Η ελληνική οικονομία επιδεικνύει σημαντική ανθεκτικότητα, παρά τις διαδοχικές εξωγενείς διαταραχές των τελευταίων ετών ‒ την πανδημία (COVID-19) και την ενεργειακή κρίση, καθώς και τις τρέχουσες αναταράξεις στις αγορές κεφαλαίων με επίκεντρο το τραπεζικό σύστημα. Αυτό μας επιτρέπει να ατενίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία.
Αυτό τόνισε η υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος Χριστίνα Παπακωνσταντίνου από το βήμα του 4ου Διεθνούς Συνεδρίου του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος με τίτλο: «Η Ελληνική οικονομία: Κοιτάζοντας προς το μέλλον».
Η ίδια, επίσης, αναφερόμενη στις επερχόμενες εκλογές διεμήνυσε ότι «απαιτείται σύμπλευση και συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων ώστε να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική με την έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων και να διασφαλιστεί η επιστροφή σε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα ώστε να συνεχιστεί η πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους. Αυτό, αναμφίβολα, θα οδηγήσει στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας όσον αφορά το αξιόχρεο των ελληνικών κρατικών ομολόγων, κάτι που είναι ιδιαίτερα κρίσιμο δεδομένων των αναταράξεων που βιώσαμε πρόσφατα στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα».
Τραπεζική κρίση
Ειδικότερα όσον αφορά την τραπεζική κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη παγκοσμίως και το πώς επηρεάζει τον ελληνική χρηματοπιστωτικό τομέα, η κα Παπακωνσταντίνου υπογράμμισε ότι το τελευταίο διάστημα, η αβεβαιότητα αυξήθηκε εκ νέου, ως αποτέλεσμα των διαταραχών στις αγορές κεφαλαίων που συνδέονται με την κατάρρευση της Silicon Valley Bank και άλλων μικρότερων τραπεζών στις ΗΠΑ, καθώς και τη διάσωση της Crédit Suisse με την παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας και την εξαγορά της από την UBS.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει χαμηλή άμεση έκθεση στις παραπάνω τράπεζες, σημείωσε, προσθέτοντας πως η ανθεκτικότητά του στις τρέχουσες αναταράξεις υποστηρίζεται από την υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια του και ρευστότητα, την εξυγίανση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών με τη μείωση των ΜΕΔ, το ισχυρό εποπτικό πλαίσιο, καθώς και την ετοιμότητα των αρχών να προσφέρουν στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα πρόσθετη ρευστότητα, εφόσον κριθεί αναγκαίο. Παρόλα αυτά, είπε η ίδια, η επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης συντελεί στην αύξηση της αποστροφής κινδύνου εκ μέρους των επενδυτών και στην περαιτέρω επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών.
Ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά
Σε ό, τι αφορά την ελληνική οικονομία, η υποδιοικήτρια της ΤτΕ ανέφερε πως η Ελλάδα έχει επανέλθει σε ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά, και οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας παραμένουν θετικές, υποστηριζόμενες από τους διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους και τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του δημόσιου χρέους.
Στην ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει συμβάλει η πρόοδος που έχει συντελεστεί μετά την κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, η οποία έθεσε τις βάσεις για διατηρήσιμη ανάπτυξη. Αναμφίβολα με μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, αντιμετωπίστηκαν οι μακροοικονομικές ανισορροπίες (τα «δίδυμα» ελλείμματα, της γενικής κυβέρνησης και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), αποκαταστάθηκε η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και υλοποιήθηκαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπως το ασφαλιστικό σύστημα, η αγορά εργασίας, το επιχειρηματικό περιβάλλον και η φορολογική διοίκηση. Παράλληλα, βελτιώθηκε η κεφαλαιακή επάρκεια και η ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και επιτεύχθηκε σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
Επενδυτική βαθμίδα
Οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αντανακλώνται στη σημαντική αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, στην αδιάλειπτη και με αποδεκτό κόστος πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές, καθώς και στις διαδοχικές αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Η Ελλάδα απέχει μόλις μία βαθμίδα από την ανάκτηση της επενδυτικής κατηγορίας, στόχος που είναι εφικτό να επιτευχθεί στη διάρκεια του τρέχοντος έτους, ιδίως μετά την πρόσφατη αναβάθμιση των προοπτικών της οικονομίας από τον οίκο Moody’s. Μια τέτοια εξέλιξη είναι καίριας σημασίας για την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας εν μέσω της αυστηροποίησης των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών, καθώς και της επιδείνωσης του επενδυτικού κλίματος και της αναζήτησης ασφαλέστερων τοποθετήσεων.
Η ενεργειακή κρίση, η οποία οξύνθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις αρχές του 2022, και η αναγκαία συσταλτική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής λόγω της ανόδου του πληθωρισμού σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα επιδείνωσαν τις οικονομικές προοπτικές σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Η αβεβαιότητα για την ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης ενίσχυσε τη μεταβλητότητα στις διεθνείς τιμές της ενέργειας, κυρίως του φυσικού αερίου, επιδρώντας αρνητικά στο οικονομικό κλίμα, στη ζήτηση και στις επενδύσεις. Αντίθετα, τα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής και το ευρωπαϊκό μέσο NextGenerationEU, η αναβληθείσα ζήτηση και οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις από την περίοδο της πανδημίας, καθώς και η στροφή της κατανάλωσης από τα αγαθά στις υπηρεσίες, στήριξαν την οικονομική δραστηριότητα και τις προοπτικές της απασχόλησης στην ευρωζώνη. Παράλληλα, η πιο ήπια αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ σε σύγκριση με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ οδήγησε αφενός σε πιο ευνοϊκές χρηματοπιστωτικές συνθήκες στην ευρωζώνη και αφετέρου στη σημαντική υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, η οποία ενίσχυσε τις τιμές των εισαγόμενων αγαθών και τις πληθωριστικές πιέσεις.
Στο σύνθετο αυτό οικονομικό περιβάλλον, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 5,9% το 2022, σε συνέχεια του επίσης πολύ υψηλού ρυθμού του 2021 (8,4%). Η ανάπτυξη στηρίχθηκε στην ιδιωτική κατανάλωση, στις επενδύσεις και στις εξαγωγές υπηρεσιών (τουρισμός και ναυτιλία).
Πληθωρισμός
Όπως είπε η κα Παπακωνσταντίνου, η σημαντικότερη επίπτωση της συνεχιζόμενης ενεργειακής κρίσης είναι η αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, η οποία μειώνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και υπονομεύει τις προοπτικές της οικονομίας. Ο πληθωρισμός, όπως μετρείται από το ρυθμό μεταβολής του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, σημείωσε σημαντική αύξηση το 2022 και διαμορφώθηκε σε 9,3% κατά μέσο όρο, αντανακλώντας τις πολύ υψηλές αυξήσεις τιμών στην ενέργεια και τα είδη διατροφής.
Επιπλέον, η επιδείνωση των διεθνών νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών κατά τη διάρκεια του 2022 επηρέασε αυξητικά το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Μάλιστα, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων εμφάνισαν μεγαλύτερη ευαισθησία στη διεθνή μεταβλητότητα σε σύγκριση με τους αντίστοιχους τίτλους άλλων ευρωπαϊκών χωρών, λόγω της χαμηλότερης πιστοληπτικής τους διαβάθμισης, αλλά και του περιορισμένου βάθους της αγοράς των ελληνικών τίτλων.
Ρυθμός ανάπτυξης
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να υποχωρήσει, εξαιτίας της αναμενόμενης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη και του γεγονότος ότι τόσο η δημοσιονομική πολιτική όσο και η νομισματική πολιτική αναμένεται να επιδράσουν συσταλτικά στην οικονομική δραστηριότητα το 2023. Ωστόσο, με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το ΑΕΠ και τους, έως τώρα, διαθέσιμους πρόδρομους δείκτες οικονομικής δραστηριότητας και προσδοκιών, η ελληνική οικονομία (όπως και η οικονομία της ΕΕ) αναπτύσσεται με ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι αναμενόταν το προηγούμενο διάστημα.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ανακάμψει το 2024 και το 2025. Οι επιδόσεις αυτές μπορούν να επιτευχθούν υπό την προϋπόθεση ότι αφενός η γεωπολιτική κρίση θα έχει αποκλιμακωθεί και θα έχουν μειωθεί οι τιμές της ενέργειας και αφετέρου ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να ενισχύεται σημαντικά από το διεθνή τουρισμό, καθώς και την καλή πορεία υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων με τη αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού της ΕΕ 2021-2027 και του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NextGenerationEU.
Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, εκτιμάται ότι σταδιακά θα αποκλιμακωθεί το 2023 και περαιτέρω το 2024, κυρίως λόγω της αναμενόμενης κάμψης των τιμών της ενέργειας και της αρνητικής επίδρασης της βάσης σύγκρισης.
Όσον αφορά τα δημοσιονομικά μεγέθη, το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης εκτιμάται ότι μειώθηκε το 2022 σε επίπεδα καλύτερα των αρχικών εκτιμήσεων, ενώ για το 2023 προβλέπεται επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,7% του ΑΕΠ. Παράλληλα, το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να συνεχίσει την ταχεία αποκλιμάκωσή του το 2023, πρωτίστως λόγω της εκτιμώμενης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και δευτερευόντως λόγω της αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Προοπτικές
Οι προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας το προσεχές διάστημα υπόκεινται σε αβεβαιότητες και κινδύνους οι οποίοι συνδέονται κυρίως με εξωγενείς παράγοντες, τόνισε η κα Παπακωνσταντνίου. Ειδικότερα, είπε, οι κίνδυνοι περαιτέρω επιβράδυνσης του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας συνδέονται με το ενδεχόμενο δυσμενών εξελίξεων αναφορικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον πληθωρισμό και την πανδημία. Επιπλέον, κινδύνους για την πορεία αύξησης του ΑΕΠ αποτελούν η χαμηλή απορροφητικότητα των κονδυλίων της ΕΕ και η εμφάνιση μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης μετά τη λήξη των μέτρων κρατικής στήριξης.
Εντούτοις, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προδιαγράφονται θετικές. Σε αυτό συμβάλλουν τουλάχιστον δύο παράγοντες.
Πρώτον, τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα λάβει στήριξη ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου από το μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και 30 δισεκ. ευρώ από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έως το 2026.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0), οι πόροι από το Μηχανισμό θα διατεθούν σε επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις με σκοπό, μεταξύ άλλων, την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, την ενίσχυση της απασχόλησης, των δεξιοτήτων και της κοινωνικής συνοχής, την αναβάθμιση υποδομών, τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του συστήματος δικαιοσύνης. Μάλιστα, αναμένεται να κινητοποιηθούν επιπρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια, ιδίως μέσω των δανείων του Μηχανισμού που θα διοχετευθούν από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα με ευνοϊκούς όρους. Ταυτόχρονα, η αναβάθμιση των υποδομών και η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος θα συμβάλουν στην προσέλκυση ξένων άμεσων και έμμεσων επενδύσεων.
Επίσης, η υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε να αντιμετωπιστούν κάποιες από τις χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας που αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη, όπως η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητά της. Αναλυτικότερα, η αδυναμία αυτή συνδέεται με την ψηφιακή υστέρηση, την αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης. Συνεπώς, οι δράσεις που προβλέπει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για τα επιμέρους αυτά ζητήματα θα λειτουργήσουν συμπληρωματικά, οδηγώντας σε βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, με θετικές επιδράσεις στην παραγωγικότητα, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές της ελληνικής οικονομίας.
Δεύτερον, οι θετικές μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας υποστηρίζονται από τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του δημόσιου χρέους. Ειδικότερα, το δημόσιο χρέος έχει όχι μόνο ευνοϊκή σύνθεση, καθώς αποτελείται κατά περίπου 76% από μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τον επίσημο τομέα, αλλά και εξαιρετικά ευνοϊκή διάρθρωση των αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι σχεδόν το σύνολο του δημόσιου χρέους είναι σε υποχρεώσεις σταθερού επιτοκίου, με τον ΟΔΔΗΧ να έχει εγκαίρως προβεί σε πράξεις αντιστάθμισης του επιτοκιακού κινδύνου τα προηγούμενα χρόνια. Ως αποτέλεσμα αυτών, μεσοπρόθεσμα δεν υφίστανται σημαντικοί κίνδυνοι από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης.
Μακροπρόθεσμες προκλήσεις
Ωστόσο, υπογράμμισε η υποδιοικήτρια της ΤτΕ, μακροπρόθεσμα υπάρχει αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια χαλάρωσης όσον αφορά το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων και, κατ’ επέκταση, τη συμβολή του δημοσιονομικού αποτελέσματος στη σταθερή πτωτική πορεία του δημοσίου χρέους. Εξάλλου, δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι το υψηλό δημόσιο χρέος περιορίζει τη δυνατότητα της δημοσιονομικής πολιτικής να υλοποιήσει δημόσιες επενδύσεις και να στηρίξει την οικονομία όποτε αυτό είναι αναγκαίο.
Η ίδια εντοπίζει τις περαιτέρω σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία μακροπρόθεσμα στα εξής:
• στη γήρανση του πληθυσμού, που σε συνδυασμό με τη χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας περιορίζει το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης, και
• στην κλιματική αλλαγή, που θα επηρεάσει το παραγωγικό πρότυπο και την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας.
Έμφαση σε έξι τομείς
Η κα Παπακωνσταντίνου αναδεικνύει έξι τομείς στους οποίους πρέπει να δώσει έμφαση η οικονομική πολιτική στο μέλλον, με στόχο την αντιμετώπιση των μεσομακροπρόθεσμων προκλήσεων για την ελληνική οικονομία, αλλά και των βραχυπρόθεσμων κινδύνων που προέρχονται από το διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Αυτοί συνίστανται:
1. Στην διατήρηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και σταθερότητας. Για το σκοπό αυτό, οι όποιες πρόσθετες παρεμβάσεις άμβλυνσης των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης υιοθετηθούν θα πρέπει να είναι προσωρινές, στοχευμένες και προσαρμοσμένες κατάλληλα, ώστε να μην αποδυναμώνουν τα κίνητρα για μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και, παράλληλα, να ενισχύουν δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας και πράσινης μετάβασης. Ακόμα, από το 2024 και έπειτα η Ελλάδα θα πρέπει να επιδιώκει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως 2% του ΑΕΠ, προκειμένου να καλύπτονται οι δαπάνες τόκων. Η διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για μια μακρά περίοδο προϋποθέτει σημαντική αναμόρφωση των δαπανών και εσόδων του προϋπολογισμού. Ειδικότερα, απαιτείται αύξηση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας των δημόσιων δαπανών (με αύξηση δαπανών για δημόσιες επενδύσεις, εκπαίδευση, υγεία και κοινωνική προστασία) και βελτίωση της διάρθρωσης του φορολογικού συστήματος και ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης (με καταπολέμηση της φοροδιαφυγής σε φόρους εισοδήματος και ΦΠΑ).
2. Στην υλοποίηση δράσεων για την ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης. Στην κατεύθυνση αυτή, είναι αναγκαία η αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, με έμφαση στην αναβάθμιση των υποδομών και στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση. Παράλληλα, είναι απαραίτητη η συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, ιδίως με πρωτοβουλίες που οδηγούν σε βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της ποιότητας των θεσμών διακυβέρνησης, όπου εντοπίζονται μεγάλες υστερήσεις από τις βέλτιστες πρακτικές. Αναπόσπαστο μέρος της προσπάθειας αυτής είναι η έγκαιρη και πλήρης υλοποίηση των δράσεων που προβλέπονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και η πλήρης αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, καθώς επίσης και ο καλός συντονισμός και η επιχειρησιακή ετοιμότητα της δημόσιας διοίκησης.
3. Στην αντιμετώπιση της διπλής κρίσης, ενεργειακής και κλιματικής, η οποία απαιτεί την επιτάχυνση και την προώθηση των επενδύσεων σε πράσινες τεχνολογίες, τη βελτίωση των δικτύων και την επέκταση των υποδομών σε ηλεκτρικές διασυνδέσεις, αλλά και την ανάπτυξη συστημάτων κεντρικής αποθήκευσης ενέργειας.
4. Στην ενίσχυση του «τριγώνου της γνώσης», δηλαδή της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, με την υιοθέτηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων που ενθαρρύνουν την έρευνα, διευκολύνουν τη διάχυση της τεχνολογίας και ενισχύουν την επιχειρηματικότητα.
5. Στην διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και η διασφάλιση ότι θα διατηρηθούν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας που επιτεύχθηκαν την τελευταία δεκαετία.
6. Στην αντιμετώπιση των στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας, όπως το υψηλό ποσοστό ανεργίας και η αναντιστοιχία μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων. Αυτό προϋποθέτει αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης και κατάρτισης των εργαζομένων. Παράλληλα, απαιτείται άμεση στήριξη στους ανέργους και σε όσους έχουν οριακή σύνδεση με την αγορά εργασίας, μέσω της εφαρμογής αποτελεσματικών ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης.
Επιπρόσθετα, είναι απαραίτητη η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ώστε να είναι σε θέση να χρηματοδοτεί απρόσκοπτα τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Για το σκοπό αυτό, είναι αναγκαία η περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας και η ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών. Ταυτόχρονα πρέπει να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες ώστε οι τράπεζες να ενσωματώσουν τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή, καθώς και να επιτύχουν τον ψηφιακό τους μετασχηματισμό. Η Τράπεζα της Ελλάδος, μαζί με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό, ως αρμόδιες εποπτικές αρχές, αξιολογούν συστηματικά την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα και θα είναι αρωγοί σε κάθε βήμα του, διασφαλίζοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Επιπλέον, είναι ανάγκη να διευρυνθούν οι πηγές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης των επενδύσεων πέραν των τραπεζικών πιστώσεων και των ευρωπαϊκών πόρων, μέσω των κεφαλαιαγορών και της εναλλακτικής χρηματοδότησης.
Σημαντικός παράγοντας για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της οικονομίας είναι και οι ξένες άμεσες επενδύσεις, οι οποίες επίσης προάγουν στενότερους εμπορικούς δεσμούς με χώρες και επιχειρήσεις με τεχνολογίες αιχμής και διευκολύνουν τη συμμετοχή σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Κάτι τέτοιο θα αυξήσει την εξωστρέφεια και θα βελτιώσει τόσο την ποσότητα όσο και την ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών. Για να προσελκύσει η χώρα άμεσες ξένες επενδύσεις, θα πρέπει να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις και να δοθεί έμφαση στην άρση αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια και η αστάθεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, η ελλιπής προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών.
Latest News
Στα 20 εκατ. ευρώ ο προϋπολογισμός του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για το δημογραφικό
Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης θα έχει δεκαετή χρονικό ορίζοντα και θα περιλαμβάνει περισσότερες από 100 δράσεις, ενώ η κυβέρνηση το έχει προϋπολογίσει σε 20 δισ. ευρώ.
Σήμερα αποπληρώνονται 7,9 δισ. για μνημονιακό χρέος
H Ελλάδα έχει ήδη προπληρώσει 5,29 δισ. ευρώ το 2023 από την Δανειακή Διευκόλυνση (Greek Loan Facility – GLF), ενώ εξόφλησε πλήρως το ΔΝΤ το 2022
Την Κυριακή οι ανακοινώσεις για τις τράπεζες - Ερχεται δέσμη μέτρων
Eίναι μια συνολική δέσμη παρεμβάσεων που θα ανακοινώσει πρωθυπουργός που έχει να κάνει και με τις προμήθειες, είπε ο εκπρόσωπος Τύπου του ΥΠΟΙΚ σχετικά με τις αναμενόμενες πρωθυπουργικές ανακοινώσεις
Τι ζητά η Κομισιόν για τους πλειστηριασμούς – Πώς προχωράει ο Φορέας Επαναμίσθωσης Ακινήτων
Μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου 2024 οι προγραμματισμένοι πλειστηριασμοί αυξήθηκαν κατά 7%
Βενζινάδικα: Πρόστιμα – φωτιά και διετές «λουκέτο» για πειραγμένες αντλίες
Τι προβλέπει το νέο ποινολόγιο της ΑΑΔΕ για όσα βενζινάδικα κλέβουν καταναλωτές και κράτος
Γερμανικά ΜΜΕ εξαίρουν τις οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας
Την επίτευξη ρυθμών ανάπτυξης στην Ελλάδα υψηλότερων από ό,τι στη Γερμανία επισημαίνουν Zeit και δίκτυο RND με δημοσιεύματά τους
Παραμένει το χάσμα στην παραγωγικότητα σε Ελλάδα και ευρωζώνη - Έκθεση ΚΕΠΕ
Παρουσίαση από το ΚΕΠΕ της Ετήσιας Έκθεσης του Εθνικού Συμβουλίου για την παραγωγικότητα στην Ελλάδα
Δήμας για προϋπολογισμό: Τα 12+1 σημεία που δείχνουν τη βελτίωση της οικονομίας
Κατά την ομιλία του για τον προϋπολογισμό, ο Υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών τόνισε πως «η Ελλάδα του 2025 είναι πολύ καλύτερη από την Ελλάδα του 2019»
«Η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας: Αυτό που δεν περίμενε κανείς» - Άρθρο της ZEIT
Επισημαίνεται το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση μειώνει το χρέος της πιο γρήγορα από ό,τι είχε προγραμματιστεί - Άρθρο και από το RND για την ελληνική οικονομία
ΤΕΕ για το «φρένο» του ΣτΕ στον ΝΟΚ - «Σεβαστές οι αποφάσεις, όχι a priori σωστές»
Στη δήλωσή του ο πρόεδρος του ΤΕΕ, Γιώργος Στασινός, θέτει τέσσερα ερωτήματα που τίθενται μετά την απόφαση του ΣτΕ για την αντισυνταγματικότητα του ΝΟΚ