Ένα «τσουνάμι» νέων εκδόσεων αμερικανικών κρατικών ομολόγων πρόκειται να εξαπολυθεί μετά τη συμφωνία για την επέκταση του ανώτατου ορίου χρέους των ΗΠΑ. Η κίνηση αυτή είναι επιβεβλημένη, καθώς τα δημόσια ταμεία στη μεγαλύτερη οικονομία έχουν στερέψει από μετρητά. Οι επενδυτές λογικά θα στραφούν μαζικά στις νέες αυτές εκδόσεις, κάτι που θα επιδεινώσει ήδη την προβληματική ρευστότητα, ενώ θα προκαλέσει και εκροές από τις τραπεζικές καταθέσεις. Όμως οι αναλυτές προειδοποιούν: οι αγορές δεν είναι έτοιμες για την καινούργια κατάσταση.

Όριο δανεισμού στις ΗΠΑ: Εγκρίθηκε το νομοσχέδιο για την αναστολή του – Για «μεγάλη νίκη» κάνει λόγο ο Μπάιντεν

Η συγκυρία μόνο ιδανική δεν είναι, καθώς το πρόγραμμα ποσοτικής σύσφιξης (QT) της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ έχει ήδη διαβρώσει τα τραπεζικά αποθεματικά, ενώ οι διαχειριστές χρημάτων συσσωρεύουν μετρητά εν αναμονή μιας ύφεσης.

Ο στρατηγικός αναλυτής της JP Morgan Νίκος Πανιγκιρτζόγλου εκτιμά ότι οι αθρόες εκδόσεις ομολόγων θα επιδεινώσουν την επίδραση του QT στις μετοχές και τα ομόλογα, μειώνοντας σχεδόν 5% τη συνδυασμένη τους απόδοση για το 2023. Οι αναλυτές της Citigroup εκτιμούν σχεδόν το ίδιο, κάνοντας λόγο για πτώση 5,4% του S&P 500 σε διάστημα δύο μηνών.

Οι προσφορές από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών οι οποίες πρόκειται να ξεκινήσουν τη Δευτέρα, θα επηρεάσουν κάθε κατηγορία περιουσιακών στοιχείων κι ενώ η προσφορά χρήματος είναι περιορισμένη: η JP Morgan εκτιμά η ρευστότητα θα μειωθεί κατά 1,1 τρισ. δολάρια από σχεδόν 25 τρισ. δολάρια στις αρχές του 2023.

«Πρόκειται για μια πολύ μεγάλη διάχυση ρευστότητας», σημειώνει ο Πανιγκιρτζόγλου. «Σπάνια έχουμε δει κάτι τέτοιο. Μόνο σε σοβαρά ατυχήματα, όπως η κρίση της Lehman Brothers, βλέπεις κάτι τέτοιο».

Είναι μια τάση που, μαζί με τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της Fed, θα συρρικνώσει τη ρευστότητα κατά 6% σε ετήσια βάση, σε αντίθεση με την ετήσια ανάπτυξη για το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας δεκαετίας, όπως εκτιμά η JPMorgan.

Η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο στηρίζεται σε έκτακτα μέτρα για τη χρηματοδότησή της τους τελευταίους μήνες, διάστημα στο οποίο Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί διαπληκτίζονταν στην Ουάσιγκτον. Καθώς η χρεοκοπία αποφεύχθηκε τελευταία στιγμή, το υπουργείο Οικονομικών θα επιδοθεί σε δανεισμό με αμείωτο ρυθμό, ένας δανεισμός που σύμφωνα με εκτιμήσεις της Wall Street, θα μπορούσε να ξεπεράσει το 1 τρισ. δολάρια έως το τέλος του τρίτου τριμήνου, ξεκινώντας με αρκετούς δημοπρασίες ομολόγων την ερχόμενη Δευτέρα, η αξία των οποίων υπολογίζεται ότι θα υπερβεί τα 170 δισ. δολάρια.

Αυτό που θα συμβεί καθώς τα δισεκατομμύρια θα περνούν μέσα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί. Υπάρχουν διάφοροι αγοραστές για τα βραχυπρόθεσμα γραμμάτια του Δημοσίου: τράπεζες, αμοιβαία κεφάλαια και ένα ευρύ φάσμα αγοραστών που ταξινομούνται στην κατηγορία «όχι τράπεζες», όπως τα νοικοκυριά, τα συνταξιοδοτικά και τα εταιρικά ταμεία.

Επί του παρόντος οι αμερικανικές τράπεζες δεν τοποθετούνται στα γραμμάτια του Δημοσίου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι προσφερόμενες αποδόσεις είναι απίθανο να ανταγωνιστούν με ό,τι λαμβάνουν από τα δικά τους αποθέματα.

Αλλά ακόμα κι αν οι τράπεζες δεν συμμετάσχουν στις δημοπρασίες του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, μια μετατόπιση των καταθέσεων στα ομόλογα από τους πελάτες τους θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη αναταραχή. Η Citigroup μοντελοποίησε τα ιστορικά επεισόδια όπου τα τραπεζικά αποθέματα μειώθηκαν κατά 500 δισ. δολάρια σε διάστημα 12 εβδομάδων για να προβλέψει τι θα συμβεί τους επόμενους μήνες.

«Οποιαδήποτε μείωση των τραπεζικών αποθεμάτων είναι συνήθως αντίθετος άνεμος», τονίζει ο Ντιρκ Ουίλερ, επικεφαλής παγκόσμιας μακροοικονομικής στρατηγικής της Citigroup Global Markets.

Το πιο ευνοϊκό σενάριο είναι ότι η προσφορά θα απορροφηθεί από τα αμοιβαία κεφάλαια των χρηματαγορών. Υποτίθεται ότι οι αγορές τους, θα αφήσουν ανέπαφα τα τραπεζικά αποθέματα. Ιστορικά οι πιο συνεπείς αγοραστές ομολόγων, έχουν κάνει πίσω το τελευταίο διάστημα υπέρ των καλύτερων αποδόσεων που προσφέρει η διευκόλυνση της συμφωνίας αντίστροφης επαναγοράς της Fed.

Κι αυτό φέρνει στο προσκήνιο την κατηγορία «μη τράπεζες». Θα εμφανιστούν στις εβδομαδιαίες δημοπρασίες του υπουργείου Οικονομικών, αλλά όχι χωρίς πρόσθετο κόστος για τις τράπεζες. Αυτοί οι αγοραστές αναμένεται να τραβήξουν μετρητά για τις αγορές τους ρευστοποιώντας τις τραπεζικές καταθέσεις, επιδεινώνοντας την κεφαλαιακή «φυγή» που οδήγησε στην κατάρρευση τεσσάρων περιφερειακών τραπεζών και αποσταθεροποίησε το χρηματοπιστωτικό σύστημα φέτος.

Η αυξανόμενη εξάρτηση της κυβέρνησης από τους λεγόμενους έμμεσους πλειοδότες είναι εμφανής εδώ και αρκετό καιρό, σύμφωνα με την Άλθεα Σπινόζι, αναλύτρια για το σταθερό εισόδημα στη Saxo Bank. «Τις τελευταίες εβδομάδες είδαμε ένα ρεκόρ έμμεσων πλειοδοτών κατά τη διάρκεια δημοπρασιών του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ. Είναι πιθανό ότι θα απορροφήσουν ένα μεγάλο μέρος των επερχόμενων εκδόσεων επίσης», υποστηρίζει.

Επί του παρόντος, η ανακούφιση για την αποφυγή της χρεοκοπίας των ΗΠΑ δεν αφήνει να αναδυθούν τα προβλήματα που θα προκύψουν με τη ρευστότητα. Ταυτόχρονα, ο ενθουσιασμός των επενδυτών σχετικά με τις προοπτικές της τεχνητής νοημοσύνης έχει φέρει τον S&P 500 στο κατώφλι της bull market μετά από τρεις εβδομάδες κερδών. Εντωμεταξύ, η ρευστότητα σε μεμονωμένες μετοχές βελτιώνεται, ανατρέποντας την ευρύτερη τάση.

Όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να καταπνίξει τους φόβους για το τι συμβαίνει συνήθως όταν υπάρχει μια αξιοσημείωτη πτώση στα αποθεματικά των τραπεζών: οι μετοχές πέφτουν και τα πιστωτικά περιθώρια διευρύνονται, με τα πιο ριψοκίνδυνα περιουσιακά στοιχεία να επωμίζονται  το κύριο βάρος των ζημιών.

«Δεν είναι καλή στιγμή για τοποθετήσεις στον S&P 500», δηλώνει ο Ουίλερ της Citigroup.

Παρά το ράλι των μετοχών που τροφοδοτείται από την τεχνητή νοημοσύνη, η τοποθέτηση σε μετοχές είναι σε γενικές γραμμές ουδέτερη με τα αμοιβαία κεφάλαια και τους ιδιώτες επενδυτές να παραμένουν στη θέση τους, σύμφωνα με τη Barclays.

«Πιστεύουμε ότι θα επέλθει πτώση στις μετοχές» και όχι έκρηξη αστάθειας «λόγω της διαρροής της ρευστότητας», αναφέρει ο Ούρλιχ Έρμπανχ, επικεφαλής στρατηγικής περιουσιακών στοιχείων της Berenberg. «Έχουμε κακά εσωτερικά στοιχεία της αγοράς, αρνητικούς κορυφαίους δείκτες και πτώση της ρευστότητας, τα οποία όλα αυτά δεν είναι υποστηρικτικά για τα χρηματιστήρια».

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή