Ο πρόεδρος της Federal Reserve, Τζερόμ Πάουελ, κατά κύριο λόγο, αλλά και η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, κατηγορήθηκαν ευρέως εξαιτίας του δισταγμού που επέδειξαν πριν από περίπου ενάμιση χρόνο, στις αποφάσεις τους για αυξήσεις των επιτοκίων.
Αμφότεροι, επέμεναν ότι ο πληθωρισμός μπορεί να κλιμακωνόταν, αλλά αυτό θα ήταν προσωρινό, χάνοντας πολύτιμο χρόνο, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να αναγκαστούν να προχωρήσουν σε επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων, με τις ήδη γνωστές συνέπειες.
Η φράση «υψηλός πληθωρισμός, αλλά όχι επίμονος», και η έντονη κριτική που ακολούθησε, φαίνεται ότι στοιχειώνει τις Κεντρικές Τράπεζες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Και πλέον εμφανίζονται πιο επιφυλακτικοί…
Εξάλλου, όποιος καεί στον χυλό φυσάει και το γιαούρτι.
Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι κατά την ομιλία του μετά την απόφαση της Fed να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια για 4η διαδοχική συνεδρίαση, ο Πάουελ ήταν «ήξεις, αφήξεις»… όπως και η ίδια η ανακοίνωση της ομοσπονδιακής τράπεζας: σηματοδότησε το τέλος του κύκλου της νομισματικής σύσφιγξης, «έκλεισε τα μάτι» στις αγορές για μειώσεις, αλλά δεν έδωσε ημερομηνίες.
Ο επικεφαλής της Fed ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός στις λέξεις που επέλεξε, ψαλιδίζοντας, χωρίς ωστόσο να διαψεύσει, τις προσδοκίες για μείωση των επιτοκίων το Μάρτιο: «Με βάση τη σημερινή συνεδρίαση, θα σας έλεγα ότι δεν θεωρώ πιθανό ότι η επιτροπή θα φτάσει σε ένα επίπεδο εμπιστοσύνης μέχρι τη συνεδρίαση του Μαρτίου ώστε να προσδιορίσει ότι ο Μάρτιος είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει αυτό [μείωση επίτοκίων]» είπε χαρακτηριστικά «Αλλά αυτό θα το δούμε» πρόσθεσε αφήνοντας κι ένα παραθυράκι ανοικτό και μια περισσότερη ευελιξία για την κεντρική τράπεζα.
«Θέλουμε να δούμε περισσότερα καλά στοιχεία» είπε χαρακτηριστικά. «Δεν είναι ότι ψάχνουμε για καλύτερα δεδομένα, ψάχνουμε για μια συνέχιση των καλών δεδομένων που βλέπουμε για να νιώσουμε εμπιστοσύνη ότι βρισκόμαστε σε βιώσιμη πορεία για να φθάσει ο πληθωρισμός στο 2%».
Η φράση που αφαιρέθηκε
Στην ανακοίνωση που ακολούθησε την απόφαση, οι υπεύθυνοι καθορισμού των επιτοκίων αφαίρεσαν επίσης την φράση για αύξηση των επιτοκίων από τη δήλωσή τους, λέγοντας: «Η επιτροπή κρίνει ότι οι κίνδυνοι για την επίτευξη των στόχων της για την απασχόληση και τον πληθωρισμό κινούνται προς καλύτερη ισορροπία».
Ωστόσο, παράλληλα υπογράμμισε ότι δεν υπάρχουν ακόμη σχέδια για μείωση των επιτοκίων, καθώς ο πληθωρισμός εξακολουθεί να υπερβαίνει τον στόχο του 2% της κεντρικής τράπεζας.
Αναλυτές εκτιμούν ότι η αλλαγή στη γλώσσα επιβεβαιώνει ότι οι ρυθμιστές πιστεύουν ότι η επόμενη κίνηση στα επιτόκια είναι πιθανό να είναι μια μείωση.
«Σφίγγα» η Λαγκάρντ
Στο ίδιο μήκος κύματος, κινήθηκε μία εβδομάδα πριν και η Κριστίν Λαγκάρντ, προσπαθώντας να εξηγήσεις τους λόγους για τους οποίους το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια .
ΕΚΤ: Αμετάβλητα τα επιτόκια για τρίτη συνεχόμενη συνεδρίαση
«Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να διατηρήσει αμετάβλητα τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Είμαστε αποφασισμένοι να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας του 2%. Με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή μας, θεωρούμε ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται σε επίπεδα που, αν διατηρηθούν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, θα συμβάλουν ουσιαστικά στην επίτευξη αυτού του στόχου», σημείωσε η Λαγκάρντ.
«Οι μελλοντικές μας αποφάσεις θα διασφαλίσουν ότι τα βασικά μας επιτόκια θα διαμορφώνονται σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί. Θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της διάρκειας του περιορισμού», πρόσθεσε. Σημειώνεται ότι, παρά τις επίμονες ερωτήσεις δημοσιογράφων, η Κριστίν Λαγκάρντ απέφυγε να δώσει κάποιο χρονικό στίγμα ως προς το πότε θα λάβουν χώρα οι πρώτες κινήσεις χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, χαρακτηρίζοντας τη σχετική συζήτηση «πρώιμη».
Συνοψίζοντας τη στάση αυτή η Katharine Neiss, πρώην οικονομολόγος της Τράπεζας της Αγγλίας κα τώρα στην επενδυτική PGIM Fixed Income, δήλωσε στους Financial Times ότι η ΕΚΤ τείνει να είναι προσεκτική σχετικά με τις μειώσεις των επιτοκίων μετά την κριτική τα τελευταία χρόνια για υποτίμηση των αυξήσεων του πληθωρισμού. Μια δήλωση που φαίνεται ότι ταιριάζει γάντι και στον Πάουελ. «Με απλά λόγια, πρόκειται για μια περίπτωση “όποιος καεί στον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι”, και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα θέλουν να είναι σίγουροι ότι το τζίνι του πληθωρισμού έχει μπει σταθερά στο μπουκάλι», είπε, επισημαίνοντας το δεύτερο τρίμηνο ως την «πρώιμη περίοδο στο πλαίσιο για μείωση [των επιτοκίων]».
Latest News
Η συζήτηση που δεν γίνεται για τον προϋπολογισμό
Η Βουλή συζητάει τον προϋπολογισμό, όμως η σοβαρή συζήτηση για την οικονομική πολιτική δεν γίνεται
Βουλιμία
Είναι γνωστό ότι μεταξύ των θανάσιμων αμαρτημάτων περιλαμβάνεται και η βουλιμία…
Μπουλντόζες τη νύχτα
Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αποφάνθηκε ότι ο νόμος με τον οποίο χτίζουμε στην Ελλάδα από το 2012 είναι αντισυνταγματικός, εξαιρεί όσες οικοδομές έχουν αποδεδειγμένα αρχίσει εργασίες για την ανέγερσή τους
Οι εγκλωβισμένοι, τα ακίνητα και ο… φορέας
Θυμηθήκαμε ότι υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός μικρών επιχειρήσεων που μέσα στην κρίση κοκκίνισαν τα δάνειά τους
Η ευθύνη των τραπεζών
Οι τράπεζες πατούν καλύτερα στα πόδια τους, δεν εξαρτάται η κερδοφορία τους από τις προμήθειες. Επίσης είναι εμφανές ότι χρειάζεται η κυβέρνηση μια «νίκη» στο μέτωπο του κόστους ζωής
Ανάπτυξη που «τρώγεται»
Με τα μέχρι τώρα στοιχεία είμαστε πάνω και από τον στόχο του 2024
Απιστευτα δώρα προς τα πολιτικά άκρα
Αρχίζω να πιστεύω όλο και περισσότερο ότι το σύνδρομο της επιτυχίας από μια φάση και μετά τυφλώνει τις δημοκρατίες, οι οποίες στη συνέχεια χάνουν και την ακοή τους.
Ελληνικές απώλειες από το «γαλλικό μέτωπο»
Θα πρέπει να θεωρούμε σίγουρες και τις πρώτες απώλειες για την Ελλάδα από το «γαλλικό μέτωπο».
Σοκαριστικές ομοιότητες
Στη Γαλλία, οι έμπειροι από την ελληνική κρίση βλέπουν ομοιότητες με την περίοδο 2012 – 2014 στην Ελλάδα
Η Γαλλία σε κρίση και η Ευρώπη σε περιδίνηση
Η πολιτική κρίση στη Γαλλία έρχεται να αναδείξει τα συνολικότερα προβλήματα της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης