Το διαδίκτυο είναι μια ζωντανή πραγματικότητα που αντανακλά, αφενός, την παγκόσμια δυναμική της τεχνολογίας και, αφετέρου, τις τοπικές πολιτισμικές και οικονομικές ιδιαιτερότητες της κάθε κοινωνίας. Το ελληνικό διαδίκτυο είναι ένα από τα πολλά διαδίκτυα, τα οποία, σε πλανητικό επίπεδο, εξελίσσονται και μεταλλάσσονται συνεχώς μαζί με ρέουσες κοινωνικοπολιτικές διεργασίες και μέσα από εντάσεις, συγκρούσεις, αντιφάσεις, διεκδικήσεις, επιθυμίες και συμφέροντα κάθε είδους.

Τα παραπάνω συμπεράσματα φωτίζονται από τα αποτελέσματα της έρευνας του World Internet Project–Greece (WIP-GR, 2019), τα οποία δημοσιεύθηκαν στη σειρά «κειμένων συζήτησης» του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του LSE (2020). Στόχος της έρευνας αυτής, που διενεργείται από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, είναι η αποτύπωση της εξέλιξης της χρήσης του διαδικτύου στη χώρα μας, μαζί με μια πλήρη δημογραφική και κοινωνιολογική ανάλυση των τάσεων που διαμορφώνονται. H ανάλυση είναι επίσης συγκριτική, εφόσον το World Internet Project (WIP) αποτελεί μια διεθνή ερευνητική σύμπραξη που από το 1999 μελετά τη χρήση του ίντερνετ σε πάνω από 30 χώρες του κόσμου.

Απηχώντας εγγενή χαρακτηριστικά της παραγωγικής βάσης και του πολιτικο-διοικητικού συστήματος της χώρας, το ελληνικό διαδίκτυο, παρουσιάζει υστερήσεις και χάσματα στη διείσδυση και τις χρήσεις του, κάτι που επιφέρει αυξημένο διαχειριστικό κόστος, μειωμένη ανταγωνιστικότητα και περαιτέρω αποκλεισμό ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Ειδικότερα, το ξέσπασμα της πανδημίας έδειξε μια ελληνική ψηφιακή κοινωνία αρκετά ευάλωτη, κάτι που είχε ήδη περιγραφεί από το WIP-GR, και οδήγησε σε μια «επείγουσα» διαδικασία ψηφιοποίησης της καθημερινότητας.

Ψηφιακά απροετοίμαστοι φάνηκαν να είναι ιδίως όσοι ανήκουν στις μεγαλύτερες ηλικιακές κατηγορίες, πράγμα που αντανακλά ένα πολύ υψηλό διαγενεακό χάσμα και υπογραμμίζει την άμεση αναγκαιότητα για τον εφοδιασμό του γενικού πληθυσμού με ψηφιακές δεξιότητες. Επιπλέον, η έρευνα θίγει το πρόβλημα της παραπληροφόρησης και δείχνει ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων ψηφιακών χρηστών (77,1%) είναι αρκετά επιφυλακτικοί αναφορικά με την αξιοπιστία των online πληροφοριών.

Ωστόσο, οι ίδιοι ψηφιακοί χρήστες χρησιμοποιούν το διαδίκτυο κυρίως για ενημέρωση και κατανάλωση ειδήσεων, όπως επίσης και για λόγους ψυχαγωγίας. Παράλληλα, δείχνουν να έχουν μια «ψευδαίσθηση» ελέγχου της ιδιωτικότητας και πιθανώς να κινδυνεύουν να καταστούν εύκολα θύματα της ακατάσχετης πληροφοριακής ροής. Η ροή αυτή, σε άμεσο συνδυασμό με την εξασθένιση της συλλογικής μνήμης και τη δομική αδυναμία εστίασης της προσοχής εν γένει, τροφοδοτεί την κλιμακωτή και ανεξέλεγκτη εξάπλωση των λαϊκιστικών ψευδοειδήσεων (ή των θεωριών συνομωσίας). Γενικά, η ανάλυση των χρήσεων του διαδικτύου ευθυγραμμίζεται με το συμπέρασμα του WIP-GR περί μιας φτωχής «ψηφιακής ιδιότητας του πολίτη».

Αυτή η «ανώριμη» ψηφιακή κοινωνία αναζητά πλέον να κερδίσει το χαμένο έδαφος, ιδίως στο επίπεδο του κράτους. Πράγματι, σε μια εποχή περιορισμένων δημόσιων πόρων, οι ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορικής & Επικοινωνίας) δείχνουν να βοηθούν τον δημόσιο τομέα να αναπτυχθεί καινοτομικά για την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών προς τους πολίτες, με ταυτόχρονη αύξηση της αποδοτικότητας και μείωση του κόστους. Όμως, η ερευνητική μας προσοχή εστιάζει εξίσου στη «μεγάλη εικόνα», στην αναδόμηση του παγκόσμιου ψηφιακού τοπίου και την ανάδυση ενός καινούργιου προτύπου οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων και της οικονομίας.

Συγκριτικά στοιχεία από το WIP σε διάφορες χώρες και ηπείρους καταδεικνύουν, σε τελική ανάλυση, μια ισχυρή τάση ριζικής αλλαγής στην ίδια τη φύση της εξουσίας. Στο σύγχρονο περιβάλλον της νέας παγκόσμιας αταξίας και της εντεινόμενης ψηφιακής «τέταρτης φάσης της παγκοσμιοποίησης» (Globalisation 4.0), η προάσπιση της «παραδοσιακής», «συμβατικής» ή «αναλογικής» εθνικής κυριαρχίας (που αφορά σε υλικές γεωγραφίες και υποδομές, φυσικούς χώρους και πόρους) πρέπει να συνδεθεί με τη διαρκή ενίσχυση της λεγόμενης «ψηφιακής εθνικής κυριαρχίας». Η ψηφιακή εθνική κυριαρχία αναφέρεται στην άυλη, δικτυωτή γεωγραφία και οικονομία, σε ψηφιακούς πόρους, υπολογιστικά δεδομένα και πρωτόκολλα, online πλατφόρμες και τεχνολογίες αιχμής. Πρόκειται για μια «μετα-βεστφαλιανή» συνθήκη που φαίνεται να ευνοεί τους ιδιωτικούς διαδικτυακούς κολοσσούς, σε βάρος των εθνικών και υπερεθνικών οντοτήτων, δημιουργώντας καινοφανείς (αν)ισορροπίες ισχύος.

Σ’ αυτό το πολύπλοκο τεχνο-γεωπολιτικό περιβάλλον, επομένως, η χώρα μας καλείται να αναπτύξει ένα δικό της πρόταγμα ψηφιακής εθνικής κυριαρχίας, το οποίο δύναται να οικοδομηθεί σε νέους, συλλογικά συμφωνημένους πυλώνες όπως, παραδείγματος χάριν, στον «επαναπατρισμό» των δεδομένων των ελληνικών επιχειρήσεων και ένα εθνικό ψηφιακό νέφος, στην ενίσχυση του εθνικού συστήματος καινοτομίας και διανοητικής ιδιοκτησίας, καθώς και σε ένα δυναμικό, πολυδεκτικό και διαρκώς επικαιροποιούμενο οικοσύστημα ψηφιακών δεξιοτήτων και ικανοτήτων.

Πλέον, στη φάση της προετοιμασίας για τον επόμενο γύρο του WIP-GR, αναμένουμε οι νέες μετρήσεις να δείξουν τη διατάραξη που επέφερε η πανδημία στο τοπίο του ελληνικού διαδικτύου. Σε γενικές γραμμές, όπως περιγράφει ο Χαράρι στα «μαθήματα από την χρονιά της πανδημίας», το διαδίκτυο δεν «λύγισε», μας έσωσε από την οικονομική και κοινωνική καταστροφή, και κατέστησε βιώσιμα τα εκτεταμένα lockdown, τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες χώρες. Στη διάρκεια των τελευταίων 14 μηνών, κατορθώσαμε την αυτοματοποίηση, ψηφιοποίηση και μετατόπιση πολλών δραστηριοτήτων μας στον online χώρο, κάτι που ταυτόχρονα μας ενδυναμώνει και μας εκθέτει σε νέα ρίσκα. Παραδείγματα τέτοιων ρίσκων αποτελούν οι διογκούμενες ψηφιακές ανισότητες και η αυξανόμενη ευαλωτότητα απέναντι σε κακόβουλα προγράμματα και στον πόλεμο του κυβερνοχώρου.

Εν κατακλείδι, η ανάδειξη των θετικών όψεων της διαρκούς ψηφιοποίησης είναι, σε μεγάλο βαθμό, συνάρτηση δημόσιων πολιτικών οι οποίες, μεταξύ των άλλων, οφείλουν να ενισχύσουν το ψηφιακό ανθρώπινο και κοινωνικό κεφάλαιο, καθώς και να ενσωματώσουν ένα συνεκτικό και κατανοητό προς όλους όραμα για το μέλλον και τον βιώσιμο μετασχηματισμό του παραγωγικού και αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας, όπως επίσης και για έναν νέο τρόπο του ευ ζην. Σημαντικό ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση διαδραματίζει η οικοδόμηση γενικευμένης ψηφιακής εμπιστοσύνης και πλαισίων ψηφιακής δεοντολογίας, ένας στόχος που εντάσσεται στην αποστολή της νέας Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και Τεχνοηθικής.

*Χαράλαμπος Τσέκερης, Αντιπρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής & Τεχνοηθικής, και Ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News