Η τελευταία υπερπαραγωγή του Τομ Κρουζ «Top Gun: Maverick» έφτασε στις κινηματογραφικές αίθουσες σε μια άψογη από γεωπολιτικής απόψεως χρονική συγκυρία. Την προηγούμενη Τρίτη ο Τζο Μπάιντεν συναντήθηκε στο Τόκιο με ηγέτες από την Αυστραλία, την Ιαπωνία και την Ινδία, έχοντας νωρίτερα επισκεφθεί τη Νότια Κορέα. Στόχος του προέδρου των ΗΠΑ ήταν να καθησυχάσει τους εταίρους του για την έντονη παρουσία της χώρας του στην περιοχή τους, παρά το ότι η προσοχή της Ουάσιγκτον στρέφεται όλο και περισσότερο προς τον παρατεταμένο, αιματηρό πόλεμο στην Ουκρανία.

Ποια άραγε θα ήταν καλύτερη στιγμή για να γίνει στις κινηματογραφικές αίθουσες σε κάθε γωνιά της γης μια κραυγαλέα επίδειξη της αμερικανικής ήπιας δύναμης, που προσφέρει ένα σαφές όραμα για τη μακροβιότητα και το σφρίγος της στρατιωτικής αρετής των ΗΠΑ;

Το πρώτο «Top Gun», που κυκλοφόρησε το 1986, ήταν μια μεγάλη εμπορική επιτυχία και ταυτόχρονα ένας ύμνος για την αμερικανική ισχύ σε αέρα και θάλασσα την εποχή του Ρέιγκαν. Σε σκηνοθεσία του Τόνι Σκοτ, έγινε η ταινία με τις υψηλότερες εισπράξεις εκείνης της χρονιάς και μια από τις πλέον κερδοφόρες παραγωγές όλων των εποχών. Οι διάσημες ατάκες του — από το «You can be my wingman any time» μέχρι το «Negative, Ghost Rider, the pattern is full» — εδραιώθηκαν στη λαϊκή κουλτούρα των ΗΠΑ και όχι μόνο. Και μετέτρεψαν τον Κρουζ σε έναν από τους πιο εμπορικούς αστέρες του Χόλιγουντ, θέση που έκτοτε έχει διατηρήσει με επιμονή.

Το πρώτο Top Gun είχε προβληθεί επίσης σε μια στιγμή κατά την οποία η παγκόσμια υπεροχή των ΗΠΑ βρισκόταν σε φάση ενίσχυσης, κάτι που έδωσε στην ταινία ιδιαίτερη γεωπολιτική βαρύτητα. Το Top Gun έφτασε στην κορυφή των κινηματογραφικών τσαρτ τη χρονιά που ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ έγινε γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Την ώρα δηλαδή που η ισορροπία μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων άλλαζε αποφασιστικά προς όφελος της Αμερικής. Με τα τραύματα της ήττας στο Βιετνάμ να μην έχουν ακόμη επουλωθεί, τα μέσα της δεκαετίας του 1980 σηματοδότησαν την έναρξη μιας μακράς περιόδου κυριαρχίας των ΗΠΑ. Ο κινηματογραφικός ήρωας που ενσάρκωνε ο Κρουζ συγκέντρωνε και προέβαλλε σθεναρά και πειστικά όλα τα ιδιωματικά χαρακτηριστικά της νέας, μακρόχρονης περιόδου στρατιωτικής ισχύος που εγκαινίαζαν τοτε οι ΗΠΑ.

Η ταινία του 1986 είχε ιδιαίτερη απήχηση και στην Ασία. Από την αρχική σκηνή, όπου εμφανίζεται το αεροπλανοφόρο USS Enterprise να διασχίζει τον Ινδικό Ωκεανό, ως το τέλος της ταινίας, όπου ο ήρωας που ενσαρκώνει ο Κρουζ, o πλοίαρχος Πιτ «Μάβερικ» Μίτσελ, εμπλέκεται σε αερομαχία με ένα MiG-28 που ανήκει σε μια μη κατονομαζόμενη εχθρική δύναμη, αλλά του οποίου η βαφή παρέπεμπε ευθέως στα χρώματα της Βόρειας Κορέας. Τώρα, 36 χρόνια αργότερα, καθώς οι ΗΠΑ προετοιμάζονται για μια νέα εποχή στρατιωτικού ανταγωνισμού με την Κίνα, θα ήταν λογικό να περιμένουμε ότι το σίκουελ του Κρουζ θα ξεχείλιζε από μια ανάλογη σοβινιστική αυτοπεποίθηση. Περιέργως, όμως, αποδεικνύεται ότι το «Top Gun: Maverick» στην πραγματικότητα εντάσσεται σε ένα μάλλον ανήσυχο είδος υπερπαραγωγής, που βρίθει από αμφιβολίες για την ανθεκτικότητα της ισχύος των ΗΠΑ και λειτουργεί με πολλούς τρόπους ως ελεγεία για μια προϊούσα αμερικανική παρακμή.

Η κλονισμένη αυτοπεποίθηση δεν είναι κάτι που περιμένουν οι φίλοι των ταινιών δράσης από τον Τομ Κρουζ. Στο σίκουελ εμφανίζει όντως, επιφανειακά, σε μεγάλο βαθμό την ίδια αλαζονική αρρενωπότητα που είχε στον προηγούμενο ρόλο του. Φορώντας ξανά το διάσημο μπουφάν και τα γυαλιά του αεροπόρου, καβαλώντας και πάλι τη μοτοσικλέτα Kawasaki Ninja, ο Κρουζ καλείται να διδάξει στο «TOPGUN», στο Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Τακτικών Μαχητικών του Αμερικανικού Ναυτικού, όπως είναι η επίσημη ονομασία του. Πρόκειται για μια κορυφαία σχολή πιλότων που λειτουργεί στο Μιραμάρ της Καλιφόρνια.

Παρά τις αναμφισβήτητες ικανότητες του πιλότου που διαθέτει, ο Maverick εξακολουθεί να κατέχει την ίδια θέση στην ιεραρχία, τον ίδιο στρατιωτικό βαθμό, όπως στο πρώτο έργο. Γεγονός στο οποίο επικεντρώνεται από την αρχή της ταινίας ένας οργίλος ανώτερός του, τον οποίο υποδύεται ο Εντ Χάρις. «Δεν μπορείς να πάρεις προαγωγή, δεν θα συνταξιοδοτηθείς ποτέ. Και, παρά τις εμπεριστατωμένες προσπάθειές σου, αρνείσαι να πεθάνεις», παραπονιέται ο Χάρις. «Θα έπρεπε να είσαι τουλάχιστον υποναύαρχος μέχρι τώρα. Ωστόσο, να πού είσαι: πλοίαρχος. Γιατί συμβαίνει αυτό;» Ο Κρουζ χαμογελάει. «Είναι ένα από τα μυστήρια της ζωής, σερ».

Είναι καλύτερο να μην σκέφτεστε πολύ την πλοκή της ταινίας, η οποία περιλαμβάνει την εκπαίδευση, από τον Κρουζ, μιας νέας γενιάς αεροπόρων για να νικήσουν ένα ανώνυμο κράτος-παρία που στρέφεται στα πυρηνικά όπλα. Όπως σημείωσε ο Μάβερικ στην πρώτη ταινία, «δεν έχεις χρόνο να σκεφτείς εκεί ψηλά, αν κάτσεις να σκεφτείς είσαι νεκρός…». Πιο σημαντικές για τους περισσότερους φίλους των ταινιών δράσης είναι οι πτητικές σεκάνς, οι οποίες είναι πράγματι συναρπαστικές. Ο Κρουζ είναι γνωστός στο Χόλιγουντ για τις επιδόσεις του στη ρεαλιστική δράση, αναλαμβάνοντας σκηνές που άλλοι ηθοποιοί θα άφηναν σε κασκαντέρ. Στη σειρά ταινιών Mission: Impossible πηδά από κτίρια και κρεμιέται από αεροπλάνα. Εδώ, σύμφωνα με όλες τις αναφορές, καθοδήγησε τους συμπρωταγωνιστές του σε πολύ απαιτητικές πτήσεις με τζετ που πετούσαν στρατιωτικοί πιλότοι, αφήνοντας τα πρόσωπα των ηθοποιών παραμορφωμένα από τις δυνάμεις g (επιταχύνσεις βαρύτητας). «Δουλεύουμε με το Ναυτικό», είπε ο Κρουζ στο Σαν Ντιέγκο στην πρόσφατη πρεμιέρα της ταινίας στο αεροπλανοφόρο USS Midway. «Όλες οι πτήσεις που βλέπετε σε αυτή την ταινία είναι αληθινές».

Ωστόσο, η πραγματικότητα που βλέπετε στο «Top Gun: Maverick» ξεχωρίζει λιγότερο για τις φαντασιώσεις περί αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος και περισσότερο για τα θέματα του άγχους, που διαπραγματεύεται. Σε κάποια εμπλέκεται και ο ίδιος ο Κρουζ. Στην πρώτη ταινία οι ανάλογες σκηνές ήταν 24. Τώρα είναι 59, αν και πρόκειται για έναν εξαιρετικά καλά διατηρημένο άνδρα, κοντά στην ηλικία συνταξιοδότησης. Οι προσεκτικά τοποθετημένες γωνίες της κάμερας τού επιτρέπουν να τα καταφέρνει σε ένα παιχνίδι αμερικανικού ποδοσφαίρου με άνδρες που έχουν τη μισή του ηλικία – μια θριαμβευτική αναφορά στη διάσημη σκηνή μπιτς βόλεϊ της πρώτης ταινίας που παίζει ο Κρουζ χωρίς φανέλα και τώρα θεωρείται μια από τις κλασικές ομοερωτικές σεκάνς.

Ακόμα κι έτσι όμως, δεν υπάρχει καμία διάθεση για να κρυφτούν τα χρόνια του Κρουζ. Το ίδιο ισχύει και για τον Βαλ Κίλμερ, ο οποίος επαναλαμβάνει τον ρόλο του ως Τομ “Iceman” Καζάνσκι, με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά υποδύεται έναν άρρωστο ναύαρχο στα τελευταία του. Πρόκειται σε γενικές γραμμές για μια «σεμνή» ταινία, αλλά οι περιστασιακές ερωτικές σκηνές έχουν κάτι από διαφήμιση για Viagra. Ο Κρουζ είναι ένα σύμβολο της αμερικανικής αρρενωπότητας. Και η φθίνουσα αρρενωπότητά του θυμίζει αναπόφευκτα μια εποχή που τόσο ο ίδιος όσο και η χώρα του, ήταν πιο νέοι και πιο ζωτικοί. Είναι ξεκάθαρο ότι κάτι έχει χαθεί.

Είδα το Top Gun: Maverick στην πρόσφατη πρεμιέρα του στη Σιγκαπούρη. Καθήμενος σε ένα κατάμεστο κινηματογράφο με πάμπολλους ενθουσιώδεις ένστολους Αμερικανούς στρατιωτικούς, οι οποίοι ζητωκραύγαζαν όταν άρχισαν να πέφτουν οι τίτλοι έναρξης και να ακούγεται το εύκολα αναγνωρίσιμο μουσικό θέμα της πρώτης ταινίας. Μιλώντας λίγο προτού ξεκινήσει η προβολή και φορώντας αεροπορικά γυαλιά ηλίου, τύπου Top Gun, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Σιγκαπούρη, Τζον Κάπλαν, συνέδεσε ευθέως την ταινία με τον ρόλο που παίζουν οι ΗΠΑ και ο στρατός τους στην Ασία ως θεματοφύλακες της «τάξης που βασίζεται σε κανόνες». Πολλές χιλιάδες ναύτες και ιπτάμενοι του Αμερικανικού Ναυτικού εργάζονται σε αυτήν την περιοχή, ανέφερε ο Κάπλαν, για να «διασφαλίσουν την ειρήνη, την ασφάλεια και έναν ελεύθερο και ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό ωκεανό». Ο χαρακτήρας του Κρουζ ήταν πάντα ένα περίεργο «όχημα» για αυτό το είδος της αμερικανικής ισχύος που επιτηρούσε τους κανόνες, κυρίως λόγω της απροθυμίας του να ακολουθήσει εντολές. Ωστόσο, η υπόθεση της πρώτης ταινίας που επικεντρώθηκε στο ότι άνδρες όπως ο Μάβερικ επέτρεψαν στις ΗΠΑ και τον στρατό τους να περιπολούν και να ελέγχουν τον κόσμο, παρέμεινε.

Στο σίκουελ, όλα αυτά φαίνονται λιγότερο βέβαια, τόσο λόγω των ανησυχιών για την φθίνουσα τεχνολογική ικανότητα της Αμερικής όσο και αρχικά λόγω των ηλικιωμένων πιλότων, όπως είναι ο Maverick. Η εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας περιλαμβάνει τον υποναύαρχο Τσέστερ «Hammer» Κάιν, τον οποίο υποδύεται ο Χάρις με «ακατέργαστο» πνεύμα. Ο Κάιν, που ονομάζεται «drone Ranger», θέλει να αντικαταστήσει και τους καλύτερους πιλότους με αυτόνομα καταδιωκτικά, που πετούν χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη. Θέτει το ζήτημα άκομψα στον Μάβερικ: «Το μέλλον έρχεται. Κι εσύ δεν έχεις θέση σ’ αυτό».

Αυτό δεν είναι απολύτως ακριβές, δεδομένου ότι η παραδοσιακή αεροπορική δύναμη θα εξακολουθεί να έχει σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει σε οποιαδήποτε πιθανή σύγκρουση που περιλαμβάνει αμερικανικές δυνάμεις στην Ασία. Μόλις αυτή την εβδομάδα η Κίνα και η Ρωσία πέταξαν κοντά στην Ιαπωνία βομβαρδιστικά με δυνατότητα να μεταφέρουν στρατηγικά πυρηνικά όπλα, προφανώς σε μια επίδειξη ισχύος και ως απάντηση στην άφιξη του Μπάιντεν στο Τόκιο, την οποία το Πεκίνο και η Μόσχα θεώρησαν ως πρόκληση.

Ωστόσο το όραμα ενός μέλλοντος που θα λειτουργεί με drone δεν είναι επιστημονική φαντασία, όπως επιβεβαιώνουν οι επιτυχίες των τουρκικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών Bayraktar TB2 πάνω από την Ουκρανία. Πράγματι, ο χαρακτήρας του Χάρις αντανακλά τις φιλοδοξίες πολλών στο αμυντικό κατεστημένο των ΗΠΑ, οι οποίοι θεωρούν τις επείγουσες επενδύσεις σε στρατιωτικές τεχνολογίες ως την καλύτερη στρατηγική για να διατηρήσουν οι ΗΠΑ τη σημερινή στρατιωτική τους κυριαρχία.

Υπάρχει εδώ και ένα ευρύτερο θέμα. Ο Έλμπριτζ Κόλμπι εργάστηκε στο Πεντάγωνο ως αναπληρωτής βοηθός υπουργός Άμυνας, βοηθώντας στη συγγραφή της σημαντικής Στρατηγικής Εθνικής Άμυνας το 2018, η οποία μετατόπισε την στρατηγική στόχευση των ΗΠΑ από την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας προς μια νέα εποχή ανταγωνισμού μεταξύ υπερδυνάμεων.

«Θα πρέπει να χαιρετίσουμε την επιστροφή του Top Gun, γιατί είναι ένα όραμα αυτού που πραγματικά χρειαζόμαστε για την άμυνα των ΗΠΑ», εξηγεί ο Κόλμπι. «Οι πολεμικές ταινίες της δεκαετίας του 2010 διαδραματίζονταν όλες σε κορυφές λόφων στο Αφγανιστάν ή στους δρόμους της Βαγδάτης. Τώρα έχουμε περάσει σε μια εποχή όπου οι ΗΠΑ πρέπει να επενδύσουν σε νέα τεχνολογία, αλλά και όπου πρέπει επίσης να στείλουμε περισσότερα αεροπλανοφόρα στον Ινδο-Ειρηνικό για να ανασχέσουμε μια ανερχόμενη Κίνα».

Πολλοί ανώτατοι στρατιωτικοί των ΗΠΑ ελπίζουν ότι η χώρα τους μπορεί να επαναλάβει τις επιτυχίες της δεκαετίας του 1980, την οποία ο Κόλμπι περιγράφει ως «την πιο επιτυχημένη δεκαετία στην αμερικανική στρατιωτική ιστορία». Αυτή η δεκαετία περιλάμβανε μεγάλες επενδύσεις για τη βελτίωση της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ και κατέληξε στην κατάρρευση του σοβιετικού αντιπάλου. «Το μήνυμα του Top Gun είναι ότι θέλουμε να είμαστε ισχυροί – όχι για χάρη ημών των ιδίων, αλλά μάλλον για να εξασφαλίσουμε την ειρήνη», λέει. «Ως εκ τούτου χρειαζόμαστε όντως νέα drones, αλλά πρέπει να επενδύσουμε και σε πολλά άλλα πράγματα».

Δεν ειπώθηκε στην ταινία το γεγονός ότι μπορεί κάλλιστα η Κίνα, ο κορυφαίος κατασκευαστής μη επανδρωμένων αεροσκαφών στον κόσμο, να είναι εκείνη που θα επικρατήσει σε κάθε μελλοντικό τεχνολογικό ανταγωνισμό για την αεροπορική ισχύ. Παρόμοια θέματα τεχνολογικού άγχους και επερχόμενης στρατιωτικής παρακμής είναι φανερά σε άλλα σημαία της ταινίας. Εκεί που το αρχικό Top Gun παρουσίαζε τον Κρουζ να πετάει με ένα ηλικιωμένο πλέον F-14 Tomcat, η δεύτερη ταινία περιλαμβάνει κυρίως τα F/A-18 Super Hornet, ένα πιο πρόσφατο μοντέλο τζετ που παρουσιάστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ωστόσο, από την αρχή ο Κρουζ και οι μαθητές του ενημερώνονται ότι ο άγνωστος εχθρός τους είναι πιθανό να έχει αεροσκάφη «πέμπτης γενιάς». Δηλαδή τεχνολογικά προηγμένα μαχητικά που αναπτύχθηκαν μόλις την τελευταία δεκαετία. Αν και στην ταινία δεν εμφανίζονται κινεζικά αεροσκάφη, η Πολεμική Αεροπορία του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού είναι μια από τις λίγες στον κόσμο που διαθέτουν τέτοια αεροπλάνα – πέρα, φυσικά, από τις ίδιες τις ΗΠΑ. Το πιο προηγμένο κινεζικό μοντέλο, το «αόρατο καταδιωκτικό» J-20, γνωστό ως «Ισχυρός Δράκος», συχνά περιπολεί στους αιθέρες πάνω από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, αλλά και πάνω από τα Στενά της Ταϊβάν, ένα κρίσιμο πιθανό σημείο ανάφλεξης κάποιας μελλοντικής σύγκρουσης μεταξύ των υπερδυνάμεων.

Φυσικά, το Top Gun: Maverick δεν τολμά να αντιπαραθέσει τον Κρουζ εναντίον πραγματικών Κινέζων αντιπάλων. Εξάλλου, η ταινία γυρίστηκε με κινεζικά χρήματα. Τη χρηματοδότησε η Tencent Pictures, μια εταιρεία παραγωγής και διανομής κινηματογραφικών ταινιών που ανήκει στον κινεζικό τεχνολογικό γίγαντα που εδρεύει στη Σενζέν. Οι οξυδερκείς παρατηρητές παρατήρησαν γρήγορα ότι ακόμη και στο τρέιλερ της ταινίας ήταν φανερή η φροντίδα να αποφευχθεί κάθε πιθανότητα να αισθανθεί προσβεβλημένο το Πεκίνο. Τα αρχικά κλιπ προέκυψαν το 2019 – η ημερομηνία κυκλοφορίας της ταινίας καθυστέρησε πολύ λόγω της Covid-19 – και έδειχναν τον Κρουζ να φοράει το ίδιο μπουφάν που φορούσε στην πρώτη ταινία. Αυτή τη φορά, ωστόσο, δύο εμβλήματα στο πίσω μέρος του μπουφάν που έδειχναν ιαπωνικές και ταϊβανέζικες σημαίες είχαν αντικατασταθεί με διφορούμενα σύμβολα με περίπου τα ίδια όμως χρώματα. Πρόκειται για μια αλλαγή που θεωρείται ότι έγινε για να αποφευχθεί κάθε πιθανότητα να ενοχληθούν οι άγρυπνοι Κινέζοι λογοκριτές.

Η ταινία «Top Gun: Maverick» δεν είναι η μόνη που αποφεύγει να εμφανίσει σύμβολα ή υλικό που θα μπορούσε να απογοητεύσει είτε την κυβέρνηση της Κίνας είτε το κινηματογραφικό κοινό της. Ανάλογη φροντίδα είχε ληφθεί κατά την πρόσφατη προβολή του Τζέιμς Μποντ «No Time to Die», όπως άλλωστε και σε όλες τις ταινίες δράσης στις οποίες ένας Κινέζος «κακός» θα προσέθετε ένα σύγχρονο γεωπολιτικό ρεαλισμό στην υπόθεση, όμως τελικά αποφεύγεται να χρησιμοποιηθεί. Τα στελέχη του Χόλιγουντ αρνούνται εδώ και καιρό να παρουσιάζουν τους Κινέζους ως εχθρούς για να μη διακινδυνεύσουν να χάσουν την τεράστια κινηματογραφική αγορά της Κίνας. Πράγματι, πρέπει να πάτε περισσότερο από δύο δεκαετίες πίσω, στο Spy Game του 2001 (σε σκηνοθεσία του Τόνι Σκοτ), για να βρείτε μια μεγάλης κυκλοφορίας ταινία του Χόλιγουντ που τολμά να υπονοήσει ότι ακόμη και η κυβέρνηση της Κίνας συνιστά έναν «αντίπαλο». Με καλη διάθεση θα ερμήνευε κανείς την απόφαση αυτή ως πρόθεση των ΗΠΑ να μη ρίξουν λάδι στη φωτιά μιας μελλοντικής σύγκρουσης. Το αποτέλεσμα είναι να δείχνει και το «Top Gun: Maverick» ρεαλιστικές σκηνές δράσης σε ένα πλαίσιο εντελώς ψεύτικων διεθνών σχέσεων. Αλλά μια ταινία που φοβάται τόσο πολύ ακόμη και να κατονομάσει τον πιο πιθανό εχθρό της, φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν διαθέτει αυτήν ακριβώς την αυτοπεποίθηση που θέλει να ενσαρκώσει ο Τομ Κρουζ.

Το «Top Gun: Maverick» δεν είναι η μοναδική ταινία που φοβάται μια τεχνολογική έκλειψη των ΗΠΑ ενόψει της ραγδαίας κινεζικής προόδου. Παρόμοια θέματα ήταν εμφανή στο «2034», ένα μυθιστόρημα που εξέδωσαν πρόσφατα ο βετεράνος στρατιωτικός Έλιοτ Άκερμαν και ο Τζέιμς Σταυρίδης, ένας απόστρατος ναύαρχος των ΗΠΑ. Χωρίς την αυτολογοκρισία του Χόλιγουντ, οι συγγραφείς ήταν τουλάχιστον σε θέση να φανταστούν τι θα μπορούσε να συμβεί κατά τη διάρκεια μιας πιθανολογούμενης μελλοντικής σύγκρουσης Κίνας-ΗΠΑ με αφορμή την Ταϊβάν. Από νωρίς οραματίζονται ένα προηγμένο αμερικανικό αεροσκάφος «πέμπτης γενιάς» F-35 που θα χακαριστεί και θα καταληφθεί από κυβερνοεισβολείς, ενώ οι επίλεκτοι Κινέζοι χάκερ καταφέρνουν εν τέλει να παραλύσουν ολόκληρη την αμερικανική κυβέρνηση. Σε όλο το βιβλίο η υπερβολική εξάρτηση των ΗΠΑ από την τεχνολογία αποκαλύπτεται ως αδυναμία που μπορούν να εκμεταλλευτούν οι ακόμη πιο προηγμένοι τεχνολογικά ανταγωνιστές τους.

Η θεματολογία αυτή κάνει το «Top Gun: Maverick» να μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με άσκηση νοσταλγίας, όπου οι παλιομοδίτικοι πιλότοι που πετούν με παραδοσιακά αεροπλάνα καλούνται να αποδεικνύουν την αξία τους ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, ενάντια σε κάθε λογική. Τέτοια νοσταλγία είναι κάτι που το κοινό πιθανότατα θα καλωσορίσει, κυρίως επειδή οι περισσότεροι από αυτούς που ένιωσαν όμορφα με την πρώτη ταινία στην εφηβεία τους είναι τώρα, όπως ο Κρουζ, τουλάχιστον πενηντάρηδες. Ωστόσο, από στρατιωτικής απόψεως ένα τέτοιο όραμα είναι όλο και περισσότερο αναχρονιστικό. Αερομαχίες μεταξύ μαχητικών δεν συμβαίνουν σχεδόν ποτέ στη σύγχρονη εποχή. Οι περισσότεροι στρατιωτικοί αναλυτές που μελετούν τις πιθανές μελλοντικές συγκρούσεις στην Ασία έχουν καταλήξει σε μοντέλα μαχών που βρίθουν νέων τεχνολογιών. Το μέλλον όντως έρχεται. Και οι γεμάτοι αυτοπεποίθηση αεροπόροι του Ναυτικού, που είναι ικανοί να προσγειώσουν υπερηχητικά τζετ σε αεροπλανοφόρα, θα διαδραματίσουν ένα ρόλο πολύ λιγότερο σημαντικό από όσο στο παρελθόν.

Η ταινία παραπέμπει επίσης σε μια πιο «απλή» γεωπολιτική εποχή, όταν οι ΗΠΑ ήταν κυρίαρχη δύναμη δίχως αντίπαλο δέος. Σήμερα, αντί για μια παρακμάζουσα Σοβιετική Ένωση, η κυβέρνηση της Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει δύο αποφασιστικούς αντιπάλους: την Κίνα και τη Ρωσία. Όπως έχει επισημάνει από το 2018 η Στρατηγική Εθνικής Άμυνας του Πενταγώνου, «η κεντρική πρόκληση για την ευημερία και την ασφάλεια των ΗΠΑ είναι η επανεμφάνιση ενός μακροπρόθεσμου στρατηγικού ανταγωνισμού από αναθεωρητικές δυνάμεις».

Αντιμετωπίζοντας μια τέτοια πρόκληση, οι ΗΠΑ μετατρέπονται συν τω χρόνω σε μια όλο και πιο αγχώδη υπερδύναμη. Μια υπερδύναμη που ανησυχεί για τη διαφαινόμενη φθίνουσα ισχύ της. Είτε εστιάσει κανείς στο γερασμένο «παλαιάς κοπής αρσενικό» πρωταγωνιστή είτε στη παλιομοδίτικη επανεμφάνισή του, το «Top Gun: Maverick» δίνει μια παράξενα επακριβή αίσθηση αυτής της ευαλωτότητας των ΗΠΑ. Ο Κρουζ παραμένει μια γοητευτική και αξιοπρόσεκτη φιγούρα. Και κάποιος που πασχίζει για να δείξει ότι τόσο αυτός όσο και η χώρα του παραμένουν η δύναμη που ήταν στην ακμή τους. Όμως λίγοι θεατές – είτε στο Πεκίνο είτε στην Ουάσιγκτον – είναι πιθανό να πειστούν για κάτι τέτοιο.

*Ο Τζέιμς Κράμπτρι είναι ο εδρεύων στη Σιγκαπούρη εκτελεστικός διευθυντής του ασιατικού παραρτήματος του βρετανικού Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (International Institute for Strategic Studies – Asia)