Η πολιτική οικονομία του μεγαλύτερου ευρωπαϊκού πολέμου μετά το 1945 μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας αναφέρεται στην πολιτική, γεωστρατηγική και οικονομική σφαίρα.

Στην πολιτική σφαίρα υπάρχουν τα ζητήματα της ευρωπαϊκής ασφάλειας και το κύμα του εθνικισμού και του λαϊκισμού που έχουν προκαλέσει οι απειλές της ασφάλειας και η χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών. Οι δύο αυτοί όμως χώροι επηρεάζουν την οικονομική και γεωστρατηγική διάσταση αφού στρατιωτικοποιούν σημαντικούς δημόσιους πόρους και πολιτικά ενισχύουν δυνάμεις που επικαλούνται έναν μεγαλύτερο ρόλο του κράτους. Παράλληλα όμως ενισχύεται η ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία, έστω ατελώς (πολιτική προμηθειών πετρελαίου), συγκλίνοντας για πρώτη φορά τις επιδιώξεις του Βορρά και του Νότου.

Στον γεωστρατηγικό τομέα έχουμε επιστροφή στην έννοια της εδαφικής κατάκτησης που υπήρχε στους προηγούμενους αιώνες. Eίναι μία διαδικασία που έχει καταστροφικές επιπτώσεις και βεβαίως μειώνει τις οικονομικές συναλλαγές, αυξάνει τα τείχη του προστατευτισμού και μειώνει την ανάπτυξη. Αφορά τις συνορεύουσες με την κρίση χώρες αλλά και χώρες που έχουν ιστορικό κρίσεων όπως η Ελλάδα με την Τουρκία. Από τη μία μεριά έδειξε ότι ο πόλεμος είναι μία προοπτική που δεν πρέπει πλέον να αποκλείεται αλλά από την άλλη η διεθνής κινητοποίηση αποθαρρύνει επίδοξους αναθεωρητικούς πολεμοχαρείς ηγέτες.

Ομως κτυπάνε εντονότερα τα καμπανάκια της εθνικής αμυντικής και οικονομικής επιβίωσης. Εάν δεν διαθέτουμε μία οικονομία ισχυρή και ισχυρή εθνική δύναμη, δεν θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Ευτυχώς κανείς στην περιοχή μας δεν έχει το μοναδικό προνόμιο ενός αυτοχρηματοδοτούμενου πολέμου που έχει η Ρωσία με τον λογαριασμό να αποστέλλεται κατευθείαν στις τσέπες των αμυνόμενων.

Στον οικονομικό τομέα προβλέπεται μείωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών όχι μόνο στην Ουκρανία (-45% ύφεση) και τη Ρωσία (-12% ύφεση) αλλά και μείωση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωπαϊκή Ενωση (μείον 1% με 1,5%) του αναμενόμενου ΑΕΠ σε σύγκριση με την προ του πολέμου πρόβλεψη. Η μείωση αυτή προέρχεται από την αύξηση της αβεβαιότητας άρα τη μείωση της καταναλωτικής ζήτησης και των επενδύσεων στα πλαίσια του στασιμοπληθωρισμού.

Εξάλλου ο ουκρανικός πόλεμος δημιούργησε μονιμότερες πιέσεις στον πληθωρισμό λόγω της ενέργειας, ενώ ο οικονομικός πόλεμος Δύσης και Ρωσίας (κυρώσεις και διακοπές αερίου) θα έχει ευρύτερες και μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις στις δυνατότητες ανάπτυξης της Ρωσίας.

Στο ΑΕΠ η Ελλάδα εκτιμάται ότι θα χάσει το 2022 περίπου 4 δισ. ευρώ από το ακαθάριστο προϊόν που θα παρήγε εάν δεν είχε συμβεί ο πόλεμος, με τον μέσο πληθωρισμό να κυμαίνεται πλέον στο 6,5%, δηλαδή 4,5% μονάδες παραπάνω από ό,τι αναμέναμε πριν από τον πόλεμο. Αυτό θα έχει επίπτωση στο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα το οποίο αναμενόταν να αυξηθεί κατά 3,3% αλλά τώρα αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,5%. Συγχρόνως η πτωτική πορεία της ανεργίας θα ανακοπεί με το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης να αυξάνεται κατά 10 δισ. ευρώ τουλάχιστον, δηλαδή περίπου 2,5 δισ. επιπλέον από ό,τι υπολογιζόταν πριν από τον πόλεμο. Ισως η μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση αφορά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που το 2022 θα επιδεινωθεί στο -7% του ΑΕΠ ενώ πριν από τον πόλεμο υπολογιζόταν στο -2,44%!

Οταν όμως οι επιπτώσεις αυτές έρχονται έπειτα από δύο απανωτές κρίσεις (2008 και 2020), τότε το κοινωνικό βάρος μεγεθύνεται.

Ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι ομότιμος καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts