Είναι δύσκολο να πούμε εάν πράγματι βγήκε κάποιος κερδισμένος από τις εκλογές στη Γερμανία την Κυριακή, σίγουρα, όμως, υπήρχε κάποιος ηττημένος. To συντηρητικό κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών της απερχόμενης Καγκελαρίου, Άνγκελα Μέρκελ, το οποίο βρισκόταν στην εξουσία για 16 χρόνια, πέτυχε, την Κυριακή, το χειρότερο αποτέλεσμα στην ιστορία του. Έτσι, βγήκε στην επιφάνεια μία κόπωση με τη μακρά θητεία του εν λόγω κόμματος.

Δεν είναι απλώς ότι το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα (CDU) της Μέρκελ και το αδελφό κόμμα της Βαυαρίας, Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU), ήρθαν δεύτερα με συνολικό ποσοστό ψήφου 24,1%, μετά το 25,7% των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), αλλά και ότι το CDU/CSU έχασε σχεδόν εννέα ποσοστιαίες μονάδες κατά τις τελευταίες εκλογές, το 2017. Τελευταία φορά που το CDU υπέστη τέτοια ήττα ήταν το 1998, όταν οι ψηφοφόροι απομάκρυναν, έπειτα από 16 χρόνια, τον Χέλμουτ Κολ από την εξουσία. Το μερίδιο ψήφου του κόμματος μειώθηκε, τότε  κατά 6,4 μονάδες κι αυτό έγινε ενόψει της οικονομικής αναταραχής, που προκλήθηκε μετά την επανένωση.

Τα μεγάλα κόμματα της Γερμανίας έχουν χάσει εδώ και χρόνια τους υποστηρικτές τους, ωστόσο το SPD κέρδισε περισσότερες από πέντε ποσοστιαίες μονάδες, σε σχέση με το χειρότερο αποτέλεσμα που είχε φέρει στις εκλογές του 2017. Περίπου 1,3 εκατομμύρια ψηφοφόροι φαίνεται ότι έφυγαν από το CDU/CSU το 2017 και κατέληξαν στο SPD, φέτος, αντί να καταφύγουν στα πιο δραστήρια μικρά κόμματα. Επομένως, κάτι περισσότερο από μία απλή εξέγερση ενάντια στο συντηρητικό βρίσκεται σε εξέλιξη.

Η Μέρκελ αξίζει να επωμιστεί μεγάλο μέρος της ευθύνης πολιτικά και πνευματικά. Οι προσπάθειές της να σκηνοθετήσει τη διαδοχή της προκάλεσε προβλήματα, αντί να τα αποτρέψει. Η διάδοχος που προτιμούσε η ίδια, η Ανεγκρέτ Κραμπ Καρενμπάουερ, απέτυχε, όταν εξελέγη αρχηγός του κόμματος, το 2018. Αυτό οδήγησε σε εκλογές για επιλογή νέου αρχηγού, τον Ιανουάριο, λιγότερο από ένα χρόνο πριν από τις εκλογές, κατά τις οποίες εξελέγη ο Άρμιν Λάσετ. Όποια κι αν ήταν η σχέση του Λάσετ με τους κατοίκους στην πόλη που γεννήθηκε, την πολυπληθή Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, έπρεπε να παλέψει αρκετά σκληρά για να αποκτήσει καλές σχέσεις με τους ψηφοφόρους του.

Το CDU, στο σύνολό του, δεν κατάφερε να ενθουσιάσει το εκλογικό σώμα, καθώς δεν ακολουθούσε ιδιαίτερες πολιτικές ιδέες. Υπό τη Μέρκελ, οι Χριστιανοδημοκράτες ακολούθησαν έντονη περιβαλλοντολογική πολιτική και αυτό είναι γνωστό στη Γερμανία. Ωστόσο, όπως είναι λογικό, το κόμμα των Πρασίνων ακολούθησε περισσότερο δυναμικά την ίδια πολιτική και φαίνεται να έχει προσελκύσει περίπου 900.000 πρώην ψηφοφόρους CDU/CSU, σχεδόν, δηλαδή, το ένα τρίτο όσων εγκατέλειψαν τη συντηρητική παράταξη.

Το CDU/CSU αποτελεί, από την αρχή της ίδρυσής του, πολιτική στέγη για τη μεσαία τάξη και τις μικρές επιχειρήσεις. Ωστόσο, το γεγονός ότι έπειτα από 16 χρόνια εξουσίας, δεν έχει προβεί σε κάποια σημαντική φορολογική ή κανονιστική μεταρρύθμιση, είχε ως αποτέλεσμα άλλοι 300.000 ψηφοφόροι να καταφύγουν στην πολιτική παράταξη των ελεύθερων δημοκρατών, οι οποίοι ακολουθούν μία πολιτική υπέρ της επιχειρηματικότητας. Τα ασαφή του μηνύματα του κόμματος για τη συνοχή και την κοινωνική προστασία δεν βοήθησαν ιδιαίτερα τον υποψήφιο καγκελάριο του SPD, Όλαφ Σολτς, ο οποίος ήταν υπουργός Οικονομικών, με το κόμμα του να φαίνεται περισσότερο αξιόπιστο στις πολιτικές στο θέμα των επιδοτήσεων για την οικοδόμηση κατοικιών και τα συναφή.

Χρησιμοποιώντας μία φράση του Τολστόι, τα πολιτικά κόμματα κάθε χώρας είναι «δυσαρεστημένα με τον δικό τους τρόπο». Δεν αποτελεί, όμως, μόνο η παρακμή του κόμματος CDU προειδοποίηση για τον κίνδυνο που διατρέχουν τα συντηρητικά κόμματα. Χρειάζονται ιδέες για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις του σήμερα. Και αυτές οι ιδέες θα ήταν προτιμότερο να διαφέρουν από τις ιδέες της αντιπολίτευσης, και όχι να αποτελούν φτωχές απομιμήσεις τους.

Μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο

Πρόσφατα Άρθρα