Πολύ σκληρή… για να πεθάνει αποδεικνύεται η ελληνική βιομηχανία. Έχοντας περάσει διά πυρός και σιδήρου από τις δεκαετίες της αποβιομηχάνισης, ’80-’90, στο καθοριστικό πλήγμα των μνημονίων και στην περίοδο της πανδημίας, στέκεται όρθια. Μετρά, βέβαια, πληγές και απώλειες, όπως οι 160.000 θέσεις εργασίας και τα 25.000 λουκέτα μέσα στη δεκαετία της οικονομικής κρίσης.

Τα παραπάνω αποτυπώνονται ανάγλυφα στη μελέτη που συνέταξε η PwC για λογαριασμό του υπουργείου Ανάπτυξης, στο πλαίσιο της κατάρτισης της Εθνικής Στρατηγικής Βιομηχανίας. Ο αρμόδιος υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης, ανακοίνωσε πακέτο με 43 παρεμβάσεις, συνολικού προϋπολογισμού 2,1 δισ. ευρώ, με στόχο την ενίσχυση της ελληνικής βιομηχανίας.

Εθνική Στρατηγική Βιομηχανίας: Σχέδιο δράσης με 43 παρεμβάσεις

Όπως επισημαίνεται στη μελέτη ότι κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης 2008 – 2013, κυρίως λόγω περιορισμένης ζήτησης, οι επιχειρήσεις προχώρησαν σε σημαντική μείωση των επενδύσεων, τάση η οποία σημειώθηκε και στο σύνολο της οικονομίας με τις ιδιωτικές επενδύσεις να μειώνονται σημαντικά.

Οι βιομηχανικές επενδύσεις περιορίστηκαν σε χαμηλά επίπεδα, καθώς οι επιχειρήσεις ήταν απρόθυμες να προχωρήσουν σε επέκταση των δραστηριοτήτων τους σε ένα εξαιρετικά αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να παρατηρείται χαμηλός βαθμός ανανέωσης του παραγωγικού εξοπλισμού και των διαδικασιών και μεθόδων παραγωγής, αποθήκευσης και διάθεσης των προϊόντων και υπηρεσιών.

Την περίοδο 2014 – 2019 η βιομηχανία αναπτύχθηκε σωρευτικά και για τα πέντε έτη κατά 3,9%, ανάπτυξη μεγαλύτερη από το 3,5% του συνόλου της οικονομίας, αυξάνοντας την συμμετοχή της στο ΑΕΠ από 10,68% το 2014 σε 10,72% το 2019.

Παράλληλα την περίοδο 2015-2019, η βιομηχανία δημιούργησε (σωρευτικά και για τα τέσσερα έτη) περισσότερες από 26.000 νέες θέσεις εργασίας. Βασικό ρόλο για την επίτευξη των παραπάνω επιδόσεων, διαδραμάτισε η σημαντική αύξηση της εξωστρέφειας του βιομηχανικού τομέα την περίοδο 2014 – 2019, με τις εξαγωγές της βιομηχανίας να αυξάνονται σωρευτικά κατά 20% και τα βιομηχανικά προϊόντα να αποτελούν σταθερά άνω του 70% των συνολικών προϊόντων που εξήγαγε η χώρα στο συγκεκριμένο διάστημα.

Η πορεία ανάκαμψης της βιομηχανίας διεκόπη από την κρίση της πανδημίας και τις αρνητικές της συνέπειες που συνίσταντο στην περιορισμένη ζήτηση και στα προβλήματα στις μεταφορές και στην εφοδιαστική αλυσίδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το β’ τρίμηνο του 2020 ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής μειώθηκε κατά 9% (Μάρτιος-Απρίλιος 2020) και ο κύκλος εργασιών των βιομηχανικών επιχειρήσεων συρρικνώθηκε κατά 24%.

Παρά το δυσμενές επιχειρηματικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε λόγω της πανδημίας η βιομηχανία κατάφερε να προσαρμοστεί άμεσα και να ανακάμψει. Πιο συγκεκριμένα, ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής επανήλθε σταδιακά και από τον Ιανουάριο του 2021 και μετά ξεπέρασε τα προ πανδημίας επίπεδα. Επιπλέον, σημαντική αύξηση συνέχισε να καταγράφει και ο κύκλος εργασιών της βιομηχανίας το β’ τρίμηνο του 2021 (κατά 36,7%  σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρσι), συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στην ταχύτερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, (αύξηση του ΑΕΠ κατά 16,2%), η οποία υπήρξε μεγαλύτερη από το μέσο όρο της ΕΕ (13,8%) κατά το ίδιο διάστημα.

Η ακτινογραφία της βιομηχανίας

Βιομηχανική βάση – ΜμΕ

Η βιομηχανία ως τομέας όπως και το σύνολο της ελληνικής οικονομίας αποτελείται στη συντριπτική της πλειοψηφία από ΜμΕ (99,7%), με την πλειοψηφία αυτών να κατατάσσονται ως Πολύ Μικρές (90,6%). Οι ΜμΕ αποτελούν τη βάση της εγχώριας βιομηχανίας, παράγουν το 43% του κύκλου εργασιών και το 48% της προστιθέμενης αξίας της βιομηχανίας, απασχολώντας το 75,4% του συνόλου των εργαζομένων στη βιομηχανία.

Επιδόσεις ελληνικών ΜμΕ και προοπτικές μεγέθυνσης

Οι ελληνικές ΜμΕ εμφανίζουν συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές οι οποίες επιδρούν άμεσα στις προοπτικές μεγέθυνσής τους:

Οι ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν συγκριτικά μικρότερο μέγεθος σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Ειδικότερα, η μέση ελληνική βιομηχανική επιχείρηση απασχολεί 6,2 εργαζομένους, ενώ αντίστοιχα στην Ιταλία η μέση βιομηχανία απασχολεί 12 εργαζόμενους, 11,6 στη Πορτογαλία και 10,7 στην Ισπανία.

  • Σύμφωνα με το δείκτη European Innovation Scoreboard, οι ελληνικές ΜμΕ καταγράφουν καλές επιδόσεις σε θέματα καινοτομίας, καθώς περίπου 4 στις 10 ΜμΕ καινοτομούν ενδοεπιχειρησιακά, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ που ανέρχεται σε 3 στις 10, με το ποσοστό αυτό να βελτιώνεται σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
  • Αντίθετα χαμηλές επιδόσεις καταγράφονται σε θέματα ψηφιοποίησης, καθώς μόνο 1 στις 8 ελληνικές ΜμΕ μπορεί να θεωρηθεί ως ψηφιακά ανεπτυγμένη, ενώ το 50% βρίσκεται μόνο σε αρχικό στάδιο ψηφιακής ωριμότητας, με τις επιδόσεις αυτές να είναι από τις χαμηλότερες σε επίπεδο ΕΕ.
  • Τέλος σημαντικά περιθώρια βελτίωσης υπάρχουν και στον τομέα διεθνοποίησης καθώς μόλις το 5,3% των ΜμΕ καταγράφει εξαγωγική δραστηριότητα.

Η βιομηχανία σε περιφερειακό επίπεδο

Προχωρώντας την ανάλυση σε επίπεδο περιφερειών, η βιομηχανία ως δραστηριότητα αναπτύσσεται κυρίως γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας (Αθήνα και Θεσσαλονίκη). Ειδικότερα το 79% του κύκλου εργασιών και το 65% της απασχόλησης του συνόλου της βιομηχανίας προέρχεται από επιχειρήσεις με έδρα στις Περιφέρειες Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας.

Συνοψίζοντας:

•      Σε περιφερειακό επίπεδο ο κλάδος Τροφίμων, Ποτών και Καπνού αναδεικνύεται σχεδόν ως η αποκλειστική βιομηχανική δραστηριότητα καθώς αποτελεί πάνω από το 60% της τοπικής βιομηχανίας, σε μεγάλο αριθμό Περιφερειών.

•      Οι Περιφέρειες Αττικής και Στερεάς Ελλάδας είναι οι περιφέρειες, όπου σημαντικό τμήμα της βιομηχανίας εδράζεται σε παραγωγικές διαδικασίες εντάσεως κεφαλαίου και τεχνολογίας (πχ. Διύλιση πετρελαίου, Βασικά Μέταλλα, Πλαστικά κ.α.).

•      Παρά τη γενικότερα πτωτική της πορεία, η Κλωστοϋφαντουργία εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό κλάδο ιδίως για τη Βόρειο Ελλάδα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εκείνο της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας (35,6%).

Η διαδρομή

Στην Ελλάδα τις δεκαετίες του 80’ και 90’ εκδηλώθηκε τάση αποβιομηχάνισης με τη συνεισφορά της βιομηχανίας στην παραγόμενη προστιθέμενη αξίας της οικονομίας να συρρικνώνεται σταθερά.

Η ελληνική οικονομία ακολουθώντας την τάση που εκδηλώθηκε σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικονομία στράφηκε κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών με τη βιομηχανία να περνάει σε μία φθίνουσα πορεία ιδίως από τα μέσα της δεκαετίας του 80’ και μετά.

Η πτωτική πορεία της βιομηχανίας στην Ελλάδα επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, με τα μεγέθη της βιομηχανίας, όπως και του συνόλου της οικονομίας, να συρρικνώνονται σημαντικά.

Πιο συγκεκριμένα, η οικονομική κρίση και τα μέτρα που επιβλήθηκαν συμπίεσαν σημαντικά το διαθέσιμο κατά κεφαλήν εισόδημα, σχεδόν κατά 30% την περίοδο 2008 – 2016. Η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος μείωσε σταδιακά την εσωτερική ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες. Η δημιουργία ενός περιβάλλοντος μειωμένης ζήτησης ανάγκασε τις επιχειρήσεις να περιορίσουν τα λειτουργικά τους κόστη και να μειώσουν σημαντικά την παραγωγή τους.

Η βιομηχανία αντιδρώντας στη μειωμένη ζήτηση, προχώρησε σε σημαντική μείωση της παραγωγής της, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης, κάτι το οποίο αποτυπώνεται στο δείκτη βιομηχανικής παραγωγής ο οποίος εμφάνισε μεγάλη πτώση τη περίοδο 2008 – 2013.

Η μείωση της παραγωγής στη βιομηχανία αποτυπώθηκε και στη συνεχώς μειούμενη παραγόμενη προστιθέμενη αξία, τόσο σε απόλυτα νούμερα όσο και σε επίπεδο συνεισφοράς στην οικονομία.

Ειδικότερα κατά τη περίοδο 2008 – 2013, σημειώθηκε μεγάλη πτώση στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) της βιομηχανίας (μείωση κατά 39%), ακολουθώντας τη συνολικότερη πτωτική πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Η συρρίκνωση του βιομηχανικού τομέα οδήγησε και στη βαθμιαία μείωση της συνεισφοράς στη συνολική ΑΠΑ την περίοδο 2008 – 2013.

Αντίθετα, την περίοδο 2014 – 2019 και παρά το γενικότερα αρνητικό οικονομικό περιβάλλον που επικρατούσε στην οικονομία συνολικά, η βιομηχανία πέρασε σε φάση ανάκαμψης, κάτι το οποίο αποτυπώνεται τόσο στη ΑΠΑ, όσο και στον συνεχώς αυξανόμενο δείκτη βιομηχανικής παραγωγής, όπως αποτυπώνεται στα γραφήματα.

Ενδεικτικό της δυναμικής της ανάκαμψης του βιομηχανικού τομέα είναι ότι για το διάστημα 2014 – 2019 η βιομηχανία αναπτύχθηκε με ρυθμό μεγαλύτερο από το σύνολο της οικονομίας, 3,9% έναντι 3,5%, σωρευτικά και για τα πέντε έτη.

H πορεία της βιομηχανίας κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης αποτυπώνεται και στην εξέλιξη της απασχόληση στον βιομηχανικό τομέα.

Πιο συγκεκριμένα, η προσπάθεια μείωσης του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων σε συνδυασμό με την απώλεια σημαντικού αριθμού επιχειρήσεων οδήγησαν στην απώλεια περίπου 160.000 θέσεων εργασίας στη βιομηχανία την περίοδο 2008 – 2013. Κάτι το οποίο περιόρισε βαθμιαία τη συνεισφορά της βιομηχανίας στη συνολική απασχόληση της οικονομίας, κατά το διάστημα αυτό.

Αντίθετα, τη περίοδο 2015 – 2019 η βιομηχανία τροφοδοτούμενη από την ανάκαμψη τόσο της παραγωγής της όσο και της ΑΠΑ, προχώρησε στη δημιουργία 26.000 θέσεων εργασίας (σωρευτικά και τα τέσσερα χρόνια).

Η αύξηση της απασχόλησης στη βιομηχανία ήταν δυναμικότερη από ό,τι εκείνη στο σύνολο της οικονομίας για την περίοδο 2015 – 2019, 7,6% έναντι 5,6% (σωρευτικά και για τα τέσσερα έτη).

Ανθεκτικότητα στην κρίση της πανδημίας

Η κρίση της πανδημίας ιδιαίτερα κατά τη περίοδο του πρώτου «lockdown» επέφερε ισχυρό πλήγμα στη βιομηχανία μειώνοντας τη παραγωγή και περιορίζοντας σημαντικά το κύκλο εργασιών και τις εξαγωγές. Όπως φαίνεται στο γράφημα, που καταγράφει την πορεία του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής, η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώθηκε σημαντικά κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020.

Τα αίτια τα οποία οδήγησαν σε αυτή τη συρρίκνωση εντοπίζονται αρχικά στους περιορισμούς που επιβλήθηκαν ιδίως κατά τη διάρκεια του πρώτου «lockdown» (Μάρτιος – Μάιος 2020), παρεμποδίζοντας και σε ορισμένες περιπτώσεις αδρανοποιώντας τη παραγωγική διαδικασία. Επιπλέον, η αβεβαιότητα που επικράτησε διεθνώς και η πτώση της ζήτησης σε συνδυασμό με τους περιορισμούς στις μεταφορές και το περιορισμό των εξαγωγών, οδήγησαν τις βιομηχανικές επιχειρήσεις στην μείωση της παραγωγής.

Ωστόσο η βιομηχανία φαίνεται να προσαρμόστηκε άμεσα στα νέα δεδομένα, εμφανίζοντας σημάδια ανάκαμψης ήδη από τον Νοέμβριο του 2020. Η ανάκαμψη της βιομηχανικής παραγωγής είχε ακόμα πιο δυναμικό χαρακτήρα το πρώτο επτάμηνο του 2021, αυξανόμενη περίπου κατά 20% σωρευτικά.

Παρόμοια εικόνα αποτυπώνεται εξετάζοντας και τη πορεία των εξαγωγών και του κύκλου εργασιών της βιομηχανίας κατά τη κρίση της πανδημίας.

Η πανδημία και η αβεβαιότητα που προκάλεσε είχαν σημαντικό αντίκτυπο στο δείκτη κύκλου εργασιών την βιομηχανίας ιδιαίτερα κατά το β’ και γ’ τρίμηνο του 2020. Ωστόσο, όπως φαίνεται και από τη πορεία της βιομηχανικής παραγωγής η βιομηχανία κατάφερε σταδιακά να ανακάμψει από τον Νοέμβριο του 2020 μέχρι τον Ιούνιο του 2021, πετυχαίνοντας αυξημένο κύκλο εργασιών κατά 4,1 δισ.€ (αύξηση 9,1%) σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα ένα χρόνο πριν.

Η αύξηση του κύκλου εργασιών της βιομηχανίας συνέβαλε καθοριστικά και στην ταχύτατη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, πιο συγκεκριμένα κατά το β’ τρίμηνο του 2021 η βιομηχανία αύξησε το κύκλο εργασιών κατά 36,7%  σε σχέση με το ίδιο διάστημα το 2020, συνεισφέροντας έτσι καταλυτικά στην αύξηση του ΑΕΠ κατά 16,2% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα το 2019.

Αντίστοιχη εικόνα εμφανίζουν και οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων οι οποίες παρά τη πτωτική τους πορεία μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου του 2020, ανέκαμψαν δυναμικά από το Σεπτέμβριο του 2020 και μετά.

Ειδικότερα, οι εξαγωγές των βιομηχανικών προϊόντων την περίοδο Σεπτέμβριος 2020 – Ιούνιος 2021, αυξήθηκαν κατά 15,2% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα ένα χρόνο πριν. Η βιομηχανία παρά το δυσμενές περιβάλλον που διαμορφώθηκε κατάφερε να διατηρήσει και σε ορισμένες περιπτώσεις να βελτιώσει την εξαγωγική δραστηριότητα που είχε αναπτύξει πριν τη πανδημία.

Η αύξηση του κύκλου εργασιών και των εξαγωγών σε συνδυασμό με τη γενικότερη αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, οδήγησαν στη βελτίωση των προσδοκιών των επιχειρήσεων στη βιομηχανία.

Συνολικά η πανδημία και οι επιπτώσεις που προκάλεσε επέφεραν καίριο πλήγμα στην βιομηχανία, μειώνοντας την παραγωγή της και την οικονομική της δραστηριότητα. Ωστόσο ο βιομηχανικός τομέας επέδειξε μεγάλη προσαρμοστικότητα, περιορίζοντας άμεσα τις απώλειες και αυξάνοντας σταδιακά το κύκλο εργασιών και τις εξαγωγές του από το Νοέμβριο του 2020 και μετά, συμβάλλοντας έτσι καταλυτικά στην δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας που παρατηρείται κατά το β’ τρίμηνο του 2021.

Η βιομηχανική επιχείρηση σήμερα

Η οικονομική κρίση και οι συνέπειες της εκτός από τα συνολικά μεγέθη της βιομηχανίας μετέβαλαν και τον πληθυσμό και την κατανομή των βιομηχανικών επιχειρήσεων με βάση το μέγεθος.

Το δυσμενές επιχειρηματικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης οδήγησε στην μείωση του αριθμού των βιομηχανικών επιχειρήσεων κατά σχεδόν 25.000 επιχειρήσεις το 2018 σε σύγκριση με το 2008. Αυτή η μεγάλη μείωση τροφοδοτήθηκε κυρίως από την απώλεια μεγάλου αριθμού πολύ μικρών επιχειρήσεων, μείωση κατά 35% του πληθυσμού τους.

Αντίθετα σημαντική αύξηση εμφανίζει ο αριθμός των μικρών επιχειρήσεων, αυξανόμενος κατά 55% το 2018, σε σύγκριση με το 2008, κάτι το οποίο προκλήθηκε κυρίως από τη μεγάλη αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων με 10 έως 19 απασχολούμενους οι οποίες σχεδόν διπλασιάστηκαν την περίοδο 2008 – 2018.

Ο αριθμός τόσο των μεσαίων όσο και μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων μειώθηκε σημαντικά τη περίοδο 2008 – 2014 λόγω των συνεπειών της κρίσης ωστόσο από το 2016 και μετά άρχισε να αυξάνεται. Έτσι το 2018 οι μεσαίες βιομηχανικές επιχειρήσεις ήταν κατά 5% περισσότερες και οι μεγάλες κατά 1% περισσότερες σε σύγκριση με το 2008.

Γίνεται κατανοητό πως η απώλεια μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων αναδιαμόρφωσε σε κάποιο βαθμό την κατανομή των επιχειρήσεων, μειώνοντας το μερίδιο των πολύ μικρών και αυξάνοντας τον αριθμό των μικρών επιχειρήσεων.

Ωστόσο το διαχρονικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας με την ύπαρξη πολύ μεγάλου αριθμού μικρών επιχειρήσεων, παρέμεινε αμετάβλητο με το 98,5% των βιομηχανικών επιχειρήσεων να είναι μικρές και πολύ μικρές το 2018 σε σύγκριση με το 99,0% το 2008.

Η αλλαγή στην κατανομή βιομηχανικών επιχειρήσεων με βάση το μέγεθος επιβεβαιώνεται και μελετώντας το μέσο μέγεθος των βιομηχανικών επιχειρήσεων, όπου παρατηρείται μια μικρή αύξηση του μέσου μεγέθους.

Πιο συγκεκριμένα, το μέσο μέγεθος της βιομηχανικής επιχείρησης αυξάνεται από το 2015 και μετά τόσο σε όρους απασχόλησης όσο και σε όρους ετήσιου κύκλου εργασιών.

Έτσι το 2018 η μέση βιομηχανική επιχείρηση απασχολούσε περίπου 6 εργαζομένους και ο κύκλος εργασιών της διαμορφώνονταν στα 1,1 εκατ. €. Για την καλύτερη κατανόηση του μεγέθους αυτού είναι κρίσιμο να συγκρίνουμε τη βιομηχανία με άλλους σημαντικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, μελετώντας το μέσο μέγεθος της επιχείρησης σε αυτούς το 2018.

Συγκρίνοντας το μέσο μέγεθος μίας επιχείρησης στους τομείς βιομηχανία, τουρισμός και εστίαση, εμπόριο και κατασκευές της ελληνικής οικονομίας, παρατηρείται ότι η μέση βιομηχανική επιχείρηση, παρά το αντικειμενικά μικρό μέγεθος της, είναι σημαντικά μεγαλύτερη συγκριτικά με τις επιχειρήσεις στους υπόλοιπους τομείς, τόσο σε όρους απασχόλησης όσου και κύκλου εργασιών.

Σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση της παραπάνω επίδοσης, έχει η μεγάλη συγκέντρωση μεγάλων επιχειρήσεων που παρατηρείται στον βιομηχανικό τομέα. Ειδικότερα το 30% του συνόλου των μεγάλων επιχειρήσεων της χώρας δραστηριοποιείται στη βιομηχανία, ποσοστό ιδιαίτερα σημαντικό δεδομένου ότι οι βιομηχανικές επιχειρήσεις αποτελούν μόλις το 8% του συνόλου των επιχειρήσεων της ελληνικής οικονομίας.

Την περίοδο 2008 -2018 καταγράφηκε πολύ μεγάλη μείωση του αριθμού των πολύ μικρών βιομηχανικών επιχειρήσεων η οποία έφερε και αντίστοιχη πτώση στην παραγόμενη προστιθέμενη αξία, κύκλο εργασιών και απασχόληση στις πολύ μικρές επιχειρήσεις.

Το παραπάνω οφείλεται τόσο στις αρνητικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης όσο και στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου που αύξησε τις φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις των αυτοαπασχολούμενων, έτσι πολύ αυτοαπασχολούμενοι τερμάτισαν τη λειτουργία τους και μεταπήδησαν ως υπάλληλοι επιχειρήσεων.

Έτσι γίνεται αντιληπτό ότι οι ΜμΕ συνθέτουν τη βάση του εγχώριου βιομηχανικού τομέα ασκώντας καταλυτική επίδραση στα μεγέθη και τις επιδόσεις της βιομηχανίας, καθώς παράγουν το 43% του κύκλου εργασιώνκαι το 48% της προστιθέμενης αξίας της βιομηχανίας, απασχολώντας το 75,4% του συνόλου των εργαζομένων στη βιομηχανία.

Δυναμική σε επενδύσεις και εξαγωγές

Η βιομηχανία αποτελεί διαχρονικά, τόσο πριν όσο και μετά την οικονομική κρίση, τομέα με σημαντικότατες ιδιωτικές επενδύσεις, κάτι που αποτυπώνεται εξετάζοντας τις επενδύσεις ανά απασχολούμενο, της βιομηχανίας και του συνόλου της οικονομίας.

Μετά τη σημαντική συρρίκνωση κατά τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης, οι επενδύσεις της βιομηχανίας ανά απασχολούμενο σχεδόν σταθεροποιήθηκαν την περίοδο 2014 – 2019, σε σημαντικά μικρότερο μέγεθος σε σχέση με εκείνο προ κρίσης.

Παραμένουν ωστόσο τουλάχιστον πέντε φορές μεγαλύτερες από εκείνες του συνόλου της οικονομίας, αναδεικνύοντας τη βιομηχανία ως τον στυλοβάτη των ιδιωτικών επενδύσεων στην ελληνική οικονομία.   

Πέραν της συνεισφοράς της βιομηχανίας στις επενδύσεις, καθοριστική είναι και η συμβολή της στις εξαγωγές, με δεδομένο ότι η πλειοψηφία των εξαγώγιμων αγαθών παράγονται από τη βιομηχανία. Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό μάλιστα για τη βιομηχανία είναι ότι κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης κατάφερε να βελτιώσει σημαντικά τις εξαγωγικές τις επιδόσεις.

Πιο συγκεκριμένα, η βιομηχανία επιδιώκοντας να υποκαταστήσει τις απώλειές από τη μείωση της εσωτερικής ζήτησης ενίσχυσε σημαντικά την εξαγωγική της δραστηριότητα, κάτι το οποίο αποτυπώνεται στην αλματώδη αύξηση των εξαγωγών την περίοδο 2014 – 2019. Η αξία των ετήσιων εξαγωγών της βιομηχανίας αυξήθηκε σωρευτικά κατά 20% κατά την περίοδο 2014 – 2019. Η αύξηση αυτή ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη συνεισφορά της βιομηχανίας στις εξαγωγές προϊόντων της χώρας, με τις βιομηχανικές επιχειρήσεις να εξάγουν το 72% των συνολικών προϊόντων που εξήγαγε η χώρα το 2019.

Η αύξηση της εξαγωγικής δραστηριότητας της βιομηχανίας συνυπολογίζοντας και την καταλυτική συνεισφορά της στο σύνολο των εξαγωγών της χώρας, οδήγησε σε μία σημαντική αύξηση των εξαγωγών της χώρας σε προϊόντα την περίοδο 2015 – 2019, με το εμπορικό ισοζύγιο σε προϊόντα ωστόσο να παραμένει αρνητικό, – 21,9 δισ. € για το 2019.

Χαμηλές επιδόσεις σε επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη

Η Ελλάδα εμφανίζει διαχρονικά, τόσο πριν όσο και μετά την οικονομική κρίση χαμηλές συνολικές επενδύσεις σε Ε&Α, οι οποίες διαμορφώνονται στο 1,28% του ΑΕΠ για το 2020 έναντι 2,11% του μέσου όρου της ΕΕ για το ίδιο έτος. Επιπλέον, η χώρα εμφανίζει σημαντική απόκλιση από το στόχο που έχει τεθεί σε επίπεδο ΕΕ, από την DG RTD, για επενδύσεις σε Ε&Α που ισοδυναμούν με το 3% του ΑΕΠ για το 2020. Επίσης σημαντική υστέρηση καταγράφεται και στις δαπάνες που προέρχονται από επιχειρήσεις για Ε&Α με τις ελληνικές επιχειρήσεις να δαπανούν το 0,59% του ΑΕΠ για το 2019 έναντι των ευρωπαϊκών που δαπανούν το 1,42 % του ΑΕΠ για το ίδιο έτος.

Οι δαπάνες των επιχειρήσεων για Ε&Α παρέμειναν περιορισμένες και σχεδόν στάσιμες κατά την περίοδο 2011 – 2014. Αντίθετα από το 2015 και μετά καταγράφουν σημαντική αύξηση, στο πλαίσιο αυτό καθοριστική υπήρξε η συμβολή της βιομηχανίας.

Ειδικότερα την περίοδο 2015 – 2019 οι δαπάνες των επιχειρήσεων σε Ε&Α σχεδόν διπλασιάστηκαν με τη βιομηχανία να αυξάνει τη συνεισφορά της στις συνολικές δαπάνες από 28,7% το 2015 σε 34,2% το 2019. Το παραπάνω αποτυπώνεται και στις δαπάνες των βιομηχανικών επιχειρήσεων για Ε&Α οι οποίες αυξήθηκαν κατά 208 εκατ. € την περίοδο 2015-2019.

Σχέδιο δράσης

Οι παρεμβάσεις του Σχεδίου Δράσης κατηγοριοποιούνται σε τρεις ευρύτερες ομάδες, ως εξής:

❖ Παρεμβάσεις με υψηλό επίπεδο ωριμότητας: Παρεμβάσεις οι οποίες έχουν σχεδιαστεί και εξασφαλίσει χρηματοδότηση στο πλαίσιο λοιπών Εθνικών Πρωτοβουλιών (πχ. Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας).

❖ Παρεμβάσεις με μεσαίο επίπεδο ωριμότητας: Παρεμβάσεις οι οποίες έχουν περιγραφεί σε ένα αρχικό επίπεδο σε λοιπά Εθνικά Σχέδια Δράσης και/ ή Στρατηγικές (πχ. Εθνική Στρατηγική για
τη Ψηφιοποίηση της Βιομηχανίας), είτε αποτελούν επέκταση παρεμβάσεων που υλοποιήθηκαν κατά την προηγούμενη προγραμματική περίοδο (πχ. Equifund).

❖ Παρεμβάσεις με χαμηλό επίπεδο ωριμότητας: Παρεμβάσεις που αναδείχθηκαν μέσω της ανάλυσης για την Εθνική Στρατηγική για τη Βιομηχανία και αποτελούν συγκριτικά νέες προτάσεις.

Προϋπολογισμός Σχεδίου Δράσης και οικονομικό αποτύπωμα

Αρχικά, ο προϋπολογισμός του Σχεδίου Δράσης εκτιμάται στα 2,1 δισ. €, εκ των οποίων 0,65 δισ. € έχουν ήδη δεσμευτεί μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης.

Η επένδυση 2,1 δισ. € δημόσιας δαπάνης εκτιμάται ότι θα μοχλεύσει τουλάχιστον 2,4 δισ. € ιδιωτικών επενδύσεων, οδηγώντας έτσι σε συνολικές επενδύσεις στη βιομηχανία 4,5 δισ. € την περίοδο 2022 – 2030.

Λαμβάνοντας υπόψη το ισχυρό πολλαπλασιαστικό αποτύπωμα της βιομηχανίας στην ελληνική οικονομία, εκτιμάται ότι η επένδυση των 2,1 δισ. € δημόσιας δαπάνης στη βιομηχανία θα συμβάλει στην σωρευτική αύξηση του ΑΕΠ κατά περίπου 2,7 δισ. € κατά την περίοδο 2022-2030.

Επιπλέον, η υλοποίηση του Σχεδίου Δράσης εκτιμάται ότι θα συμπαρασείρει παράλληλα και σημαντικό αριθμό επιπρόσθετων δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων που αναμένεται να έχουν να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων της Στρατηγικής.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Βιομηχανία