Το δολάριο που ενισχύεται συνεχώς έχει επιδείξει τη δύναμή του σε όλο τον κόσμο τους τελευταίους μήνες, επιδεινώνοντας το άγχος στις χρηματοπιστωτικές αγορές και σε κάθε χώρα η οποία ανησυχεί από την προοπτική πληρωμής λογαριασμών και δανείων σε ολοένα και πιο ακριβό αμερικανικό νόμισμα.

Οι περισσότεροι αναλυτές αποδίδουν την άνοδο του δολαρίου του τελευταίου χρόνου στην αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων, η οποία είναι απαραίτητη για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Αλλά το δολάριο έχει εξελιχθεί σε μπάλα κατεδαφίσεων, φτάνοντας σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από ό,τι θα περίμενε κανείς με βάση τα θεμελιώδη στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου του χάσματος μεταξύ των επιτοκίων στις ΗΠΑ και στον υπόλοιπο κόσμο. Η εκπληκτική του άνοδος οφείλεται στους επενδυτές που πιστεύουν ότι το δολάριο είναι το μόνο (ασφαλές) καταφύγιο και οι κερδοσκόποι στοιχηματίζουν ότι θα συνεχίσει να ενισχύεται.

Διαβάστε επίσης – Ποια πυρηνικά όπλα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο Πούτιν; 

Η παράλογη συμπεριφορά έχει συνέπειες. Ένα δολάριο που αποσυνδέεται από τα θεμελιώδη δεν έχει κανένα όφελος και μπορεί να προκαλέσει οικονομικό ατύχημα οδηγώντας την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση. Ήλθε η στιγμή για την κυβέρνηση Μπάιντεν να σταματήσει να αδιαφορεί για το συνεχώς ενισχυόμενο δολάριο, να αναγνωρίσει τις αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις του και να συσπειρώσει τις χώρες για να το αποδυναμώσουν προχωρώντας σε πωλήσεις.

Διαβάστε επίσης – Αρκεί το ενεργειακό σχέδιο της Ευρώπης για να βγάλουμε πέρα τον χειμώνα; 

Σχεδόν κανείς δεν περιμένει από την Ουάσιγκτον να το κάνει αυτό, επειδή οι συνεργάτες του Μπάιντεν έχουν καταστήσει σαφές ότι στοχεύουν να βοηθήσουν την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ και πιστεύουν ότι ένα ισχυρό δολάριο βοηθά στη συγκράτηση του πληθωρισμού καθιστώντας τις εισαγωγές λιγότερο ακριβές. Αυτή η λογική είναι ευρέως αποδεκτή.

Είναι επίσης σε μεγάλο βαθμό λανθασμένη. Οι εισαγωγές ανέρχονται στο 12% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος στις ΗΠΑ, περίπου το ένα τρίτο του μέσου όρου για τις ανεπτυγμένες χώρες και έχουν μικρή επίδραση στις τιμές των ΗΠΑ. Το πιο σημαντικό είναι πως το κυρίαρχο δολάριο χρησιμοποιείται για την τιμολόγηση των περισσότερων παγκόσμιων αγαθών, συμπεριλαμβανομένου του 95% των εισαγωγών των ΗΠΑ. Επομένως, μια αλλαγή στην αξία του δολαρίου δεν αλλάζει καθόλου την τιμή που πληρώνουν οι Αμερικανοί για αυτές τις εισαγωγές.

Μια τέτοια ανοσία είναι σπάνια. Άλλες χώρες πληρώνουν περισσότερα σε ξένα νομίσματα και είναι πιο ευάλωτες στις συναλλαγματικές διακυμάνσεις. Όταν το δολάριο πέφτει κατά 1%, ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ αυξάνεται μόλις κατά 0,03%. Όταν άλλα νομίσματα πέφτουν τόσο πολύ, ο πληθωρισμός αυξάνεται τρεις φορές ταχύτερα σε άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες και έως και έξι φορές ταχύτερα στις αναδυόμενες οικονομίες.

Το βασικό σημείο είναι ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποδυνάμωση του δολαρίου χωρίς να υπονομεύσει την προσπάθεια της FED να συγκρατήσει τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, η Αμερική αντιμετωπίζει λιγότερο κίνδυνο από τη θεωρητική επίδραση του δολαρίου στον πληθωρισμό των ΗΠΑ παρά από τον αποδεδειγμένο αντίκτυπό του στην παγκόσμια οικονομία.

Με βάση στοιχεία από την περασμένη εβδομάδα το δολάριο είχε εκτοξευθεί περισσότερο από 20% σε 12 μήνες, φτάνοντας ή ξεπερνώντας ανάλογες ανόδους (στην ισοτιμία του) που συνόδευαν τις τελευταίες επτά μεγάλες παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές καταρρεύσεις. Αυτές χρονολογούνται από την κρίση χρέους της Λατινικής Αμερικής στις αρχές της δεκαετίας του 1990, συμπεριλαμβανομένης του σκασίματος της φούσκας του dotcom το 2001 και την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008.

Αυτές οι κρίσεις έπληξαν πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, διαψεύδοντας ένα άλλο κομμάτι της αμερικανικής σοφίας – ότι ένα ισχυρό δολάριο αποτελεί «πρόβλημα» μόνο για τον υπόλοιπο κόσμο.

Φέτος, δύο στις τρεις κεντρικές τράπεζες στον αναδυόμενο κόσμο πουλούν δολάρια, ποσοστό ρεκόρ τουλάχιστον από το 2000. Η Ιαπωνία προσχώρησε σε αυτές, παρεμβαίνοντας απευθείας στην αγορά συναλλάγματος για πρώτη φορά εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα. Αλλά οι αποσπασματικές εθνικές προσπάθειες για την ενίσχυση των δικών τους νομισμάτων έχουν μικρότερο αντίκτυπο από μια συντονισμένη παρέμβαση.

Δεδομένου ότι οι κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της FED, δεν μπορούν –και δεν πρέπει- να σταματήσουν να αυξάνουν τα επιτόκια έως ότου ο πληθωρισμός είναι σαφώς υπό έλεγχο, οι συντονισμένες πωλήσεις είναι το μόνο εργαλείο που απομένει για να αμβλυνθούν οι πιέσεις που προκαλούνται από το δολάριο, οι οποίες είναι ακόμα ορατές παγκοσμίως -από χώρες χαμηλού εισοδήματος μέχρι την Ευρώπη.

Οι προσπάθειες των ΗΠΑ για την αποδυνάμωση του δολαρίου έχουν γενικά αποδειχθεί επιτυχείς στη μετα-Bretton Woods εποχή, ιδιαίτερα όταν συντρέχουν τα εξής: Όταν το δολάριο είναι σοβαρά υπερτιμημένο. Όταν οι κερδοσκόποι έχουν θέσεις long απέναντι στο δολάριο. Όταν η συντονισμένη κρατική παρέμβαση προκαλεί έκπληξη στις αγορές. Και όταν η νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών ωθεί τα νομίσματα προς την ίδια κατεύθυνση.

Σήμερα οι πιθανότητες επιτυχίας (μιας τέτοιας παρέμβασης) είναι καλές. Αν και οι πολιτικές της FED ωθούν προς τα πάνω το δολάριο, τώρα αυτό είναι σοβαρά υπερτιμημένο, τροφοδοτούμενο από υψηλές κερδοσκοπικές θέσεις και η συντονισμένη παρέμβαση, της οποίας θα ηγείται το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, θα προκαλούσε σοκ.

Κανονικά η κρατική παρέμβαση στις αγορές συναλλάγματος δεν συνιστάται, αλλά το δολάριο παραμένει σε παράλογα υψηλά επίπεδα – κατά ένα μέτρο σχεδόν 40% πιο ακριβό από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλη χρονική στιγμή από το 1980 – και μια περαιτέρω άνοδος θα μπορούσε να προκαλέσει παγκόσμια ύφεση.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει να κερδίσει τα πάντα αν κινηθεί τώρα. Ενεργώντας για να προστατεύσει τις ΗΠΑ από τον πραγματικό κίνδυνο της παγκόσμιας ύφεσης και όχι από έναν φανταστικό κίνδυνο πληθωρισμού που καθοδηγείται από το δολάριο, θα κέρδιζε τους επαίνους ενός κόσμου ο οποίος πλήττεται από την πολιτική της κυβέρνησης να μην ακουμπά το δολάριο.

Ο αρθρογράφος είναι πρόεδρος της Rockefeller International

Πρόσφατα Άρθρα