Ένα άλλο μελαγχολικό συμπέρασμα που προκύπτει από την εξέταση των διαχρονικών στοιχείων των απογραφών πληθυσμού μετά το 1961 είναι ότι όλα τα «ελαττώματα» της φυλής των προηγούμενων… εκατονταετιών και δεκαετιών που είχαν κλεισθεί στο περίφημο «Κουτί της Πανδώρας» απελευθερώθηκαν με το άνοιγμά του κυρίως μετά το 1960, όταν εντάθηκε ο πολιτικός ανταγωνισμός για την εξουσία, στη συνέχεια από τη χούντα και, σωρηδόν, από τη μεταπολίτευση. Όλα αυτά, σαν καταιγίδα, σάρωσαν τη γνωστή παροιμιώδη, κατά τα άλλα, ελληνική φιλοτιμία, φιλοπονία, εργατικότητα, υπευθυνότητα στη διαχείριση των εθνικών πόρων με ολέθριες επιδράσεις στην οικονομία, την κοινωνία, την απασχόληση, τη νοοτροπία και, γενικά, την πορεία της χώρας.

Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από μία από τις μεγάλες εβδομαδιαίες έρευνες που έγραφα και δημοσιεύονταν στο «Βήμα της Κυριακής» το 1976, το 1977 και το 1978 (άρχιζαν από το «Βήμα της Κυριακής» και ολοκληρώνονταν , σε συνέχειες, το Σάββατο!). Καθώς έγραφα τα κείμενα του φακέλου αυτού για τις απογραφές πληθυσμού μετά το 1961, θυμήθηκα τη μεγάλη έρευνα με τον γενικό τίτλο «Πώς χάνουν την ώρα τους οι Έλληνες», της οποίας το πρώτο μέρος δημοσιεύθηκε στο «Βήμα της Κυριακής» στις 22 Μαϊου του 1977 με τίτλο «Βιοπαλαιστές – χαραμοφάηδες- υπερωρίες και χασομέρια!». Σε αυτό το πρώτο μέρος της έρευνας παρουσίαζα, με τη μορφή ερωτήσεων, ένα δεκάλογο με όσα δεν έλεγαν φανερά οι στατιστικές όπως, για παράδειγμα, πόσοι Έλληνες εργάζονται πραγματικά, πού εργάζονται, πόσο αμείβονται, πόσες ώρες χρειάζεται ο Έλληνας για να αγοράσει τρόφιμα, γιατί δεν εργάζονται περισσότεροι Έλληνες, πώς συντηρούνται οι μη εργαζόμενοι, πού και πως διαθέτουν τα χρήματά τους οι Έλληνες και αν είναι σπάταλοι. Στη συνέχεια, στην έρευνα αυτά παρουσιάζονταν αναλυτικότερα στοιχεία και συμπεράσματα για την κοινωνικοοικονομική καθημερινότητα των Ελλήνων δύο περίπου χρόνια μετά τη μεταπολίτευση!

Η γενική διαπίστωση που προέκυπτε και από την εκτενή αυτή έρευνα είναι η ίδια με τη σημερινή, δηλαδή ότι «Από τα τρία, κατά μέσον όρο μέλη του ελληνικού νοικοκυριού εργάζεται μόνο το ένα, που είναι υποχρεωμένο να συντηρήσει όλα τα άλλα μέλη της οικογενείας του και, φυσικά, τον μόνιμο πια μουσαφίρη του, το κράτος, που με το μεγάλο ρύγχος του πάντα βρίσκει τον τρόπο του να τσιμπολογήσει μικρά ή καταβροχθίσει μεγάλα ποσά από τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς»!!!

Δείτε ακόμη: Φάκελος – Απογραφές: Τρομάζει η εξέλιξη του δημογραφικού τα τελευταία 60 χρόνια!

Από το πρώτο μέρος της έρευνας αυτής («Βήμα της Κυριακής», 22 Μαίου 1977) παραθέτω μερικές σύντομες «απαντήσεις» που δόθηκαν αντίστοιχα στις παραπάνω «ερωτήσεις» ως εισαγωγή για τα επόμενα μέρη της έρευνας, όπου παρουσιάσθηκαν αναλυτικά στοιχεία με πίνακες και διαπιστώσεις:

  • Πού εργάζονται οι Έλληνες;

    Η σύντομη απάντηση: «Από τους εργαζόμενους Έλληνες, άλλοι είναι εργοδότες (130.000 περίπου), άλλοι εργάζονται για δικό τους λογαριασμό (1.200.000 περίπου), άλλοι είναι μισθωτοί (1.370.000 περίπου) και άλλοι ασχολούνται με διάφορες άλλες εργασίες κι άντε τώρα να τους βρεις τι κάνουν…»

  • Πόσο αμείβονται οι Έλληνες εργαζόμενοι;

    Η σύντομη απάντηση: «Οι αμοιβές των Ελλήνων εργαζομένων είναι, στην πλειονότητα, οι χαμηλότερες από εκείνες που παίρνουν οι συνάδελφοί τους Ευρωπαίοι, με εξαίρεση ορισμένα επαγγέλματα (π.χ. οικοδόμοι κλπ) και μισθωτοί, που αμείβονται περισσότερο από ό,τι στο Παρίσι, το Μιλάνο, στη Μαδρίτη και το Δουβλίνο!»

  • Πόσες ώρες χρειάζεται να εργαστεί ο Έλληνας για να αγοράσει τρόφιμα;

    Η σύντομη απάντηση: «Για να αγοράσει ένα καλάθι τρόφιμα (περιέχει 35 διάφορα τρόφιμα και ποτά) ένας Έλληνας χρειάζεται να εργαστεί πολύ περισσότερες ώρες (σ΄ ορισμένες περιπτώσεις είναι διπλάσια και τριπλάσια) από ό,τι χρειάζεται ένας Ευρωπαίος. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να εργαστεί 68 ώρες και τρία τέταρτα. Αυτό σημαίνει ότι η αγοραστική αξία των μισθών και των ημερομισθίων, οι αμοιβές και η ευημερία των Ελλήνων είναι πολύ χαμηλότερα από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Φυσικά, κι εδώ ο ευδαιμονισμός και ο πλουτισμός δεν πάει πίσω έστω κι αν τον συναντούμε σε μερικές, αλλά πολύ τρανταχτές περιπτώσεις…»

  • Δικαιούνται υψηλότερων αμοιβών οι Έλληνες εργαζόμενοι;

    Η σύντομη απάντηση: «Αν στηριχθούμε στις κυβερνητικές ανακοινώσεις και στη «διαφώτιση» του κοινού από τα μέσα ενημερώσεως για την οικονομική θέση της Ελλάδος και τον δυναμισμό της οικονομίας της, η απάντηση ασφαλώς είναι καταφατική. Αφού, λοιπόν, υπάρχει τέτοιος οικονομικός παράδεισος, γιατί να μη σπεύσουν όλοι οι μισθοσυντήρητοι να συμμετάσχουν σε αυτήν την οικονομική πανδαισία; Έπειτα, ο προϋπολογισμός μας παρουσιάστηκε και με πλεόνασμα, που σημαίνει ότι αυτό πρέπει να δοθεί στους δημόσιους υπαλλήλους! (σημείωση δική μου σημερινή: όπως το περιβόητο «κοινωνικό μέρισμα» από τα τάχα δημοσιονομικό πλεόνασμα, ενώ το έλλειμμα είναι πάνω από 10 δις. ευρώ!). Από την άλλη όμως μεριά, οι αριθμοί λένε ότι οι αμοιβές των Ελλήνων αυξάνονται γρηγορότερα από ό,τι αποδίδουν στην εργασία τους, που σημαίνει ότι επιβαρύνουν υπέρμετρα την παραγωγή και, επομένως, θα πρέπει να αυξηθούν οι τιμές διάθεσης των προϊόντων αυτών. Έτσι, πέφτουν κάθε φορά τα δαυλιά στις πληθωριστικές μπαρουταποθήκες, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την αντίδραση των εργαζομένων και την απαίτησή τους για αύξηση των αμοιβών με απεργίες. Κι αν δεχθούμε ότι οι αμοιβές των εργαζομένων διογκώνουν σήμερα υπέρμετρα το κόστος εργασίας , σ΄ αυτό δεν φταίνε οι εργαζόμενοι, αλλά το περιβάλλον εργασίας που προτιμάει να προσλαμβάνει ανειδίκευτους εργάτες ή να ανταμείβει υπερβολικά μερικούς «ημετέρους» ή να μην προβαίνει στην ανανέωση του μηχανολογικού εξοπλισμού. Φυσικό, λοιπόν, είναι οι μικρές αμοιβές του μεγαλύτερου μέρους των εργαζομένων να ανακατεύονται με τις παχυλές των άλλων «προνομιούχων» με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν στο τέλος επιβαρημένη την παραγωγή ή το κόστος εργασίας! Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Η απουσία αξιοκρατικών κριτηρίων καθορισμού των αμοιβών σε όλο σχεδόν το χώρο των Ελλήνων εργαζομένων έχει δημιουργήσει, με το ισοπεδωτικό σύστημα των κατώτατων ορίων μισθών και ημερομισθίων, ψυχολογικά προβλήματα στο περιβάλλον εργασίας, αφού τα ίδια παίρνει και ο εργατικός, τα ίδια και ο τεμπέλης! Έτσι, κάθε εργαζόμενος θα βρει κάθε μέρα έναν τρόπο να αποδίδει λιγότερο στην εργασία του… Κι αν όλα αυτά συμβαίνουν σε τομείς, όπου μπορεί να ελεγχθεί η απόδοση των εργαζομένων, αντιλαμβάνεται κανείς τι γίνεται στις υπηρεσίες και μάλιστα τις δημόσιες…»

  • Πώς συντηρούνται οι μη εργαζόμενοι Έλληνες;

    Αν διαβάσετε την απάντηση της έρευνας του 1977 θα διαπιστώσετε ότι δεν έχει αλλάξει τίποτε, όπως προέκυψε από το προηγούμενο μέρος της σημερινής έρευνας, και στον τομέα αυτό. Συγκεκριμένα, έγραφα τα εξής: «Οι Έλληνες που δεν εργάζονται συντηρούνται άλλοι με εισόδημα περιουσίας, άλλοι με συντάξεις, άλλοι με επιδόματα και διάφορα βοηθήματα και άλλοι με έσοδα του νοικοκυριού ή από άλλες πηγές. Φυσικά, ανάμεσα στους εργαζόμενους υπάρχουν μερικοί άλλοι, των οποίων, όπως λέει ο πατέρας μου, το καρβέλι είναι … διπλό…»

  • Γιατί δεν εργάζονται οι περισσότεροι Έλληνες;

    Σήμερα, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο μέρος της έρευνάς μου, το μεγαλύτερο μέρος (65% περίπου) του ελληνικού πληθυσμού είναι οικονομικώς μη ενεργό, δηλαδή δεν θέλει ή δεν μπορεί να εργαστεί για διάφορους λόγους που ήδη παρουσιάσθηκαν. Ας δούμε όμως τι συνέβαινε το 1977 με την απάντηση που είχε δοθεί τότε: «Όταν στην Ελλάδα υπάρχουν πάνω από 1.200.000 άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών (σημείωση: σήμερα είναι πάνω από 2.200.000!!!), όταν υπάρχουν 700.000 περίπου μέχρι τεσσάρων ετών (σημείωση: σήμερα είναι περίπου οι μισοί!), όταν υπάρχουν 2.800.000 περίπου που δεν εργάζονται για διάφορους λόγους, όπως οικιακά κλπ (σημείωση: σήμερα πάνω από 1.300.000) και 1.000.000 περίπου νέοι και άνδρες που δεν εργάζονται (σήμερα πάνω από 2.000.000!), δεν απομένουν παρά μόνο 3.200.000. Αλλά, απ΄ αυτούς 1.050.000 περίπου ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία (σημείωση: σήμερα περίπου 400.000). Στην πραγματικότητα όμως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία ασχολούνται 760.000 περίπου, αφού 221.000 περίπου την απασχόληση αυτή την έχουν δευτερεύουσα, ενώ 68.000 περίπου δεν πιάνουν στο χέρι ούτε γκλίτσα, ούτε τσάπα, ούτε αλέτρι!… Έπειτα υπάρχει και το πανεπιστημιακό σύνδρομο που έχει κυριεύσει τους Έλληνες γονείς , οι οποίοι θέλουν σώνει και καλά να γίνει το παιδί τους επιστήμονας. Η επιμονή τους αυτή πληρώνεται με μερικά χρόνια χαρτζιλίκωμα και με τεράστια ποσά και παρακολούθηση μαθημάτων στα φροντιστήρια και από τους φορολογούμενους…»

  • Πού και πώς διαθέτουν τα χρήματά τους οι Έλληνες;

    Η σύντομη απάντηση: «Από τα έσοδά του ο Έλληνας εργαζόμενος θα βγάλει να αγοράσει τρόφιμα, να ντύσει και να ποδίσει, να στεγάσει και να ποτίσει τα μέλη της οικογενείας του που δεν εργάζονται, να επιπλώσει το σπίτι του, να πληρώσει το φως και το τηλέφωνο, τα εισιτήρια και τα διάφορα ταξίδια, την εκπαίδευση των παιδιών του, την ψυχαγωγία του και την ψυχαγωγία των μελών της οικογενείας του, τις τρέχουσες σπιτικές δαπάνες, την υγεία του, τον καφέ του, τα τσιγάρα του, τα ποτά και τα ξενύχτια του και, φυσικά, το κράτος. Συγκεκριμένα, οι Έλληνες εργαζόμενοι θα δώσουν στο κράτος με τη μορφή των άμεσων και έμμεσων φόρων πάνω από 180 δις. δραχμές, για τρόφιμα 90 δις. δραχμές , για ιματισμό και υπόδηση 30 δις. δραχμές, άλλα τόσα για τη στέγαση και ύδρευση, 18 δις. δραχμές για αναψυχή, 12 δις. δραχμές για το τηλέφωνο, 16 δις. δραχμές για το φως, 9 δις. δραχμές για εισιτήρια και 17 δις. δραχμές για ασφάλιση. Με τα υπόλοιπα θα κοιτάξει να πάρει ΠΡΟ-ΠΟ, λαχεία, να πάει στο γήπεδο, να πληρώσει τις συνδρομές της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, να πάρει τσιγάρα και να πιεί και τον καφέ!»

Η έρευνα αυτή συνεχίστηκε, με αναλυτικά στατιστικά στοιχεία και συμπεράσματα, την Τρίτη (δεν κυκλοφορούσε το «Βήμα» τη Δευτέρα) με τίτλο «Όση ώρα στη δουλειά τόση και στο χασομέρι!», την Τετάρτη με τίτλο «Πόσοι εργάζονται και δεν εργάζονται στην Ελλάδα», την Πέμπτη με τίτλο «Εισοδήματα ορατά και αόρατα», την Παρασκευή με τίτλο «Πόσο αμείβονται και πού τα ξοδεύουν οι Έλληνες» και το Σάββατο με τίτλο «Αίτια και συνέπειες της σπατάλης χρήματος και χρόνου».

Δείτε ακόμη: Φάκελος – Απογραφές: 6,5 στους 10 Έλληνες… «κάααθονται»!

Τα ίδια Παντελάκη μου επί … 200 χρόνια!

Η κατά σύμπτωση (λόγω της παλιάς έρευνας στο «Βήμα») αυτή αναφορά στο 1977 είναι συμβολική, καθώς μέσα σε ένα έτος συμπυκνώνεται η πολιτική και η οικονομική ιστορία ίσως 2.500 ετών και , σίγουρα, 200 ετών με πολλές επίσημες πτωχεύσεις – χρεοκοπίες, αμέσως μετά το 1821, με πολλούς διεθνείς οικονομικούς ελέγχους, συστάσεις και προτάσεις, με απειλές για έξοδο της χώρας από την ΕΟΚ ήδη από το 1994, με μνημόνια, με δέκα περίπου περιπτώσεις «καμένης γης» και με «διαδικασίες υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (που είναι μια ηπιότερη μορφή χρεοκοπίας) μετά τη μεταπολίτευση. Όλες αυτές οι συνέπειες από τη σπάταλη διαχείριση εθνικών πόρων και δανείων έγιναν έντονες στις 28 Οκτωβρίου του 1940, όταν η Ελλάδα έμελλε να γράψει ένα ακόμη μεγάλο έπος, μολονότι τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας ήταν το χαμηλό επίπεδο, το ανεπαρκές βιοτικό επίπεδο, η εξάρτηση της χώρας μας από το εξωτερικό, η αδυναμία αξιοποίησης των πλούσιων παραγωγικών πηγών της και απελπιστικά ουραγός στην Ευρώπη σε κατά κεφαλήν εισόδημα.

Στη συνέχεια, αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και τον Εμφύλιο Πόλεμο η χώρα μας εμφανίστηκε δραματικά εξουθενωμένη με τις προσπάθειες να επικεντρώνονται στην ανασυγκρότησή της κατά την περίοδο 157 – 1952, όταν με τα δραστικά αντιπληθωριστικά μέτρα στον πιστωτικό και τον δημοσιονομικό τομέα κατορθώθηκε, για πρώτη φορά, να μείνει σχεδόν αμετάβλητο το επίπεδο των τιμών που έως τότε συνεχώς αυξανόταν. Ωστόσο, η ανάγκη ριζικού αναπροσανατολισμού για υγιέστερες βάσεις ήταν άμεση και επιτακτική. Κι αυτό έγινε η θαρραλέα νομισματική μεταρρύθμιση το 1953, η οποία κι αυτή θα αποτύγχανε, όπως όλες σχεδόν οι επόμενες, αν δεν είχε συνοδευθεί με άλλες τολμηρές μεταρρυθμίσεις και σκληρά μέτρα, όπως ρευστοποίηση μεγάλου μέρους από τα κρατικά αποθέματα ουσιωδών εφοδίων σε τιμές χαμηλότερες, επιδότηση δέκα περίπου εισαγόμενων τροφίμων και πρώτων υλών, επιβολή προσωρινών φόρων στις εξαγωγές ορισμένων προϊόντων (βαμβάκι, ρύζι, λάδι κλπ), αυτόματη μεταφορά στο Δημόσιο των κερδών από τη συναλλαγματική μεταρρύθμιση, απαγόρευση των συναλλαγών σε χρυσό ή χρυσά νομίσματα, εξυγίανση τραπεζών (συγχωνεύσεις κλπ), αυστηρότερος έλεγχος των πιστώσεων και πολλά άλλα.

Αλλά, αυτή η περίοδος, όπως θα αναφέρω στο επόμενο μέρος της έρευνας αυτής αποτελεί ίσως τη μοναδική εξαίρεση χρηστής διαχείρισης των εθνικών πόρων και δανείων, συνειδητοποίησης της ανάγκης για οικονομική, κοινωνική, εισοδηματική ανασυγκρότηση της χώρας και ικανοποιητικής (έγιναν και τότε σπατάλες) διαχείρισης των ξένων κεφαλαίων και ξένης βοήθειας.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion