Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat η Γαλλία το 2018 είχε δείκτη γονιμότητας 1,85 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία ο υψηλότερος δείκτης μεταξύ όλων των Ευρωπαϊκών χωρών με τον μέσο όρο όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να είναι 1,52 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας. Στη βάση αυτή η Eurostat στις δημογραφικές προβολές του 2019 προέβλεπε ότι ο δείκτης γονιμότητας θα παραμείνει στο επίπεδο των 1,84 παιδιών ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας μέχρι το 2070 και ο πληθυσμός της Γαλλίας θα αυξάνονταν από 67,1 εκατ. άτομα το 2019 σε 69,4 εκατ. άτομα το 2070.

Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση προέβλεπε στις μελέτες της ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ για την περίοδο 2019 – 2070 θα είναι 1,3%. Μέχρι και το 2021 ο δείκτης γονιμότητας μειώθηκε ελαφρώς στο 1,82 παιδιά ανά γυναίκα και στις πρόσφατες προβολές της Eurostat (Europop 2023) προβλέπονταν ότι ο δείκτης γονιμότητας μέχρι το 2070 θα είναι 1,79 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία και ο πληθυσμός της Γαλλίας θα αυξάνονταν από 68 εκατ. άτομα το 2022 σε 69,7 εκατ. άτομα μέχρι το 2070.

Όμως, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του έτους 2023 ο δείκτης γονιμότητας στη Γαλλία μειώθηκε σε 1,68 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας και είναι ο χαμηλότερος από το 1994, ενώ ο αριθμός των γεννήσεων ήταν μόλις 678.000 παιδιά και ήταν ο χαμηλότερος αριθμός γεννήσεων από το 1945. Αυτό οδήγησε τον πρόεδρο της Γαλλίας Ε.Μακρόν να δηλώσει ότι η Γαλλία χρειάζεται ένα δημογραφικό επανεξοπλισμό προκειμένου να γίνει ισχυρότερη με την αύξηση του ποσοστού των γεννήσεων. Αυτή η δήλωση όμως δεν βρίσκει σύμφωνους τους οικονομολόγους και τους δημογράφους.

Συγκεκριμένα, από τη μία πλευρά οι ναταλιστές ανησυχούν για την μείωση των γεννήσεων και την παραγωγική ανάπτυξη της γαλλικής οικονομίας και από την άλλη πλευρά οι νεο-Μαλθουσιανοί υπερασπίζονται τη μείωση του πληθυσμού ενόψει της εξάντλησης των φυσικών πόρων και της κλιματικής κρίσης (Julliette Le Chevallier, Alternatives Economiques, 6/2/2024). ΄Ομως η χαμηλή γονιμότητα μακροπρόθεσμα επιδεινώνει την γήρανση του πληθυσμού η οποία αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα επιβράδυνσης της οικονομίας. Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση για το 2023 αναθεώρησε την μέση μακροχρόνια αύξηση του ΑΕΠ της Γαλλίας από 1,3% σε 1,1% για την περίοδο 2022 – 2070.

Για την Ελλάδα, την τελευταία πενταετία (2019 – 2023), ο αριθμός των γεννήσεων υπολείπονταν κατά μέσο όρο ετησίως του αριθμού των θανάτων κατά 52.000 άτομα. Για τον λόγο αυτόν η Eurostat αναθεώρησε τις προβλέψεις της για τον πληθυσμό της Ελλάδας (Europop 2023), προβλέποντας ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί σε 7,8 εκατ. κατοίκους μέχρι το 2070 από 8,6 εκατ. άτομα που προέβλεπε στις δημογραφικές προβολές του 2019.

Επίσης, προβλέπει ότι το εργατικό δυναμικό θα μειωθεί από 4,606 εκατ. άτομα το 2022 σε 3,111 εκατ. άτομα το 2070, όταν στις αντίστοιχες δημογραφικές προβολές του 2019 προέβλεπε ότι το εργατικό δυναμικό της χώρας μας το 2070 θα είναι 3,57 εκατ. άτομα. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις δυσμενέστερες δημογραφικές προοπτικές της Eurostat για την χώρα μας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντίστοιχα αναθεώρησε προς το δυσμενέστερο, όπως και στη Γαλλία, την μακροπρόθεσμη μέση αύξηση του ΑΕΠ για την χώρα μας την περίοδο 2023 – 2070 σε 1,1% από 1,2% που προέβλεπε στις μελέτες της το 2021.

Στην προοπτική αυτή, σύμφωνα με την έρευνα μας, η μετανάστευση κατατάσσεται στην κατηγορία των παραγόντων που μπορεί να συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη με τη διεύρυνση του εργατικού δυναμικού αλλά σε ένα βραχυ – μεσοπρόθεσμο ορίζοντα 20-30 ετών. Όμως είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα η αύξηση της γονιμότητας στην χώρα μας είναι αυτή που θα συντελέσει στην επιβράδυνση της μείωσης του πληθυσμού η οποία για τα επόμενα 50 έτη είναι αναπόφευκτη.

Πιο συγκεκριμένα στην έρευνα μας έχει εκτιμηθεί ότι μια μέση γονιμότητα 1,75-1,8 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία για τη περίοδο 2023 – 2070, μπορεί να οδηγήσει τον πληθυσμό σε 9,2-9,4 εκατ. άτομα, ενώ σε ένα ακραία ευνοϊκό σενάριο όπου ο μέσος όρος της γονιμότητας εκτιμήθηκε σε 2,8-2,9 παιδιά ανά γυναίκα ο πληθυσμός μπορεί να διατηρηθεί σταθερός στα σημερινά επίπεδα μέχρι το 2070. Επιπλέον, σύμφωνα με την έρευνα μας, η άποψη ότι η γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα θα επιβαρύνει υπέρμετρα τα δημόσια συστήματα κοινωνικής ασφάλισης δεν ευσταθεί.

Κι’ αυτό επειδή μπορεί ο δείκτης εξάρτησης των ηλικιωμένων να διπλασιαστεί μέχρι το 2070, όμως λόγω του γεγονότος ότι θα έχει μειωθεί ο πληθυσμός στα 7,8 εκατ. άτομα ο αριθμός των συνταξιούχων θα είναι μικρότερος από ότι είναι σήμερα. Άρα οι ετήσιες κρατικές δαπάνες για συντάξεις (κύριες και επικουρικές) θα είναι περίπου στο ίδιο επίπεδο (30 δις ευρώ) με το σημερινό. Δηλαδή, βραχυπρόθεσμα, μπορεί να παρατηρηθεί μια αύξηση των ετήσιων κρατικών δαπανών για τις συντάξεις αλλά μακροπρόθεσμα θα μειωθούν και θα επανέλθουν στο σημερινό επίπεδο λόγω της μείωσης του πληθυσμού.

Τα δεδομένα αυτά και η δυσμενής αυτή προοπτική των δημογραφικών εξελίξεων στην Ελλάδα αναδεικνύουν με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η αποτελεσματική και η ουσιαστική αποτροπή τους δεν μπορεί να περιοριστεί στην επιδοματική δημογραφική πολιτική. Απαιτείται παράλληλα ο άμεσος σχεδιασμός και η υλοποίηση εξειδικευμένων και συγκεκριμένων μέτρων (αναπτυξιακά, κοινωνικές υποδομές, εισοδηματικά, στεγαστικά, κοινωνικο-ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά, κ.λ.π.) δημογραφικής πολιτικής καθώς και η ανά πενταετία αξιολόγηση τους στον άξονα στόχου – αποτελέσματος.

Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι ενός τέτοιου εύρους δημογραφική πολιτική υποστηριζόμενη από τους απαιτούμενους χρηματοδοτικούς πόρους θα εξασφαλίσει στην πορεία του χρόνου συνέχεια, συνεκτικότητα, εσωτερική δυναμική και αποτελεσματικότητα.

Σάββας Γ. Ρομπόλης,  Ομότ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου

Βασίλειος Γ. Μπέτσης,  Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts
Κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις και συντάξεις
Experts |

Κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις και συντάξεις

Mε διαφορετικούς όρους κρατικής παρέμβασης παρατείνεται η μνημονιακή κατάργηση (Φεβρουάριος 2012) της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) που καθόριζε στην Ελλάδα επί δεκαετίες τον κατώτατο μισθό