Εκείνο το (ελληνικό) μεσημέρι της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, οι «τυχεροί» που παρακολουθήσαμε ζωντανά, λόγω επαγγέλματος, τα όσα δραματικά συνέβαιναν στην καρδιά του Μανχάταν, καταλάβαμε από την πρώτη στιγμή πως τίποτα δεν θα ήταν πλέον ίδιο στον κόσμο μας. Η τρομοκρατική επίθεση στην καρδιά της μοναδικής υπερδύναμης, που έμοιαζε πανίσχυρη και άτρωτη μετά τον θρίαμβό της απέναντι στην ΕΣΣΔ, μόλις μία δεκαετία νωρίτερα, ήταν φανερό πως άνοιγε μια νέα σελίδα στην παγκόσμια ιστορία.

Τότε και για τις επόμενες ημέρες, η σελίδα αυτή αποτελούσε ένα αίνιγμα. Τι θα περιλάμβανε; Ποιος ή ποιοι θα την έγραφαν; Ποιες αλλαγές θα επέφερε στις ζωές μας; Πόσο καλύτερο ή χειρότερο θα έκανε τον κόσμο στον οποίο ζούμε; Και πώς θα έκανε τις Ηνωμένες Πολιτείες να σκεφτούν για όλους τους άλλους και όλους τους άλλους γι’ αυτές;

Σήμερα, δύο δεκαετίες αργότερα, γνωρίζουμε πλέον πολλά. Οι απαντήσεις σε αρκετά από τα παραπάνω ερωτήματα είναι ήδη ορατές, όπως επίσης οι κερδισμένοι και οι χαμένοι. Όσο για τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν, έρχονται να μας μας υπενθυμίσουν, με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, ότι κάθε ιστορικός κύκλος ανοίγει για να κλείσει, δίνοντας τη θέση του στον επόμενο.

Η ήττα της Pax Americana

Ο θρίαμβος των οπλισμένων με Καλασνίκοφ και ρουκέτες Ταλιμπάν έναντι της ισχυρότερης πολεμικής μηχανής που έχει γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα σηματοδοτεί και την οριστική ήττα της Pax Americana, στην οποία επιχείρησαν να δώσουν σάρκα και οστά οι ΗΠΑ υπό την ηγεσία του πατέρα και του υιού Τζορτζ Μπους.

Πράγματι, την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα και την πρώτη του 21ου, η αμερικανική πολιτική σφραγίστηκε από το σχέδιο επιβολής της κυριαρχίας της υπερδύναμης σε όλο τον κόσμο, ακόμη και δια της βίας. Ένα σχέδιο το οποίο αποτυπώθηκε εύγλωττα στο δόγμα «όσοι δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας».

Άλλωστε, από νωρίς αποδείχθηκε πως τόσο οι εισβολές στο Αφγανιστάν όσο και, κυρίως, αυτή που ακολούθησε στο Ιράκ είχαν μόνο ως πρόσχημα την αντιμετώπιση της αλ Κάιντα, της τρομοκρατικής απειλής και των (ανύπαρκτων, σε αρκετές περιπτώσεις) όπλων μαζικής καταστροφής. Αποτέλεσαν, πρωτίστως, την πρακτική αποτύπωση αυτού ακριβώς του δόγματος, στο οποίο αρχικά φαινόταν ότι ουδείς θα μπορούσε να αντισταθεί.

Ήδη, ωστόσο, από την δεύτερη τετραετία του Μπαράκ Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ και κυρίως μετά τη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, είχε καταστεί φανερό ότι το σχέδιο δεν προχωρούσε και ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία. Ειδικά καθώς εκτός από τα όρια της αμερικανικής πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος, η κρίση του 2008-’08 είχε αποτυπώσει και τις τεράστιες αδυναμίες του οικονομικού μοντέλου των ΗΠΑ. Έτσι, άρχισε σταδιακά η αντίστροφη μέτρηση.

Το τέλος του «αμερικανικού αιώνα»

Όλα τα παραπάνω και κυρίως η ταπεινωτική αποχώρηση από το Αφγανιστάν σφραγίζουν και το τέλος αυτού που σχηματικά ονομάστηκε ως «αμερικανικός αιώνας», όπως έχουν ήδη εκτιμήσει πολλοί αναλυτές. Το τέλος, δηλαδή, μιας χρονικής περιόδου που ξεκίνησε με τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και έφτασε στο αποκορύφωμά της με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου.

Δεν θέλει ιδιαίτερες γνώσεις ή σκέψη για να συνειδητοποιήσει κανείς ότι μετά από αυτό, οι ανταγωνιστές των ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο όχι απλώς δεν θα διστάσουν να τις κοιτάξουν στα μάτια, αλλά και να τις απειλήσουν άμεσα. Όσο για όλους εκείνους που έχουν στηρίξει την ίδια τους την ύπαρξη στην αμερικανική ισχύ, από τη Νότιο Κορέα και την Ταϊβάν μέχρι την Ουκρανία και τη Γεωργία, πλέον τρέμουν για το τι θα συμβεί εάν έρθει η ώρα να ζητήσουν τη συνδρομή της.

Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα, η ηγεσία της Κίνας και ο εξαιρετικά φιλόδοξος Σι Τζινπίνγκ μπορούν πλέον να αισθάνονται πολύ πιο ελεύθεροι να εκπονήσουν και να προωθήσουν τα μεγαλεπήβολα σχέδιά τους. Ο νέος Δρόμος του Μεταξιού θα επιταχυνθεί και θα ενισχυθεί, ενώ σύντομα το Πεκίνο θα επιχειρήσει να επικυρώσει και τη στρατιωτική του υπεροχή στη γειτονιά του.

Όσο για τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, μπορεί να αισθάνεται και κάποιου είδους ιστορική δικαίωση, μιας και οι ΗΠΑ μοιάζουν να ακολουθούν τη μοίρα όλων των αυτοκρατοριών – αν και είναι βέβαιο ότι, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον, δεν πρόκειται να καταρρεύσουν.

Η εποχή των εθνικισμών και ανταγωνισμών

Οι εξελίξεις αυτές αναγκάζουν όχι μόνο τους αντιπάλους, αλλά και τους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ να επανεξετάσουν τη θέση τους και την περαιτέρω στάση τους. Ανάμεσα σε αυτούς – εκτός από την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν που έχει σηκώσει το δικό της «μπαϊράκι» – ανήκει αντικειμενικά και η ΕΕ, έστω κι αν πολλοί εκ των συντελεστών της εξακολουθούν να αρνούνται να κοιτάξουν κατάματα τη νέα πραγματικότητα.

Οφείλουμε δε να παραδεχτούμε πως όσο κι αν μοιάζει με «αδειανό πουκάμισο», η εξαγγελία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για τη συγκρότηση μιας πιο «γεωπολιτικής Κομισιόν» έρχεται να ενισχύσει την παραπάνω εκτίμηση. Όπως το ίδιο συμβαίνει και με τις προσπάθειες για συγκρότηση ευρωστρατού, αλλά και με τα σχέδια για αυτονομία της Ευρώπης σε όλα τα μέτωπα.

Η αλήθεια είναι, μάλιστα, ότι η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ διευκολύνει την παραπάνω πορεία. Πλέον, η αναβαθμισμένη Γαλλία βλέπει το πεδίο ελεύθερο και ο Εμανουέλ Μακρόν πιέζει διαρκώς (κυρίως τους Γερμανούς, που παραμένουν επιφυλακτικοί) προς την κατεύθυνση της συγκρότησης μιας πιο δυναμικής Ευρώπης, που θα παρεμβαίνει ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ.

Δεν είναι μυστικό, παράλληλα, ότι απέναντι στο «Πρώτα η Αμερική» των Τραμπ και Μπάιντεν, η ΕΕ έχει ήδη δώσει την απάντησή της – «Παράγουμε Ευρωπαϊκά». Χωρίς να παραλείπει, φυσικά, να οχυρώνεται απέναντι στην Κίνα και τις επιθετικές της διαθέσεις – κάτι που βεβαίως κάνουν και οι Αμερικανοί.

Το – ορατό, πλέον – αποτέλεσμα είναι η αναζωπύρωση των εθνικισμών σε διεθνές επίπεδο, καθώς η παγκοσμιοποίηση μοιάζει να χωλαίνει.

Άνοδος λαϊκισμού και Ακροδεξιάς

Ο σίγουρο είναι πως η παραπάνω διαδικασία ανοίγει ξανά παλιές πληγές και προκαλεί νέες, με τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται. Είναι δε κάτι που δεν παρατηρείται μόνο ανάμεσα στους ισχυρούς που προαναφέραμε, αλλά και στο εσωτερικό των διάφορων χωρών και μπλοκ κρατών.

Σε πολιτικό επίπεδο, αυτό αποτυπώνεται από την εντυπωσιακή, ειδικά τα τελευταία χρόνια, ενίσχυση των δυνάμεων της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς, τόσο στην Ευρώπη όσο και αλλού. Σε βαθμό που να κερδίζει εκλογές και να σχηματίζει κυβερνήσεις ή να καθορίζει τη σύνθεση και την πολιτική τους – ή ακόμη και να αμφισβητεί μορφώματα με μεγάλο ειδικό βάρος και πορεία δεκαετιών, όπως είναι η ΕΕ.

Οφείλουμε, εκτός των άλλων, να αναγνωρίσουμε (επιτέλους) ότι φαινόμενα τύπου Τραμπ και Λεπέν δεν αποτελούν «λάθη της ιστορίας», αλλά προσωποποιήσεις συγκεκριμένων οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών τάσεων και εξελίξεων, που σφραγίζουν κάθε περίοδο της ιστορίας.

Στη σκιά του «Μεγάλου Αδελφού»

Την ίδια στιγμή, όλη αυτή την εικοσαετία εκτυλίσσεται μια ακόμη διαδικασία που επιδρά άμεσα στις ζωές μας και αλλοιώνει την παραδοσιακή έννοια της «δημοκρατίας». Συγκεκριμένα, από την επόμενη κιόλας ημέρα των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου και υπό την επίδραση του τρόμου που αυτές προκάλεσαν, η ανθρωπότητα και κυρίως η Δύση βρέθηκαν σε μια κατάσταση διαρκούς έκτακτης ανάγκης.

Διατάγματα και νόμοι που αφορούσαν την προσωρινή αναστολή ατομικών και δημοκρατικών ελευθεριών απέκτησαν σταδιακά μόνιμο χαρακτήρα. Όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρώπη, ειδικά μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Οι παρακολουθήσεις έγιναν πλέον στοιχείο της καθημερινότητας, ακόμη και στο επίπεδο των ψηφιακών Μέσων, που μέχρι τότε θεωρούνταν και ήταν το προπύργιο της ελεύθερης επικοινωνίας. Η καταγραφή και οι ανταλλαγές προσωπικών δεδομένων ανάμεσα στις διάφορες υπηρεσίες πύκνωσαν και αναβαθμίστηκαν. Το ίδιο και η κατασκοπία μεταξύ κρατών, εχθρών και συμμάχων, στο όνομα πάντα της αποτροπής της τρομοκρατικής απειλής.

Ταυτόχρονα, εικόνες και πληροφορίες όπως αυτές που έρχονταν από τα κολαστήρια του Αμπού Γκράιμπ και του Γκουαντάναμο εισέβαλαν στις ζωές μας. Ακόμη κι αν η συντριπτική πλειοψηφία ποτέ δεν τις συνήθισε και δεν συμβιβάστηκε με αυτές, η αλήθεια είναι ότι όλοι είμαστε πλέον πιο κατάλληλα προετοιμασμένοι για να δεχθούμε τα χειρότερα.

Τέλος, τα νομικά οπλοστάσια των κρατών αναβαθμίστηκαν. Οι τρομονόμοι και τα μέσα καταστολής πολλαπλασιάστηκαν σε επικίνδυνο βαθμό. Και κάπως έτσι, όσα κι αν λέγονται επισήμως, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ είναι αυτές που ήρθαν πιο κοντά σε αυταρχικά καθεστώτα όπως της Κίνας και όχι το αντίθετο…

Πανδημία, το «κερασάκι στην τούρτα»

Αναμφίβολα, τα είκοσι χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 έχουν σφραγίσει ανεξίτηλα την ιστορία και έχουν επιφέρει ριζικές αλλαγές, σε όλα τα επίπεδα. Η ειρωνεία δε είναι πως σε αυτό το φόντο, η πανδημία της Covid-19 που εκδηλώθηκε το 2020 και συνεχίζεται μέχρι και τώρα ήρθε να ολοκληρώσει την καταστροφή.

Πλέον, για όσους τουλάχιστον θυμόμαστε πώς ζούσαμε και πώς ήταν ο κόσμος μας το 2001, είναι φανερό πως τίποτε και ποτέ δεν θα είναι πια το ίδιο. Μακάρι να μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως όλα αλλάζουν προς το καλύτερο. Δυστυχώς, η πορεία είναι αντίστροφη.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή