Η πλέον δραματική περίοδος της μεταπολιτευτικής ελληνικής ιστορίας, η «σκοτεινή» οκταετία των Μνημονίων, από τον Μάιο του 2010 έως το καλοκαίρι το 2018, ζωντάνεψε το απόγευμα της Πέμπτης 28 Απριλίου στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, σε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης στο πλαίσιο του Συνεδρίου «The Negotiation Ghallenge 2022» που διοργάνωσε το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών , με χορηγό επικοινωνίας τον ot.gr.

Στη συζήτηση με θέμα «Ελλάδα και Διαπραγματεύσεις στην περίοδο των Μνημονίων» συμμετείχαν ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, καθηγητής Οικονομικών στο ΟΠΑ Πάνος Τσακλόγλου, ο καθηγητής Οικονομικών στο ΟΠΑ και Πρόεδρος της Eurobank Γιώργος Ζανιάς, ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο ΟΠΑ, γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ Γιώργος Παγουλάτος και ο Σύμβουλος στην Τράπεζα της Ελλάδος, κύριος ερευνητής στο John F. Kennedy School of Government του Πανεπιστημίου Harvard Γιώργος Χουλιαράκης.

Και οι τέσσερις συμμετέχοντες στη συζήτηση πέραν της θητείας τους στην «κεφαλή» ή τα ανώτερα κλιμάκια του υπουργείου Οικονομικών, συμμετείχαν διαδοχικά στην ελληνική διαπραγματευτική ομάδα από το 2010 έως και το 2018. Οι τοποθετήσεις τους ενώπιον διεθνούς ακροατηρίου στο αμφιθέατρο «Μιλτιάδης Έβερτ» της Τεχνόπολης αποκάλυψαν άγνωστες πτυχές των κύκλων διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς που συμμετείχαν στα τρία προγράμματα στήριξης – ή Μνημόνια, όπως έμειναν στην ιστορία σημαδεύοντας μια εποχή βαθιών αναταράξεων για την ελληνική οικονομία, πρωτοφανών δυσκολιών και προκλήσεων για τους εργαζόμενους και την κοινωνία.

«Πρώτη φορά μιλώ γι’ αυτά»

Τον λόγο πήρε πρώτος ο κ. Γιώργος Ζανιάς, ο οποίος απαρίθμησε τις «τέσσερις προκλήσεις» με τις οποίες βρέθηκε αντιμέτωπος ο ίδιος και η ελληνική πλευρά: Τη διαμόρφωση του μηχανισμού στήριξης, ακολούθως τη διαπραγμάτευση του πρώτου προγράμματος, στη συνέχεια του δεύτερου και τέλος του PSI, σημειώνοντας πως «πρώτη φορά μιλώ γι’ αυτά».

Περιγράφοντας την κατάσταση που επικρατούσε στις αρχές του 2010, ανέφερε πως δεν υπήρχε κάποιος ήδη δομημένος μηχανισμός στήριξης, αλλά αντιθέτως μία τάση εντός Ε.Ε. που αντιτίθετο στην παροχή πακέτων χρηματοδότησης προς την Ελλάδα. Η έξοδος στις αγορές ήταν απαγορευτική, ενώ ο μηχανισμός έπρεπε να στηθεί με την Ελλάδα να «έχει απέναντί της όλη την Ευρώπη». Κατά την πρώτη διαπραγμάτευση η ελληνική πλευρά προσπάθησε να στήσει συμμαχίες, κυρίως με τη Γαλλία, καθώς η Γερμανία έθετε προσκόμματα στη διαμόρφωση του μηχανισμού, ενώ όταν πλέον το Βερολίνο ενεργοποιήθηκε ήταν αργά: Οι αγορές είχαν κλείσει, και δεν υπήρχε άλλη διέξοδος από την καταφυγή σε πρόγραμμα.

Για τη στάση του ΔΝΤ, ο κ. Ζανιάς ανέφερε ότι το Ταμείο δεν είχε εμπλακεί ποτέ σε μια χώρα σαν την Ελλάδα που, ως μέλος της Ευρωζώνης, δεν μπορούσε να υποτιμήσει το νόμισμά της. «Δεν υπήρχε μεγάλο περιθώριο για ελιγμούς», ανέφερε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι η ελληνική πλευρά ήταν σε αδύναμη θέση και έπρεπε να πείσει τους δανειστές. Χαρακτήρισε «παγκόσμιο ρεκόρ» το ποσό που έλαβε η Ελλάδα με το πρώτο Μνημόνιο το οποίο ωστόσο δεν «έτρεξε» καλά για διάφορους λόγους, από τη στάση της Ε.Ε. μέχρι τα εσωτερικά προβλήματα στην Ελλάδα. «Το δεύτερο πρόγραμμα ήταν τεράστιο και καλύτερα δομημένο», υποστήριξε, καθώς περιελάμβανε αναδιάρθρωση του χρέους.

«Έχει μεγάλη σημασία να ξέρεις τον αντίπαλό σου»

Ακολούθως τον λόγο πήρε ο νυν υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, Πάνος Τσακλόγλου. Χαρακτήρισε το «κούρεμα» χρέους το 2012 «το μεγαλύτερο στην ιστορία», ενώ ανέφερε ότι μόνο η πρώτη μεταφορά χρημάτων στο πλαίσιο του δευτέρου μνημονίου ήταν μεγαλύτερη από το σύνολο των προγραμμάτων σε άλλες χώρες. «Και δεν μιλάμε για μια μεγάλη χώρα, αλλά για ένα κράτος που έχει πληθυσμό όσο μια μεγάλη πόλη της Κίνας», ανέφερε χαρακτηριστικά. Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του «η χώρα βρισκόταν σε βαθιά κρίση», σημείωσε, προσθέτοντας πως μετά την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει ώσπου το 2014 η χώρα κατάφερε να ξαναβγεί στις αγορές.

Όσον αφορά τη διάρθρωση των προγραμμάτων, ο κ. Τσακλόγλου ανέφερε ότι χρειάζονταν πρώτα μέτρα σταθεροποίησης, και ακολούθως δομικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Παραδέχτηκε ότι τα μέτρα όσον αφορά τις περικοπές και τις αυξήσεις φόρων ήταν «βαριά» και υφεσιακά, εκτιμώντας πως η ύφεση ήταν αναπόφευκτη, όμως θα μπορούσε να μην είναι τόσο μεγάλη.

Αναφερόμενος στη θεματική του Συνεδρίου διερωτήθηκε αν βοηθά σε τέτοιες περιστάσεις να έχει κανείς γνώσεις γύρω από τη μεθοδολογία της διαπραγμάτευσης. Ο ίδιος απάντησε θετικά, τονίζοντας ότι πρέπει να χρησιμοποιείς με έξυπνο τρόπο τα επιχειρήματά σου. «Έχει μεγάλη σημασία να ξέρεις τον αντίπαλό σου», τόνισε, υπογραμμίζοντας ότι ενώ οι περισσότερες θεωρίες στον τομέα των διαπραγματεύσεων εστιάζουν στη λογική της αμοιβαία επωφελούς λύσης, στα Μνημόνια η λογική ήταν η αντίθετη: Υπήρχε μια διαρκής διαπάλη μεταξύ της Τρόικα και της ελληνικής πλευράς.

Ο κ. Τσακλόγλου ανέφερε ως έλλειψη από ελληνικής πλευράς την απουσία ενός πλάνου προς αντιπρόταση στους δανειστές, ενώ σημείωσε πως το γεγονός ότι η Τρόικα αποτελούταν από τρεις διαφορετικούς θεσμούς έδινε ενίοτε τη δυνατότητα στην ελληνική πλευρά να αξιοποιήσει τις μεταξύ τους αντιθέσεις. Τόνισε ότι σε διαπραγματεύσεις που διαρκούν για μεγάλο χρονικό διάστημα η εμπιστοσύνη και η φήμη των προσώπων που συμμετέχουν έχουν βαρύνουσα σημασία, πλέκοντας το εγκώμιο τόσο του προκατόχου του κ. Ζανιά όσο και του κ. Χουλιαράκη, που τον διαδέχτηκε. «Είχαν εξαιρετική φήμη, και αυτό βοήθησε απίστευτα τη χώρα», είπε.

Τέλος, σημείωσε ότι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων σε τεχνικό επίπεδο υπήρχε πάντα το «όπλο» της καταφυγής στην πολιτική διαπραγμάτευση. Ακόμα, διερωτήθηκε πώς πρέπει να αντιδράσει κάποιος διαπραγματευτής όταν ο αντίπαλος καταθέτει πρόταση με την οποίαν και ο ίδιος συμφωνεί, όμως διαφωνεί ο πολιτικός προϊστάμενος. Ξεκαθάρισε ότι σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να ακολουθείς τον πολιτικό προϊστάμενο, ο οποίος παίρνει την πολιτική απόφαση διαθέτοντας δημοκρατική νομιμοποίηση.

«Αν σε μια εξάμηνη διαπραγμάτευση δεν υπάρχει συμφωνία, κάτι πάει λάθος»

Παίρνοντας τον λόγο, ο κ. Γιώργος Χουλιαράκης διαίρεσε τη θητεία του σε δύο περιόδους: Στο πρώτο εξάμηνο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και κατόπιν στο υπόλοιπο διάστημα μέχρι την έξοδο από το τρίτο μνημόνιο, το 2018.

Περιγράφοντας το πλαίσιο που επικρατούσε τον Φλεβάρη του 2015, ανέφερε ότι η χώρα δεν είχε πρόσβαση στις αγορές, δεν υπήρχαν αρκετά χρήματα για να καλυφθούν μισθοί και συντάξεις, ενώ η ανεργία κάλπαζε. Επομένως έπρεπε να επιλυθεί αφενός το πρόβλημα της έλλειψης ρευστότητας, αφετέρου ευρύτερα να υπάρξουν παρεμβάσεις για την κατάσταση στην οποίαν βρισκόταν η οικονομία. Υπενθύμισε ότι το δεύτερο Μνημόνιο έληγε λίγο πριν τις εκλογές του 2015 και η νέα κυβέρνηση έπρεπε να διαπραγματευτεί το τρίτο, ενώ τόνισε ότι αν σε διάστημα μιας εξάμηνης διαπραγμάτευσης δύο πλευρές δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία (όπως συνέβη μεταξύ Ελλάδας και θεσμών το 2015) τότε «κάτι πάει λάθος».

Αποτιμητικά ο κ. Χουλιαράκης παρέθεσε τέσσερα σημεία στα οποία κατά τη γνώμη του η τότε κυβέρνηση θα μπορούσε να λειτουργήσει διαφορετικά αν ήξερε εξαρχής ότι οι διαπραγματεύσεις θα κατέρρεαν τον Ιούνιο.

Πρώτον, τόνισε ότι η προσωπικότητα μετράει και όταν διαπραγματεύεσαι με πιστωτές πρέπει να έχεις ανθρώπους που να εμπνέουν εμπιστοσύνη, σε ένα έμμεσο αρνητικό σχόλιο για τον τότε υπουργό Οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη, τον οποίον πάντως δεν κατονόμασε.

Δεύτερον, υπογράμμισε τη σημασία που έχει η «διαχείριση των προσδοκιών», εκτιμώντας πως η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση είχε αυξήσει πολύ τις προσδοκίες των πολιτών πριν τις εκλογές, δίνοντας την αίσθηση ότι μπορεί να υπάρξει ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης το οποίο δεν θα έχει τους περιορισμούς των προηγούμενων προγραμμάτων. Έκανε λόγο για ένα «πολύ περιοριστικό πλαίσιο», σημειώνοντας πάντως πως το καθεστώς αυξημένων προσδοκιών αποτελεί και ένα σήμα προς την άλλη πλευρά, ότι δεν μπορείς να κάνεις πίσω. Όμως με τόσο υψηλές προσδοκίες κάθε συμβιβασμός φαινόταν ως υποχώρηση, είπε.

Τρίτον, τόνισε ότι η Ελλάδα του 2015 δεν ήταν η Ελλάδα του 2010, δεδομένου ότι πέντε χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο η Ευρώπη είχε δημιουργήσει ένα αξιόπιστο πλαίσιο για να προστατευτεί από ενδεχόμενο Grexit. «Το 2015 δεν έπιανε η απειλή ότι αν δεν μας κάνετε μια καλύτερη προσφορά θα υποφέρετε κι εσείς από τυχόν έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ», είπε. Μάλιστα σημείωσε ότι ενδεχόμενο Grexit όχι απλώς δεν αποτελούσε απειλή, αλλά επιθυμία κύκλων της άλλης πλευράς. Την ίδια στιγμή, ο χρόνος μέτραγε εναντίον της Ελλάδας.

Τέταρτον, κατά την άποψη του κ. Χουλιαράκη το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης δεν είχε τοποθετηθεί σωστά. Όπως εξήγησε, το να ζητά μια νέα κυβέρνηση που ακόμη δεν διαθέτει αξιοπιστία από την άλλη πλευρά να κάνει κάτι πρώτη (να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους) δεν είναι βιώσιμη τακτική. Θα ήταν βιώσιμη μια διαδικασία παράλληλης συζήτησης για ένα πρόγραμμα. Υπεραμύνθηκε της απόφασης για διεξαγωγή δημοψηφίσματος τον Ιούλιο του 2015, ενώ χαρακτήρισε ενδεικτικό στοιχείο της εν τέλει επιτυχούς έκβασης της διαπραγμάτευσης τη συμφωνία για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, που έδωσαν «χώρο» στην οικονομία να αναπτυχθεί.

«Επιλογή μεταξύ του απαίσιου και του καταστροφικού»

Παίρνοντας τελευταίος τον λόγο, ο κ. Γιώργος Παγουλάτος σημείωσε ότι το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης ήταν πολύ σφιχτό, δεδομένης της πολιτικής απόφασης για παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Παρουσιάζοντας το παράδοξο των προγραμμάτων, είπε ότι λαμβάνονταν υφεσιακά μέτρα για την προσαρμογή της οικονομίας, η οποία την ίδια στιγμή έπρεπε να αναπτυχθεί για να αυξηθούν τα κρατικά έσοδα και κατ’ επέκταση να υπάρξει απομείωση του χρέους – και όλο αυτό σε ένα κλίμα κοινωνικής αναταραχής.

Τόνισε ότι η διαπραγμάτευση γινόταν σε δύο επίπεδα, ένα εξωτερικό με τους δανειστές, αλλά και ένα εσωτερικό που αφορούσε στη διαχείριση των αντιδράσεων. «Το να ρυθμίσει αυτές τις δύο παραμέτρους ήταν εξαιρετικά δύσκολο», είπε. Εκτίμησε ότι το καθεστώς αυξημένων προσδοκιών σε κοινωνικό επίπεδο ανετράπη όταν οι τράπεζες στην Ελλάδα έκλεισαν και «πολύς κόσμος κατάλαβε τι σημαίνει στην πράξη μια χρεοκοπία». Τόνισε εμφατικά ότι στις δημοκρατίες το εσωτερικό πολιτικό κλίμα και οι αντιδράσεις μετράνε. Έτσι, από όταν έγινε αντιληπτή ευρέως η έλλειψη εναλλακτικής το κλίμα κατέστη πιο ευνοϊκό για την εφαρμογή του προγράμματος (του τρίτου Μνημονίου).

Ο κ. Παγουλάτος σημείωσε ότι δεν επρόκειτο για μία διαπραγμάτευση που διεξαγόταν με την προοπτική να έχει έκβαση «θετικού αθροίσματος», με κέρδη και απώλειες και από τις δύο πλευρές. Για την Ελλάδα ήταν μια επιλογή μεταξύ του «απαίσιου και του καταστροφικού», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Τόνισε δε τη σημασία της έλλειψης εμπειρίας αρχικά από την ελληνική διαπραγματευτική ομάδα, σε σχέση με τις «στρατιές τεχνοκρατών» του ΔΝΤ.

Για το πρώτο εξάμηνο του 2015, εκτίμησε ότι η ελληνική πλευρά κινήθηκε με μια λογική παιγνίου μηδενικού αθροίσματος, ενώ πλέον δεν υπήρχε μέσο πίεσης. «Δεν είσαι πειστικός αν απειλείς να αυτοκτονήσεις και η άλλη πλευρά είναι έτοιμη να σε αφήσει να το κάνεις», είπε, εκτιμώντας ότι η Ευρωζώνη δεν θα έκανε ποτέ πίσω «σε μια διαπραγμάτευση που έμοιαζε με εκβιασμό», ειδικά εν όψει της αλλαγής του πολιτικού σκηνικού και στην Ισπανία, η οποία θα μπορούσε να ακολουθήσει επίσης μια διεκδικητική οδό.

Ο κ. Παγουλάτος χαρακτήρισε «μεγάλη τύχη» για τη χώρα ότι οι τρεις συνομιλητές του διετέλεσαν επικεφαλής της ομάδας οικονομικών συμβούλων της ελληνικής πλευράς, καθώς αυτό έδωσε μια εικόνα συνέχειας και βοήθησε να οικοδομηθεί ένα πολιτικό κεφάλαιο αξιοπιστίας.

«Το ΔΝΤ δυσφημούσε τη χώρα στις αγορές»

Απαντώντας σε ερώτηση για τα λάθη των δανειστών, ο κ. Ζανιάς ανέφερε ότι το μεγάλο πρόβλημα ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία έκανε «πολύ λίγα, πολύ αργά». Εκτίμησε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μη ληφθούν μέτρα στην Ελλάδα, λόγω του υψηλού δημοσιονομικού ελλείμματος και του έντονα ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου. Όμως την κατάσταση αυτή ενίσχυσαν οι δομικές αδυναμίες της Ευρωζώνης. Υπογράμμισε δε την παράμετρο της έλλειψης συναίνεσης στο εσωτερικό.

Από την πλευρά του, ο κ. Τσακλόγλου τόνισε ότι η αδυναμία της χώρας να προχωρήσει σε εξωτερική υποτίμηση (με υποτίμηση του νομίσματος) οδήγησε σε τόσο βίαιη εσωτερική υποτίμηση (με περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικών δαπανών).

Απαντώντας στην ίδια ερώτηση, ο κ. Χουλιαράκης ανέφερε ότι ο ρόλος του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Σημείωσε ότι έπαιξε αρνητικό ρόλο το 2010, όταν κατά τη διαπραγμάτευση του πρώτου μνημονίου δεν επέμεινε για αναδιάρθρωση του χρέους, όπως πράττει συνήθως, καθώς το 2010 «η αναδιάρθρωση του χρέους ήταν μια επιλογή». Αποκάλυψε δε ότι ακόμη και όταν η Ελλάδα πετύχαινε πρωτογενή πλεονάσματα, μετά τη εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου, το ΔΝΤ δυσφημούσε τη χώρα στις αγορές.

Τέλος, ο κ. Παγουλάτος σημείωσε ότι μπορούσε και έπρεπε να υπάρξει συμφωνία για επέκταση της ωρίμανσης του χρέους πολύ νωρίτερα. Σημείωσε ότι κάτι τέτοιο επιχειρήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση το 2010, αλλά συνάντησε αντιστάσεις. Το 2011 ήταν ήδη αργά, καθώς η ελληνική οικονομία είχε εισέλθει σε σπιράλ ύφεσης. Εκτίμησε πως σήμερα το δημόσιο χρέος αν και υψηλό είναι βιώσιμο, ενώ σημείωσε ότι η κρίση της Ευρωζώνης και η ελληνική περίπτωση προσέφεραν μεγάλη εμπειρία στην ΕΕ για το πού μπορούν να οδηγήσουν τα προγράμματα λιτότητας.

Ανέφερε ότι σήμερα πολλοί από τους συμμετέχοντες τότε στα προγράμματα, από την πλευρά των θεσμών, επισημαίνουν εκ των υστέρων ότι θα έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα σε ορισμένους παράγοντες όπως οι επιπτώσεις της λιτότητας, και η ανάγκη ανάληψης μέρους του χρέους από την Ευρωζώνη. Όπως σημείωσε, η ελληνική κρίση ανέδειξε τις αποτυχίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, αλλά και τις αδυναμίες της ΟΝΕ τη δεκαετία του 2000 να ρυθμίσει τις τεράστιες εσωτερικές ανισότητες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, απαντώντας σε ερώτηση για τον ρόλο της Κίνας στην Ελλάδα, ο κ. Παγουλάτος σημείωσε ότι το Πεκίνο επένδυσε στην Ελλάδα όταν δεν το έπραττε κανείς. Ανέφερε ότι την περίοδο που η COSCO εισήλθε στον Πειραιά η Κίνα δεν αποτελούσε απειλή για την ΕΕ, η οποία άλλαξε στάση προς το Πεκίνο κατά τη διάρκεια της κρίσης. Πλέον, σημείωσε, η Ελλάδα έχει εισαγάγει και τη γεωπολιτική παράμετρο στη σχέση της με την Κίνα.

Το Συνέδριο

Το Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο και Διαγωνισμός Διαπραγματεύσεων «The Negotiation Challenge 2022» διοργανώνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στις 28, 29 και 30 Απριλίου 2022, από το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών στις Διεθνείς Διαπραγματεύσεις, του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η έναρξη του Συνεδρίου πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 28 Απριλίου στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με μια σειρά παρουσιάσεων ακαδημαϊκών εργασιών και συζητήσεων για διαφορετικές πτυχές των διαπραγματεύσεων.

Ο διαγωνισμός Διαπραγματεύσεων «The Negotiation Challenge 2022» περιλαμβάνει τρεις διαδικτυακούς γύρους προκριματικών, οι οποίοι πραγματοποιήθηκαν διαδικτυακά μέσα στον Μάρτιο με τη συμμετοχή 50 ομάδων και 150 φοιτητών από κορυφαία Πανεπιστήμια Οικονομικής Επιστήμης, Νομικής Επιστήμης και Διοίκησης Επιχειρήσεων, από όλο τον κόσμο.

Οι 10 καλύτερες ομάδες που προκρίθηκαν στον τελικό γύρο, διαγωνίστηκαν στην Αθήνα στις 29 και 30 Απριλίου 2022. Ανάμεσά τους, φοιτητές από τα Πανεπιστήμια: UC Berkeley Law, McGill University, American University Washington College of Law, William & Mary Law School, UiT The Arctic University of Norway, University of Twente, HHL – Leipzig Graduate School of Management, Charles University, Nalsar University of Law, και δύο ομάδες από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Academia