Έχουν περάσει 19 ολόκληρα χρόνια από τον μεγαλύτερο πολιτικό «σεισμό» που έχει σημειωθεί στην Τουρκία μετά την ίδρυσή της, από τον Κεμάλ Ατατούρκ. Το ημερολόγιο έγραφε 3 Νοεμβρίου 2002 και οι κάλπες αναδείκνυαν νικητή το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.

Μετά από αλλεπάλληλα πραξικοπήματα, απαγορεύσεις και διώξεις, μετά την αποτυχημένη απόπειρα του Νετσμεντίν Ερμπακάν ο οποίος πρόλαβε να διατελέσει πρωθυπουργός για ένα χρόνο προτού εξαναγκαστεί σε παραίτηση – από τον Ιούνιο του 1996 μέχρι τον αντίστοιχο μήνα του 1997 – ο βασικός εκφραστής του πολιτικού Ισλάμ της Τουρκίας στρογγυλοκαθόταν, ως θριαμβευτής πλέον, στη θέση της κυβέρνησης.

Χρειάστηκε, βεβαίως, να περάσουν άλλοι 4,5 μήνες προκειμένου ο ιδρυτής του και πρώην δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, Ταγίπ Ερντογάν, να πάρει στα χέρια του το τιμόνι της χώρας. Η καταδίκη που του είχε επιβληθεί από το 1998, για «ισλαμικό κήρυγμα», του έκλεινε τον δρόμο προς την πρωθυπουργία και χρειάστηκε ειδική τροπολογία και συμπληρωματικές εκλογές για να φτάσει στην ορκωμοσία του, στις 14 Μαρτίου 2003.

Το κρίσιμο διάστημα

Αυτό το διάστημα κρίθηκαν πολλά στην Τουρκία. Οι στρατηγοί εξέτασαν σοβαρά το σενάριο ενός ακόμη πραξικοπήματος, επικαλούμενοι την απειλή κατά του κεμαλισμού. Οι σύμμαχοι της Τουρκίας φοβούνταν ότι κάτι τέτοιο, μετά την καθαρή επικράτηση του ΑΚΡ στις εκλογές, θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα στα πρόθυρα του εμφυλίου, δεδομένης και της οξύτητας του Κουρδικού.

Τελικά, ο κύβος ερρίφθη και η σελίδα άλλαξε. Για την επόμενη δεκαετία, η διακυβέρνηση της χώρας δικαίωσε εκείνους που εκτιμούσαν ότι «το ΠΑΣΟΚ της Τουρκίας θα είναι κόμμα ισλαμικό». Οι αλλαγές σε όλα τα επίπεδα ήταν μεγάλες, το ίδιο και στη ζωή εκατομμυρίων Τούρκων, που έλαβαν ένα – μικρό έστω – μερίδιο της αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης, η οποία οδήγησε σε τριπλασιασμό του ΑΕΠ και είσοδο της χώρας τους στο κλαμπ της G20.

Οι Κούρδοι είδαν σταδιακά στη νέα κυβέρνηση και το πρόσωπο του νέου πρωθυπουργού ένα εταίρο στον διάλογο, κάτι που σταδιακά οδήγησε σε μια ειρηνευτική διαδικασία η οποία μέχρι πρότινος θεωρούνταν αδιανόητη. Ακόμη και οι γείτονες της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας στην οποία δεν είχε κοπάσει ακόμη ο απόηχος από την κρίση των Ιμίων, απόλαυσαν χρόνια σχετικής ηρεμίας.

Η μεγάλη ανατροπή

Η πολιτική κυριαρχία του Ερντογάν στο εσωτερικό ήταν αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, η οικονομία και η γεωπολιτική επέβαλαν τους δικούς τους κανόνες και άλλαξαν τα δεδομένα – για την περιοχή, την Τουρκία και τον ίδιο.

Οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και η άγρια καταστολή στο Πάρκο Γκεζί της Κωνσταντινούπολης, το 2013, αποτέλεσε την πρώτη αναμέτρησή του με την κοινωνία. Κυρίως δε με τη νέα γενιά, η οποία βίωνε τις συνέπειες του πρόσφατου χρηματοπιστωτικού κραχ, ενώ απαιτούσε περισσότερα και πιο ουσιαστικά δικαιώματα.

Η αντιπολίτευση αναθάρρησε και ο Ερντογάν ανασκουμπώθηκε, επανεξετάζοντας τη στάση του. Την ίδια στιγμή, οι δραματικές εξελίξεις που είχε πυροδοτήσει στην ευρύτερη περιοχή η Αραβική Άνοιξη μετά το 2011 τον ανάγκασαν να αναθεωρήσει και το δόγμα της εξωτερικής του πολιτικής. Θεώρησε, με άλλα λόγια, πως ήταν η χρυσή ευκαιρία για την Τουρκία να αμφισβητήσει τις συνθήκες και το πλαίσιο που επέβαλε η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δεν ταυτίζονταν με τα «σύνορα της καρδιάς» του.

Ως αποτέλεσμα, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων, ο Ερντογάν υιοθέτησε μια πιο επιθετική πολιτική – η οποία, με τη σειρά της, όξυνε τις αντιθέσεις και τις αντιδράσεις. Η απόπειρα πραξικοπήματος που εκδηλώθηκε στις 15 Ιουλίου 2016 οδήγησε την κατάσταση στα άκρα, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα.

Θηρίο εναντίον όλων

Έκτοτε, ο Ερντογάν μοιάζει με θηρίο εκτός ελέγχου, που «δαγκώνει» όποιον αισθάνεται ότι τον απειλεί ή μπορεί να τον απειλήσει – από τους γκιουλενιστές μέχρι το PKK και τους Κούρδους της Συρίας και από τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ μέχρι τους διοικητές της κεντρικής τράπεζες που δεν ακολουθούν τις ντιρεκτίβες του.

Η τακτική αυτή, όμως, φαίνεται πως έχει εξαντλήσει τα όριά της – οικονομικά και πολιτικά. Η ήττα των υποψηφίων του για τις μεγάλες πόλεις στις δημοτικές εκλογές του 2019 χτύπησε πολιτικό «καμπανάκι», καταρρίπτοντας τον μύθο του «αήττητου Ερντογάν». Όσο για την πανδημία που ξέσπασε στις αρχές του 2020, μοιάζει να έδωσε τη χαριστική βολή σε μια οικονομία η οποία είχε ήδη αρχίσει να παραπαίει.

Σήμερα, η λίρα βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, έχοντας χάσει πάνω από τα δύο τρίτα της αξίας της μέσα σε δύο χρόνια και με την ισοτιμία της να κοντεύει να σπάσει και το όριο των 10 λιρών ανά δολάριο. Ο πληθωρισμός «τρέχει» με 20%, η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών εξανεμίζεται, η ανεργία εκτοξεύεται και πάνω από το 12% των Τούρκων βρίσκονται κάτω από το επίσημο όριο φτώχειας, ποσοστό που είναι το υψηλότερο μετά το 2012.

Έχει «κρυφό χαρτί»;

Πλέον, ουδείς μπορεί να προβλέψει τις εξελίξεις. Οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν το ΑΚΡ σε ιστορικά χαμηλά, να χάνει καθαρά από την ενωμένη αντιπολίτευση στις επόμενες εκλογές, που τυπικά πρέπει να γίνουν ως το καλοκαίρι του 2023.

Θα φτάσει, όμως, αυτή η κυβέρνηση μέχρι εκεί; Θα αντέξει ο Ερντογάν την πίεση, δεδομένων και των προβλημάτων στην υγεία του, που καθίστανται φανερά δια γυμνού οφθαλμού, κάνοντας ακόμη και τον Τζο Μπάιντεν να μοιάζει με… τζόβενο μπροστά του κατά την πρόσφατη συνάντησή τους;

Ο Ερντογάν έχει, πιθανότατα, κάποια κρυφά χαρτιά για να «κλέψει» την παρτίδα. Θα αποφασίσει και θα προλάβει, όμως, να τα χρησιμοποιήσει;

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή