, όμως, προφανώς δεν μπορεί να πράξει το ίδιο.

Εν προκειμένω μια κυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιεί το χρήμα των καινούργιων παικτών (των νέων) για να πληρώνει αυτά που χρωστά στους παλαιότερους παίκτες (τους ηλικιωμένους). Το κυβερνητικό «σχήμα Πόνζι» καταρρέει όταν ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας πέφτει κάτω από το επιτόκιο που πρέπει να καταβάλει η χώρα για να ανανεώσει το δανεισμό της. Ή όταν ξαφνικά εκτιναχθεί το επιτόκιο. «Για κάποιο χρονικό διάστημα όλα μοιάζουν υπέροχα, αλλά ξαφνικά κάποιος μένει εκτεθειμένος», σημειώνει ο Κότλικοφ σε συνέντευξή του.

Επιμένει ο Μπλανσάρ

«Ο Ολιβιέ (σ.σ. Μπλανσάρ) είναι ένας φανταστικός οικονομολόγος και φίλος μου, αλλά δεν νομίζω πως αυτή ήταν η καλύτερη ιδέα που είχε ποτέ», δήλωσε στο Bloomberg ο Κότλικοφ αναφερόμενος στις απόψεις που είχε εκφράσει τον Ιανουάριο του 2019 ο πρώην υπ’ αριθμόν 2 του ΔΝΤ (το Σεπτέμβριο του 2008 είχε προσλάβει τον Μπλανσάρ για «δεξί του χέρι» ο Ντομινίκ Στρος Καν). Ο επιφανής γάλλος οικονομολόγος διατήρησε το αξίωμά του στο Ταμείο έως το Σεπτέμβριο του 2015 και τώρα παρέχει τις υπηρεσίες του ως επικεφαλής συνεργάτης του Peterson Institute for International Economics.

Κληθείς ο Μπλανσάρ να σχολιάσει τη διπλή έρευνα του Κότλικοφ, που αμφισβητεί την άποψη που εκείνος είχε δημοσίως διατυπώσει προ δυόμιση ετών, είπε ότι «εξακολουθεί να συμφωνεί με τα επιχειρήματα» που είχε τότε αναπτύξει, «αν και όχι τόσο με τον τόνο» με τον οποίο τα είχε υποστηρίξει.

Είπε ο Μπλανσάρ στο Bloomberg ότι οι επισημάνσεις που είχε κάνει το 2019 προϋπέθεταν μια συγκεκριμένη δέσμη συγκυριών. Και ότι υπάρχουν πολλές ακόμα περιπτώσεις κατά τις οποίες οι δαπάνες κατόπιν δανεισμού δεν δίνουν απάντηση στο χρηματοδοτικό ζήτημα μιας κυβέρνησης. Αυτό συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, ο κόσμος είναι πολύ ανήσυχος για το μέλλον και ως εκ τούτου αυξάνει πολύ τις αποταμιεύσεις του. «Η σωστή λύση εν προκειμένω δεν είναι ο επιπλέον δανεισμός, αλλά η πρόβλεψη καθολικής ασφάλισης υγείας, ιατρική φροντίδα για όλους δηλαδή», εξήγησε.

«Ελλειμματικές τρέλες»

Στη μία από τις δύο μελέτες επί των ιδεών του Μπλανσάρ που δημοσίευσε ο Κότλικοφ και η οποία φέρει τον τίτλο «Ελλειμματικές τρέλες», ο αμερικανός οικονομολόγος που έχει αναπτύξει και πολιτική δράση με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και υπήρξε μέλος του Οικονομικού Συμβουλίου του προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν, αναλύει τρεις εκδοχές δανεισμού για τη χρηματοδότηση δαπανών σε περιόδους που ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ είναι υψηλότερος των επιτοκίων με τα οποία δανείζεται μια κυβέρνηση. Το συμπέρασμα της έρευνας, για την οποία συνεργάστηκαν και προσυπογράφουν τρεις ακόμα επιφανείς επιστήμονες, ο Γιοχάνες Μπρουμ του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Καρλσρούης στη Γερμανία, ο Ξιανγκιού Φενγκ του Πανεπιστημίου της Βοστώνης και ο Φέλιξ Κούμπλερ του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης στην Ελβετία, είναι ότι «σε καμιά περίπτωση δεν έχει βάση να δανείζεται κανείς από τους νέους για να τα δώσει στους γεροντότερους».

Για παράδειγμα, σε μια περίπτωση η αιτία για την οποία τα επιτόκια δανεισμού της κυβέρνησης είναι πολύ χαμηλά είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι ανησυχούν για το μέλλον, οπότε αγοράζουν κυβερνητικά ομόλογα για να κατοχυρωθούν. Κι αυτό συμπιέζει τα κυβερνητικά επιτόκια. Οι πολιτικές ηγεσίες τείνουν τότε να αυξήσουν το δανεισμό τους μια και το κόστος είναι πολύ χαμηλό. Αλλά ο ορθός τρόπος για να μετριάσει κανείς τον κίνδυνο για το μέλλον είναι, κατά τους συντάκτες της μελέτης, η προοδευτική φορολόγηση μέσω της οποίας το χρήμα μεταφέρεται από τους ανθρώπους που ήταν τυχεροί στην επαγγελματική τους ζωή προς αυτούς που ήταν άτυχοι.

Έχει όντως ενδιαφέρον στο σημείο αυτό η τοποθέτηση του πρώην συμβούλου του προέδρου Ρέιγκαν (και κατά τεκμήριο οπαδού της «νέας οικονομικής ορθοδοξίας» του λιγότερου κράτους και των χαμηλών φόρων) υπέρ της αύξησης της φορολόγησης των «εχόντων και κατεχόντων» για να χρηματοδοτηθούν οι «μη προνομιούχοι», για να φροντίσει δηλαδή το κράτος και όχι η αγορά την αναδιανομή του πλούτου.

Επιτόκια και δανεισμός

Στη δεύτερη μελέτη του Κότλικοφ και των συνεργατών του, που φέρει τον τίτλο «Όταν Τα Επιτόκια Πέφτουν, Πρέπει Να Αυξάνεται Ο Δανεισμός;», οι συγγραφείς σημειώνουν ότι ο διαγενεακός επιμερισμός των κινδύνων της ζωής είναι κάτι το καλό, αλλά απαιτεί να μπορεί κάποιος να κινείται προς αμφότερες τις κατευθύνσεις. Αν οι νέοι τα πηγαίνουν καλύτερα, πρέπει να πληρώνουν για τους γεροντότερους και αν οι γεροντότεροι τα πηγαίνουν καλύτερα, πρέπει να πληρώνουν για τους νεότερους. «Στον πραγματικό κόσμο όμως είναι αδύνατον για ανθρώπους που ζουν, θα έλεγε κανείς, με χρονική απόσταση εκατοντάδων ετών μεταξύ τους, να καταλήξουν σε τέτοιου είδους συμφωνίες. Διότι θα κάτι τέτοιο θα προκαλούσε στρεβλώσεις στην αγορά», σημειώνουν οι τέσσερις μελετητές. Μιλώντας στο Bloomberg ο Κότλικοφ είπε ότι ο Μπλανσάρ δεν λαμβάνει υπόψη του αυτές τις στρεβλώσεις.

Το πρόβλημα με τις δαπάνες κατόπιν κρατικού δανεισμού είναι, κατά τους «τέσσερις», ότι τα οφέλη πηγαίνουν πάντοτε προς την ίδια κατεύθυνση: από τους νέους που φορτώνονται διαρκώς με χρέη, προς τους γεροντότερους, που επωφελούνται από τις δαπάνες. Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι η χώρα που δαπανά δανειζόμενη, αντλεί κεφαλαιακά αποθέματα από το εξωτερικό, γεγονός που στερεί πόρους άρα ροκανίζει τις προοπτικές μελλοντικής ανάπτυξης άλλων χωρών, γράφουν οι «Κότλικοφ και συνεργάτες».

Θα παρατηρούσε κανείς ότι το τελευταίο επιχείρημα είναι κάπως «ασθενές» σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποίησης των κεφαλαίων και δη στο μέτρο που ουδείς αναγκάζει τη μια χώρα να ξοδέψει το «κομπόδεμά» της για να αγοράσει το χρέος μιας άλλης, ανεξάρτητα από τις αποδόσεις που αυτό αποφέρει.

Εν πάση περιπτώσει, οι τέσσερις επιστήμονες που ανέλαβαν να αποδομήσουν την άποψη του Μπλανσάρ προειδοποιούν ότι η κριτική που ασκούν στην πρακτική του «δαπανάν κατόπιν συστηματικού δανεισμού» δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που τα δανειζόμενα κεφάλαια «χρησιμοποιούνται για να χρηματοδοτήσουν υποδομές ή για να αντιμετωπιστούν εξωγενή φαινόμενα, όπως είναι η κλιματική αλλαγή». Ή επίσης αν τα κεφάλαια χρησιμοποιούνται για την τόνωση της καταναλωτικής ζήτησης στο πλαίσιο των προσπαθειών που καταβάλλει μια κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει μια οικονομική ύφεση. «Αυτά είναι μείζονα, έκτακτα γεγονότα που καθιστούν αναγκαία και δικαιολογούν τη δημιουργία ελλειμμάτων», διευκρινίζουν ο Κότλικοφ και οι συν αυτώ.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή