Η έλλειψη χρηματοδότησης από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα όσα λένε εκπρόσωποι διαφόρων κλάδων. Μάλιστα, η πρακτική της κυβέρνησης να θέσει εκτός Ταμείου Ανάκαμψης το μεγαλύτερο μέρος από τις ΜμΕ κάνει ακόμη πιο δύσκολες τις συνθήκες για τη «ραχοκοκκαλιά» της ελληνικής οικονομίας μάλιστα μέσα σε ένα περιβάλλον γενικευμένης ακρίβειας και υποχρεώσεων.

Ο ΟΤ συνομίλησε με εκπροσώπους των επαγγελματιών, οι οποίοι εκτιμούν ότι η πλειονότητα τέτοιων εταιρειών παραμένει εκτός των τραπεζικών «ραντάρ», ενώ εκφράζουν τον προβληματισμό τους για τον σχεδιασμό τόσο του ΕΣΠΑ όσο και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς θεωρούν ότι «πετά» εκτός την πλειονότητα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.

Εθνική τράπεζα: Σε αναπτυξιακή τροχιά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Χατζηθεοδοσίου: Μονοψήφιο ποσοστό ΜμΕ έχει υπαχθεί σε χρηματοδοτικά προγράμματα

«Εξετάζοντας τα δεδομένα της αγοράς, θεωρώ ότι επείγουσα ανάγκη είναι η ενίσχυση της ρευστότητας κυρίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, το 85% των οποίων παραμένει αποκλεισμένο από τον τραπεζικό δανεισμό», αναφέρει στον ΟΤ ο πρόεδρος του Επεγγελματικού Επιμελητηρίου Αθήνας Γιάννης Χατζηθεοδοσίου.

Μάλιστα, συμπληρώνει πως «το πρόβλημα εντείνεται εξαιτίας και του σχεδιασμού αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αλλά και του ΕΣΠΑ, καθώς είναι μονοψήφιο το ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που μέχρι σήμερα έχουν υπαχθεί στα χρηματοδοτικά τους προγράμματα».
Για αυτό και όπως επισημαίνει ο ίδιος: «Για να μπορέσουμε ως οικονομία να μπούμε σε έναν αναπτυξιακό δρόμο, με τις ΜμΕ σε πρωταγωνιστικό ρόλο, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα σε περισσότερες ενδιαφερόμενες μικρές επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση σε ενισχύσεις και σε ευνοϊκή δανειοδότηση».

Καββαθάς: Η ασφυξία ρευστότητας πνίγει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Παράλληλα, ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος Γιώργος Καββαθάς αναφέρει πως «η ασφυξία ρευστότητας πνίγει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις».

Ακόμη, σημειώνει με νόημα ότι «η συνθήκη αυτή δημιουργεί προβλήματα βιωσιμότητας και κάνει αδύνατες νέες επενδύσεις. Στην Ελλάδα οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις είναι αποκλεισμένες από το τραπεζικό σύστημα», ενώ τονίζει πως «Σε ένα σύνολο περίπου 400 χιλιάδων επιχειρήσεων ή 800 χιλιάδων επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων, μόνο οι 49,5 χιλιάδες έχουν την δυνατότητα πρόσβασης στο τραπεζικό σύστημα της χώρας. Κάναμε και συνεχίζουμε να κάνουμε μία μεγάλη προσπάθεια για να διπλασιάσουμε αυτό τον αριθμό».

Ραβάνης: Διευρύνεται το φαινόμενο του τραπεζικού αποκλεισμού

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας Παύλος Ραβάνης αναφέρει ότι «οι πόρτες του εγχώριου πιστωτικού συστήματος εξακολουθούν να παραμένουν «κλειστές» για δεκάδες χιλιάδες Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και Ελεύθερους Επαγγελματίες, παρά μάλιστα την σημαντική βελτίωση που σημειώνει η χρηματοοικονομική τους εικόνα τα τελευταία δύο χρόνια».

Για αυτό και προσθέτει πως «ο αποκλεισμός μεγάλων τμημάτων της οικονομίας και της κοινωνίας από τους πόρους του τραπεζικού συστήματος αποτελεί ένα διαχρονικό οικονομικό αλλά και κοινωνικό πρόβλημα», συμπληρώνοντας ότι «Μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ελεύθεροι επαγγελματίες, νέοι που είναι στο ξεκίνημα κάποιας επιχειρηματικής δραστηριότητας, επιχειρηματίες με καινοτόμες ιδέες, νοικοκυριά χωρίς επαρκή περιουσιακά στοιχεία, οι μερικοί μόνο, από τους μη επιλέξιμους πελάτες των τραπεζών».

Και καταλήγει: «Μάλιστα, το φαινόμενο του τραπεζικού αποκλεισμού, όχι μόνο διευρύνεται, αλλά παίρνει και νέες μορφές, καθώς για παράδειγμα ολόκληρες περιοχές μένουν χωρίς τραπεζικό υποκατάστημα, με αποτέλεσμα οι κατά τόπους επιχειρήσεις να αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις καθημερινές τους συναλλαγές».

Αυξάνεται η «πίτα» για τους μεγάλους

Πάντως, το ζήτημα είναι γενικό σε σχέση με την πορεία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ανθρώπων της αγοράς, ο τζίρος των μεγάλων καταλάμβανε μέχρι πριν την πανδημία το 10% με 15% και τώρα έχει εκτοξευθεί σε επίπεδα άνω του 20%. Σε αυτό, φαίνεται πως συνέβαλε και η έλλειψη τραπεζικής χρηματοδότησης, η οποία δυσκόλεψε την προσπάθειά των μικρότερων εμπόρων να επεκταθούν και να παραμείνουν ανταγωνιστικές σε τιμές και προσφορές. Άλλωστε, τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ICAP CRIF, έχοντας επεξεργασtεί τους δημοσιευμένους ισολογισμούς των 500 πιο κερδοφόρων ελληνικών εταιρειών, δείχνουν ότι τα προ φόρων κέρδη τους υπερδιπλασιάσθηκαν το 2022, με μια αύξηση κατά 137,9%. Σε απόλυτους αριθμούς, οι επιδόσεις των εταιρειών προκαλούν ίλιγγο, καθώς τα προ φόρων κέρδη προσέγγισαν τα 20 δισ. ευρώ ( 19,953 δισ.), από 8,389 δισ. το 2021. Δηλαδή, μέσα σε μια χρονιά η αύξηση των κερδών ξεπέρασε τα 11,5 δισ. Ευρώ.

Πρόβλημα η αύξηση κόστους

Όλα τα παραπάνω λαμβάνουν χώρα σε μια συγκυρία υψηλού πληθωρισμού, η οποία επιτείνει τα όποια προβλήματα υπάρχουν. Άλλωστε, όπως είχε επισημανθεί και σε παλαιότερη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η αύξηση του κόστους των ΜμΕ αυξάνει την πιθανότητα να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες καθυστερήσεις στην εξόφληση των τιμολογίων τους, οι οποίες, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες πρόσβασης στη χρηματοδότηση και τα αυξημένα επιτόκια, μπορούν να οδηγήσουν σε περισσότερες χρεοκοπίες. Ταυτόχρονα, η αύξηση των επιτοκίων για την αντιμετώπιση της ανόδου του πληθωρισμού περιορίζει τις προσδοκίες υλοποίησης νέων επενδύσεων κυρίως από τις ΜμΕ. Σύμφωνα με  μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η αύξηση κατά μία ποσοστιαία μονάδα στα επιτόκια διαπιστώθηκε ότι μειώνει την πιθανότητα οι ΜμΕ να αναφέρουν θετικές επενδυτικές προσδοκίες κατά 0,83 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με 0,65 για τις μεγάλες επιχειρήσεις.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επιχειρήσεις