Στην «απερίσκεπτη» όπως τη χαρακτηρίζει επίσκεψη της προέδρου της αμερικανικής Βουλής, Νάνσι Πελοζι στην Ταϊβάν αναφέρεται ο Guardian καθώς το ρήγμα ΗΠΑ – Κίνας βαθαίνει.

Σημειώνει δε ότι η Πελόζι βάθυνε το ρήγμα μεταξύ των δύο πιο ισχυρών χωρών του κόσμο, βλάπτοντας – ενδεχομένως – και τον ίδιο το σκοπό που ήθελε να προωθήσει.

Το δημοσίευμα του Guardian υπενθυμίζει ότι την Πέμπτη η Κίνα εκτόξευσε πολλούς πυραύλους γύρω από τα νερά της Ταϊβάν ξεκινώντας μια σειρά μεγάλων στρατιωτικών ασκήσεων περικυκλώνοντας το νησί. Επισημαίνει δε ότι ο Λευκός Οίκος κάλεσε τον πρεσβευτή της Κίνας, Κιν Γκανγκ, για να διαμαρτυρηθεί.

Διαβάστε επισης: Το ταξίδι της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν τονίζει την ασυνάρτητη στρατηγική της Αμερικής

Την Παρασκευή, η Κίνα δήλωσε ότι τερματίζει τη συνεργασία με τις ΗΠΑ σε βασικά ζητήματα, όπως η κλιματική κρίση, οι προσπάθειες κατά των ναρκωτικών και οι στρατιωτικές συνομιλίες.

Μία επικίνδυνη στιγμή

Ήταν μια ακόμη επικίνδυνη στιγμή σε ένα κόσμο που ήδη προσπαθεί να ανασυνταχθεί από την πανδημία του κοροναϊού, τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία και την επισιτιστική κρίση σχολιάζει ο Guardian.

Και θέτει το ερώτημα «γιατί λοιπόν πήγε η Πελόζι»; Η πρόεδρος είναι ένθερμος υπερασπιστής της Ταϊβάν και επικριτής των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, επεσήμανε τον παγκόσμιο αγώνα ανάμεσα στην απολυταρχία και τη δημοκρατία, ένα αγαπημένο θέμα του Τζο Μπάιντεν, και είπε στους δημοσιογράφους στην Ταϊπέι: «Δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω από αυτό».

Κατά τον Guardian συναντήσεις της που καλύφθηκαν τηλεοπτικά στην Ταϊβάν και σίγουρα καταγράφηκαν στο Πεκίνο για κάποιους ενείχαν στοιχεία ματαιοδοξίας.

Απερίσκεπτη, ανεύθυνη και επικίνδυνη επίσκεψη

Λίγο πριν από το ταξίδι, ο Τόμας Φρίντμαν, συγγραφέας και αρθρογράφος των New York Times, χαρακτήρισε την περιπέτεια της Πελόζι ως «εντελώς απερίσκεπτη, επικίνδυνη και ανεύθυνη», υποστηρίζοντας ότι η Ταϊβάν δεν θα είναι πιο ασφαλής ή ευημερούσα λόγω μιας «καθαρά συμβολικής» επίσκεψης.

Ο Φρίντμαν προειδοποιούσε, όπως υπενθυμίζει ο Guardian ότι οι συνέπειες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν «την βύθιση των ΗΠΑ σε έμμεσες συγκρούσεις με μια πυρηνικά οπλισμένη Ρωσία και μια πυρηνικά οπλισμένη Κίνα ταυτόχρονα», χωρίς την υποστήριξη των Ευρωπαίων συμμάχων απέναντι στην τελευταία.

Το ταξίδι δεν ήταν καλή ιδέα

Όπως σημειώνει το δημοσίευμα του Guardian ο ίδιος ο Μπάιντεν είχε παραδεχτεί δημοσίως ότι ο αμερικανικός στρατός θεώρησε ότι το ταξίδι «δεν ήταν καλή ιδέα αυτή τη στιγμή», κυρίως επειδή ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ ετοιμάζεται να εξασφαλίσει μια τρίτη θητεία στο εθνικό συνέδριο του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος μέσα στο χρόνο.

Σε μια κλήση τον περασμένο μήνα, ο Λευκός Οίκος ανέφερε ότι ο Μπάιντεν προσπάθησε να υπενθυμίσει στον Σι Τζίνπινγκ τη διάκριση των εξουσιών στις ΗΠΑ: ότι δεν μπορούσε και δεν θα εμποδίσει την πρόεδρο και άλλα μέλη του Κογκρέσου να ταξιδέψουν όπου ήθελαν.

Αλλά ο Μπάιντεν και η Πελόζι είναι στενοί σύμμαχοι από το ίδιο πολιτικό κόμμα, ένα διαφορετικό σενάριο από το 1997 όταν ο Δημοκρατικός Μπιλ Κλίντον ήταν πρόεδρος και ο Ρεπουμπλικανός Νιουτ Γκίνγκκριτς πήγε στην Ταϊβάν. Η Πελόζι, επισημαίνει το δημοσίευμα πέταξε στο νησί με στρατιωτικό αεροσκάφος των ΗΠΑ με όλο το κυβερνητικό βάρος που συνεπάγεται αυτό.

Ήταν ίσως ενδεικτικό ότι ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί παρέμειναν ως επί το πλείστον σιωπηλοί, ενώ οι πιο δυνατές χειροκροτητές της προέδρου ήταν οι δεξιοί Ρεπουμπλικάνοι και γεράκια της Κίνας, συμπεριλαμβανομένου του Γκίνγκριτς.

Αναπόφευκτη κάποια μέρα η σύγκρουση υπερδυνάμεων

Ορισμένοι σχολιαστές πιστεύουν ότι μια σύγκρουση υπερδυνάμεων μεταξύ Αμερικής και Κίνας για την Ταϊβάν ή άλλο θέμα θα είναι μια μέρα αναπόφευκτη, επισημαίνει το δημοσίευμα.

Για μήνες ο πρόεδρος σπέρνει αμφιβολίες για τη δέσμευση της Αμερικής στην πολιτική «Μία Κίνα», σύμφωνα με την οποία οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν επίσημους δεσμούς με την Κίνα και όχι με την Ταϊβάν. Τον Μάιο, όταν ρωτήθηκε εάν οι ΗΠΑ θα εμπλακούν στρατιωτικά για να υπερασπιστούν την Ταϊβάν, απάντησε σθεναρά : «Ναι. Αυτή είναι η δέσμευση που αναλάβαμε», σημειώνει ο Guardian.

Η Αμερική δεν έχει υποσχεθεί στρατιωτική παρέμβαση στην Ταϊβάν

Αν και η Αμερική υποχρεούται με νόμο να παρέχει στην Ταϊβάν τα μέσα για να υπερασπιστεί τον εαυτό της, ποτέ δεν υποσχέθηκε άμεσα να παρέμβει στρατιωτικά σε μια σύγκρουση με την Κίνα. Αυτή η λεπτή ισορροπία βοήθησε στο να αποτρέψει την Ταϊβάν από την ανακήρυξη πλήρους ανεξαρτησίας και την Κίνα από το να εισβάλει. Αλλά ορισμένοι ανησυχούν ότι ο Μπάιντεν αντικαθιστά αυτή τη μακροχρόνια θέση της «στρατηγικής ασάφειας» με «στρατηγική σύγχυση», τονίζει ο Guardian.

Αναλυτές όπως επισημαίνεται – μεταξύ άλλων – στο δημοσίευμα, από τη στιγμή που βγήκε η είδηση ​​για το σχέδιο της Πελόζι να επισκεφθεί την Ταϊβάν, συμφώνησαν ότι, θα ήταν αδύνατο να υποχωρήσει χωρίς να δώσει στο Πεκίνο μια νίκη σε επίπεδο προπαγάνδας.

Ο Λάρι Ντάιαμοντ, ανώτερος συνεργάτης στο thinktank του Hoover Institution στο Palo Alto της Καλιφόρνια, έγραψε σε ένα email: «Η Pelosi ήθελε να μεταφέρει τη δέσμευσή μας και την αποφασιστικότητά μας. Τη σέβομαι γι’ αυτό.

Ωστόσο, εξακολουθώ να πιστεύω ότι το ταξίδι ήταν λάθος. Προκάλεσε μια σοβαρή κλιμάκωση του στρατιωτικού εκφοβισμού του Πεκίνου χωρίς να κάνει πραγματικά τίποτα ώστε η Ταϊβάν να είναι καταστεί πιο ασφαλής», σημειώνει όπως αναφέρει ο Guardian.

Η Ταϊβάν χρειάζεται στρατιωτική βοήθεια.

«Αυτό που πραγματικά χρειάζεται η Ταϊβάν τώρα είναι περισσότερη στρατιωτική βοήθεια», σημειώνει ο ίδιος και προσθέτει παραφράζοντας τον Ζελένσκι ότι «δεν χρειάζονται περισσότερες επισκέψεις, χρειάζονται όπλα. Και πρέπει να κάνουν πολύ περισσότερα οι ίδιοι για να προετοιμαστούν για μια πιθανή επίθεση».

Πηγή: In.gr

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επικαιρότητα
Ανδρουλάκης: Το ΠΑΣΟΚ ήρθε για να γίνει κυβέρνηση
Επικαιρότητα |

«Πρέπει να συζητάμε με την Τουρκία, αλλά χωρίς αυταπάτες» , λέει ο Νίκος Ανδρουλάκης.

Ο Νικος Ανδρουλάκης άσκησε κριτική στη Νέα Δημοκρατία λέγοντας ότι «καλλιέργησε υψηλές προσδοκίες», ενώ το περιβάλλον για ελληνοτουρκικό διάλογο δεν ήταν ευνοϊκό