Η ανάπτυξη του καθεστώτος της παγκοσμιοποίησης, κατά βάση νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών, και η κυριαρχία στις διεθνείς αγορές της ανταγωνιστικότητας, οδήγησε την Ευρώπη και τα κράτη-μέλη σε επιλογές «ενός ανεξέλεγκτου και αποκλειστικού προσανατολισμού προμηθειών σε “αναδυόμενες” οικονομίες», διαμέσου του μοντέλου της άνισης ανταλλαγής πρώτων υλών, εμπορευμάτων, υπηρεσιών, εργασίας, τεχνολογίας, κ.λπ.

Το επιχείρημα αυτών των επιλογών ήταν ότι η εισαγωγή προϊόντων που παράγονται με χαμηλό κόστος καθιστά δυνατή την διατήρηση των τιμών σε χαμηλά επίπεδα στις χώρες εισαγωγής, με αποτέλεσμα την επίτευξη υψηλού επιπέδου αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών (Chr. Chavagneux, Alternatives Economiques, No 421, 28/2/2022).

Διαβάστε επίσης: Φυσικό αέριο: Πάνω από 90% η πληρότητα στις αποθήκες της Ευρώπης

Όμως, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, κατά την διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη, προκλήθηκαν, μεταξύ των άλλων, υψηλότερα μερίδια κέρδους στο ΑΕΠ, χαμηλό επίπεδο  πληθωρισμού και επιτοκίων, υψηλό χρέος και αύξηση των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Οι συνθήκες αυτές μονομερούς εξάρτησης που επικράτησαν στην Ευρώπη, συνοδεύτηκαν και από την προσήλωση των δημόσιων πολιτικών στην ιδιωτικοποίηση των αγορών ενέργειας, βυθίζοντας, παράλληλα, το ευρωπαϊκό κοινωνικο-οικονομικό γίγνεσθαι στο τέλμα της δημοσιονομικής διαχείρισης και πειθαρχίας και αποστερώντας την ευρωπαϊκή προοπτική από την δυναμική ενός εναλλακτικού μοντέλου πολυμερούς ενεργειακής και επισιτιστικής ασφάλειας, αποθήκευσης και  αυτονομίας.

Η σημασία αυτού του σοβαρού στρατηγικού ευρωπαϊκού ελλείμματος για τον ευρωπαϊκό οικονομικό σχηματισμό και την οικονομία και κοινωνία των κρατών-μελών, ανέδειξε πολλαπλές συνέπειες και αβεβαιότητα, αμέσως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Βέβαια, οι επιπτώσεις αυτές δεν προκαλούνται από την υπάρχουσα παγκόσμια σύνδεση των δύο συγκεκριμένων χωρών, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από έκθεση του ΟΟΣΑ «η Ρωσία και η Ουκρανία αντιπροσωπεύουν μόλις το 2% της παγκόσμιας παραγωγής και 2% του παγκόσμιου εμπορίου. Παράλληλα, οι ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ρωσία και των Ρώσων στο εξωτερικό είναι μόλις 1%-1,5% του συνόλου. To ίδιο ο ρόλος των δύο χωρών στην παγκόσμια χρηματοοικονομική λειτουργία είναι επίσης περιορισμένος» (M.Wolf, 24/3/2022).

Κατά συνέπεια, οι  διεθνείς, ευρωπαϊκές και εθνικές οικονομικές συνέπειες που παρατηρούνται στο σύντομο χρονικό  διάστημα του πρώτου μήνα μετά την εισβολή, οφείλονται, κατά βάση, στο γεγονός ότι οι δύο χώρες αποτελούν τους παγκόσμιους προμηθευτές συγκεκριμένων βασικών προϊόντων και πρώτων υλών, όπως είναι τα  ενεργειακά, τα επισιτιστικά προϊόντα και τα μέταλλα.

Έτσι, το 40% των ευρωπαϊκών εισαγωγών φυσικού αερίου (155 δισ. κυβικά μέτρα τον χρόνο)  προέρχεται από την Ρωσία, με σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των χωρών (Γερμανία κατά 2/3 των προμηθειών της, Βαλτική σχεδόν κατά 100%, Ιταλία 40%, Ελλάδα 40%, Γαλλία 17%), το 48% των ευρωπαϊκών εισαγωγών πετρελαίου  να προέρχεται από την Ρωσία (Ελλάδα 26%, Κίνα 31%) και το 50% των ευρωπαϊκών εισαγωγών άνθρακα να προέρχεται από την Ρωσία (Chr.Chavagneux, Alternatives Economiques, 28/2/2022 και Anne Bringault, Alternatives Economiques, 9/3/2022).

Παράλληλα, οι δύο χώρες (Ρωσία και Ουκρανία) αντιπροσωπεύουν το 30% των παγκόσμιων εξαγωγών σιτηρών, το 69% των παγκόσμιων εξαγωγών ηλιελαίου, το 40% των ευρωπαϊκών εισαγωγών σιτηρών και το 74% των ελληνικών εισαγωγών σιτηρών. Η Ουκρανία αντιπροσωπεύει το 18% των παγκόσμιων εξαγωγών καλαμποκιού (Eva Mousan, Alternatives Economiques, 7/3/2022). Tα δεδομένα αυτά αποδεικνύουν με τον πιο εύληπτο τρόπο γιατί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα σημειώθηκαν οι σημαντικές αναταράξεις στις ενεργειακές και γεωργικές αγορές και οι εκρηκτικές αυξήσεις στις τιμές των ενεργειακών και επισιτιστικών προϊόντων. Όμως, η διάρκεια του κινδύνου δεν αφορά μόνο την εκρηκτική αύξηση τιμών.

Αφορά εξίσου σοβαρά και την ασφάλεια των προμηθειών της Ευρώπης και των κρατών-μελών, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον Γερμανό καγκελάριο Οlaf Scholz, εάν δεν συνεχισθεί απρόσκοπτα από την Ρωσία, τουλάχιστον μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας,  o ενεργειακός εφοδιασμός της Ευρώπης και των κρατών-μελών, τότε θα υπάρξει σοβαρό πρόβλημα  στην παραγωγή θερμότητας, ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και  στην βιομηχανική παραγωγή και την οικονομική δραστηριότητα.

Στις συνθήκες αυτές, το  Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής  (24-25/3/2022) στις Βρυξέλλες αποφάσισε, στην κατεύθυνση της σταδιακής απεξάρτησης και αυτονομίας της Ευρωπαϊκής  Ένωσης από την προμήθεια ενεργειακών προϊόντων από την Ρωσία, την σύναψη συμφωνίας με τις ΗΠΑ για την προμήθεια κατά το 2022 υγροποιημένου φυσικού αερίου 36 δισ. κυβικών μέτρων και 50 δισ. κυβικών μέτρων  ετησίως(1/3 των εισαγωγών φυσικού αερίου της Ε.Ε.-27 από την Ρωσία) από το 2023 μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας. Παράλληλα, αποφάσισε την κοινή ευρωπαϊκή προμήθεια και αποθήκευση ενεργειακών προϊόντων και από άλλες χώρες (π.χ. Αλγερία, Κατάρ) στο πρότυπο της προμήθειας των εμβολίων της Covid-19 καθώς και την αύξηση της φορολογίας των κερδών των εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Παράλληλα, υπήρξε σοβαρή διαφωνία των κρατών-μελών του βορρά στην πρόταση των μεσογειακών κρατών-μελών αναφορικά με την επιβολή πλαφόν στην χονδρεμπορική τιμή  πετρελαίου και φυσικού αερίου και κατά την ευρωπαϊκή πρακτική, παρά τις σοβαρές επιπτώσεις των ανατιμήσεων στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, θα επαναξετασθεί κατά το επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής.

Όμως, ακόμη και στην περίπτωση της  πολυμερούς,  απρόσκοπτης και ευρωπαϊκής  προμήθειας  και αποθήκευσης των ενεργειακών προϊόντων, η παρατηρούμενη αύξηση των τιμών των ενεργειακών και επισιτιστικών προϊόντων και η σταθεροποίηση τους, βραχυ-μεσοπόθεσμα, σε υψηλά επίπεδα, θα οδηγήσει σε ασθενή ανάπτυξη, σε απώλεια θέσεων εργασίας  και σε υψηλότερες τιμές, ωθώντας έτσι την ευρωπαϊκή οικονομία προς το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού (Chr.Chavagneux,28/2/2022), με ό, τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την καθίζηση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, την σοβαρή επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου και την αρνητική επίπτωση στην βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.

Παράλληλα, το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα (WFP) εξέφρασε πρόσφατα τους φόβους του για τον «επικείμενο» λιμό, λόγω της διακοπής της παραγωγής και των εξαγωγών στην Αφρική ρωσικών και ουκρανικών δημητριακών. Κι’ αυτό γιατί οι αφρικανικές χώρες, ως εισαγωγείς  ρωσικού και ουκρανικού σιταριού, διαθέτουν αποθέματα για έξι μήνες, ενώ οι  υπάρχουσες εναλλακτικές λύσεις είναι περιορισμένες και απαιτούν, ταυτόχρονα, αρκετό χρόνο (P. Jacquemot, Alternatives Economiques, 18/3/2022). Πιο συγκεκριμένα, οι αφρικανικές χώρες παράγουν 23 εκατομμύρια τόνους σιταριού και εισάγουν 40 εκατομμύρια τόνους τον χρόνο. Το 2020 εισήγαγαν γεωργικά προϊόντα από την Ρωσία αξίας 4 δις δολαρίων. Απ’ αυτά τα προϊόντα το 90% ήταν σιτάρι και το 6% ήταν ηλιέλαιο.

Από την άλλη πλευρά η Ουκρανία εξήγαγε στην αφρικανική ήπειρο αγροτικά προϊόντα αξίας 3 δισ. δολαρίων  (σιτάρι 48%, καλαμπόκι 31% και το υπόλοιπο 21% ήταν ηλιέλαιο, κριθάρι και σόγια).

Με βάση  τα δεδομένα αυτά, εκτιμάται (P.Jacquemot, 18/3/2022) ότι η διακοπή της παραγωγής και η αναστολή πωλήσεων δημητριακών, λόγω της ρωσικής εισβολής, από την Ουκρανία προς την αφρικανική ήπειρο, θα προκαλέσουν, μετά από έξι μήνες που θα εξαντληθούν τα αποθέματα (π.χ. η Αίγυπτος εισάγει 13 εκατομ. τόνους σιταριού ετησίως από τους οποίους το 85% του σιταριού από την Ουκρανία, η Αλγερία εισάγει 7-11 εκατομ. τόνους ετησίως από τους οποίους την πλειοψηφία από Ρωσία και Ουκρανία, η Νιγηρία  εισάγει ετησίως 5,5 εκατομ. τόνους σιταριού, το Μαρόκο εισάγει ετησίως 4,5 εκατομ. τόνους σιταριού, κ.λ.π.) σοβαρές συνθήκες έκτακτης ανάγκης για τρόφιμα σε 38 εκατομμύρια αφρικανούς πολίτες.

Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων από 100%-200% μέσα σ΄ ένα χρόνο και η έκρηξη του πληθωρισμού στο επίπεδο του 250%, προκάλεσαν τις πρόσφατες μαζικές διαδηλώσεις  σε πόλεις σε όλο το Σουδάν, σε βαθμό που, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα (WFP), 20 εκατομμύρια άνθρωποι στην συγκεκριμένη χώρα να βρεθούν σε επίπεδα « έκτακτης ανάγκης» ή «κρίσης» ή «οξεία επισιτιστική ανασφάλεια», δηλαδή διπλάσιοι από τον αντίστοιχο αριθμό του 2021 (J.Sjhaoul, wsws.org, 23/3/2022).

Στις συνθήκες αυτές, είναι χαρακτηριστική, κατά την Σύνοδο Κορυφής των Βερσαλλιών στις 11/2/2022, η αναφορά του Γάλλου προέδρου E.Macron ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει «να επαναπροσδιορίσει μία επισιτιστική στρατηγική στην Αφρική, χωρίς την οποία πολλές χώρες θα πληγούν από λιμούς κατά τους επόμενους δώδεκα έως δεκαοκτώ μήνες».

Όμως, η παρατηρούμενη σήμερα ενεργειακή και επισιτιστική κρίση απαιτείται, σε διεθνές και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να προσεγγισθεί και να κατανοηθεί από την εναλλακτική πλευρά της αναγκαιότητας μετάβασης από το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης του χαμηλού κόστους και των ανισοτήτων, στο μοντέλο της διεθνοποίησης των ισότιμων σχέσεων και της αυτονομίας των κρατών στην παραγωγή βασικών αγαθών και επισιτιστικών προϊόντων.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts