Κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008 και της κρίσης δημόσιου χρέους που την ακολούθησε, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), ο οποίος ορίζεται ως ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων, εμφάνισε ανοδική πορεία στην Ελλάδα, ξεκινώντας από 6,8% το Α’ τρίμηνο του 2009 και φθάνοντας στη μέγιστη τιμή του 49,1% το Γ’ τρίμηνο του 2016. Στη συνέχεια ακολούθησε καθοδική πορεία, φθάνοντας το 30,2% στο τέλος του 2020 έναντι μέσου όρου 2,8% στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τα υψηλά επίπεδα των ΜΕΔ στη χώρα μας αποτελούν το σημαντικότερο πρόβλημα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας γενικότερα. Εισάγουν σοβαρούς περιορισμούς στη δανειστική δυνατότητα των τραπεζών με αποτέλεσμα τη μείωση την επενδυτικής και γενικότερα της οικονομικής δραστηριότητας. Για το λόγο αυτό, η διερεύνηση των προσδιοριστικών παραγόντων των ΜΕΔ στην Ελλάδα είναι καθοριστικής σημασίας προκειμένου να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα που θα οδηγήσουν στο δραστικό περιορισμό τους.

Σε πρόσφατο άρθρο μας (βλ. Αναφορά [1]), το οποίο δημοσιεύτηκε στη σειρά GreeSE Papers του Ελληνικού Παρατηρητηρίου (Hellenic Observatory) του LSE, διερευνούμε τους προσδιοριστικούς παράγοντες των ΜΕΔ στην Ελλάδα από το Α’ τρίμηνο του 2003 έως και το Β’ τρίμηνο του 2020, καλύπτοντας έτσι και την πρώιμη φάση της πανδημίας COVID-19. Αρχικά προβαίνουμε σε μια σύντομη επισκόπηση παλαιότερων επιστημονικών δημοσιεύσεων για το ίδιο θέμα, και στη συνέχεια διερευνούμε την επίδραση επιλεγμένων οικονομικών μεταβλητών επί των ΜΕΔ στην Ελλάδα, εφαρμόζοντας τη μέθοδο του ελέγχου ορίων (bounds testing) σε αυτοπαλίνδρομο υπόδειγμα κατανεμημένων χρονικών υστερήσεων (ARDL model). Ο παραπάνω έλεγχος προτάθηκε από τους Pesaran, Shin και Smith (βλ. Αναφορά [2]) με σκοπό τη διερεύνηση ύπαρξης μακροχρόνιων σχέσεων (long-run relationships) ανάμεσα σε μεταβλητές που μπορεί να έχουν τη μορφή ολοκληρωμένων χρονολογικών σειρών μηδενικής ή/και πρώτης τάξης ολοκλήρωσης, σε αντίθεση με άλλες προσεγγίσεις που απαιτούν οι χρονολογικές σειρές να ανήκουν αποκλειστικά σε μία μόνο από τις δύο παραπάνω κατηγορίες.

Από την εφαρμογή της παραπάνω μεθόδου προέκυψε το συμπέρασμα ότι η αύξηση του δημόσιου χρέους οδηγεί μακροπρόθεσμα σε αύξηση των ΜΕΔ.

Η απότομη και συνεχής αύξηση του ελληνικού δημόσιου χρέους μετά το Α’ τρίμηνο του 2009 τροφοδότησε τις ανησυχίες σχετικά με την φερεγγυότητα του κράτους και την ενδεχόμενη εισαγωγή μέτρων λιτότητας, με αποτέλεσμα ένα ξαφνικό φρένο στο διεθνή δανεισμό μας και ύφεση. Έτσι, πολλά νοικοκυριά και επιχειρήσεις άρχισαν να παρουσιάζουν καθυστερήσεις, ή ακόμη και διακοπές, στην εξόφληση των δανείων τους.

Όπως δείχνουν τα αποτελέσματα της έρευνας, μια αύξηση του δημόσιου χρέους είναι πιθανό να οδηγήσει βραχυπρόθεσμα σε μείωση των ΜΕΔ, για παράδειγμα μέσω της αύξησης των δημόσιων δαπανών και επενδύσεων με σκοπό την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Όμως, μια τέτοια πιθανή μείωση δεν είναι αρκετή για να αντισταθμίσει την αυξητική επίδραση του δημόσιου χρέους επί των ΜΕΔ σε μακροπρόθεσμη βάση. Εκτιμήθηκε επίσης ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία τροφοδοτούν το δημόσιο χρέος, μακροπρόθεσμα αυξάνουν τα ΜΕΔ καθώς μπορεί να οδηγήσουν στη λήψη μέτρων λιτότητας. Αυτά, με τη σειρά τους, προκαλούν την αύξηση των ΜΕΔ καθώς μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Αντίθετα, τα δημοσιονομικά πλεονάσματα δίνουν τη δυνατότητα για αύξηση των δημόσιων δαπανών και επενδύσεων, συμβάλλοντας στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και στην επακόλουθη μείωση των ΜΕΔ.

Από τις υπόλοιπες μακροοικονομικές μεταβλητές που εξετάστηκαν, η πιο σημαντική για τη μείωση των ΜΕΔ είναι η αύξηση του ΑΕΠ, καθώς αυξάνει το διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριών και επιχειρήσεων, δίνοντάς τους έτσι τη δυνατότητα να συνεχίσουν την αποπληρωμή των δανείων τους. Αντίθετα, η αύξηση της ανεργίας αποτελεί έναν από τους σημαντικούς παράγοντες αύξησης των ΜΕΔ.

Από τις τραπεζικές μεταβλητές που εξετάστηκαν, η μεγάλη και συνεχής μέχρι το 2011 αύξηση του δείκτη των πιστώσεων προς το ΑΕΠ (credit-to-GDP), συνοδευόμενη σε αρκετές περιπτώσεις από χαλάρωση των όρων δανεισμού, βρέθηκε ότι συνετέλεσε στην αύξηση των ΜΕΔ. Επίσης, η μείωση των επιτοκίων της διατραπεζικής αγοράς, καθώς και η διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανείων, βρέθηκαν ότι ασκούν στατιστικά σημαντική επίδραση επί των ΜΕΔ. Η μείωση των επιτοκίων της διατραπεζικής αγοράς μπορεί να τα καταστήσει ελκυστικά σε ορισμένες τράπεζες οι οποίες χρησιμοποιούν τα δανειζόμενα κεφάλαια σε επενδύσεις υψηλού κινδύνου με επακόλουθο την αύξηση των ΜΕΔ, αποτέλεσμα στο οποίο οδηγεί και η αύξηση της διαφοράς μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανείων, η οποία αυξάνει το κόστος και κατά συνέπεια μειώνει τις δυνατότητες αποπληρωμής των δανείων.

Συνοψίζοντας, βρήκαμε ότι η συσσώρευση δημόσιου χρέους μακροπρόθεσμα οδηγεί σε αύξηση των ΜΕΔ, με όλες τις συνεπαγόμενες δυσμενείς συνέπειες.

Δεδομένου ότι η συσσώρευση δημόσιου χρέους είναι μια πολιτική που εξακολουθεί να εφαρμόζεται στο πλαίσιο και της ανάγκης σταθεροποίησης της οικονομίας που έχει πληγεί από την πανδημία COVID-19, είναι ανάγκη να ληφθούν άμεσα μέτρα αποτελεσματικής αντιμετώπισης του προβλήματος των ΜΕΔ.

Η περαιτέρω ενίσχυση του προγράμματος τιτλοποιήσεων ΜΕΔ με παροχή εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου καθώς και η δημιουργία μιας εταιρείας διαχείρισης ενεργητικού (asset management company – AMC) θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμες.

Αναφορές

[1] Karadima, M., and Louri, H. (2021). Determinants of non-performing loans in Greece: the intricate role of fiscal expansion. GreeSE Papers No. 160, Hellenic Observatory, London School of Economics and Political Science.

[2] Pesaran, M. H., Shin, Y., and Smith, R. (2001). Bounds testing approaches to the analysis of level relationships. Journal of Applied Econometrics, 16(3), 289–326.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Academia